Project Syndicate

Οι τρομοκρατικές επιθέσεις της 11ης Σεπτεμβρίου του 2001, ήταν ένα τρομακτικό σοκ. Εικόνες εγκλωβισμένων θυμάτων να πέφτουν από τους Δίδυμους Πύργους έχουν παραμείνει ανεξίτηλα χαραγμένες στη μνήμη μας και τα παρεμβατικά μέτρα ασφαλείας, που εισήχθησαν εξαιτίας των επιθέσεων αυτών, αποτελούν πια πραγματικότητα.

Ωστόσο, διάφοροι σκεπτικιστές αμφιβάλλουν εάν το γεγονός αυτό αποτέλεσε σημείο καμπής στην ιστορία. Θεωρούν ότι η άμεση αυτή υλική ζημία δεν επηρέασε ιδιαίτερα την αμερικανική ισχύ. Εκτιμάται ότι η αύξηση του ΑΕΠ των Ηνωμένων Πολιτειών μειώθηκε κατά τρεις ποσοστιαίες μονάδες, το 2001, και οι ασφαλιστικές απαιτήσεις για αποζημίωση ανήλθαν, τελικά, σε περισσότερα από 40 δισεκατομμύρια δολάρια – ένα μικρό μόνο κομμάτι της τότε οικονομίας των 10 τρισεκατομμυρίων δολαρίων.

Και τα σχεδόν 3.000 άτομα που σκοτώθηκαν στη Νέα Υόρκη, την Πενσυλβάνια και την Ουάσινγκτον, όταν οι αεροπειρατές της Αλ Κάιντα μετέτρεψαν τέσσερα αεροσκάφη σε πυραύλους Κρουζ ήταν απλά ένα μέρος των βιαιοτήτων στις οποίες προέβησαν οι ΗΠΑ, εκείνη τη χρονιά.

Κατά την άποψή μου, η 11η Σεπτεμβρίου θα θεωρηθεί μελλοντικά από τους ιστορικούς μία τόσο σημαντική ημερομηνία όσο και η επίθεση των Ιαπώνων στο Περλ Χάρμπορ, στις 7 Δεκεμβρίου του 1941. Κατά την επίθεση στην αμερικανική ναυτική βάση στη Χαβάη σκοτώθηκαν περίπου 2.400 Αμερικανοί στρατιωτικοί και καταστράφηκαν ή προκλήθηκαν ζημίες σε 19 ναυτικά σκάφη, μεταξύ των οποίων και 8 θωρηκτά. Και στις δύο περιπτώσεις, ωστόσο, αυτό που επηρεάστηκε περισσότερο από τις επιθέσεις είναι η ψυχολογία των πολιτών.

Για χρόνια, ο Πρόεδρος των ΗΠΑ, Φράνκλιν Ρούζβελτ, προσπαθούσε να ειδοποιήσει τους Αμερικανούς για την απειλή των δυνάμεων του Άξονα, ωστόσο, ακολουθούσε πάντα την πολιτική του απομονωτισμού. Όλα αυτά, όμως, άλλαξαν με το Περλ Χάρμπορ. Στις προεδρικές εκλογές του 2000, ο Τζορτζ Μπους υποστήριξε μια ταπεινή εξωτερική πολιτική και προειδοποίησε για τους πειρασμούς της οικοδόμησης έθνους. Μετά τις επιθέσεις της 11ης Σεπτεμβρίου, κήρυξε «παγκόσμιο πόλεμο κατά της τρομοκρατίας» και εισέβαλε στο Αφγανιστάν και το Ιράκ. Βάσει της στάσης που διατηρούσαν ορισμένα από τα κορυφαία μέλη της κυβέρνησής του, ορισμένοι υποστηρίζουν ότι η σύγκρουση με τον τότε δικτάτορα του Ιράκ, Σαντάμ Χουσεΐν, ήταν κάτι το αναμενόμενο, σε αντίθεση με τις επιπτώσεις και τον τρόπο που αυτή εκτυλίχθηκε.

Αυτό που μάς δείχνει η 11η Σεπτεμβρίου είναι ότι η τρομοκρατία δεν προκαλεί μόνο ζημιές, αλλά επηρεάζει, πρωτίστως, την ψυχολογία των πολιτών. Η τρομοκρατία είναι σαν το θέατρο. Με τον ισχυρό στρατό τους, οι Αμερικανοί πιστεύουν ότι «σοκ και το δέος» μπορεί να προκληθεί, κυρίως, από μαζικούς βομβαρδισμούς. Για τους τρομοκράτες, όμως, σοκ και δέος «γεννάται» από το δράμα και όχι από τον αριθμό των νεκρών που προκλήθηκαν από τις επιθέσεις τους. Μπορεί τα δηλητήρια να σκοτώνουν περισσότερους, αλλά οι εκρήξεις είναι αυτές που προσφέρουν θέαμα. Η συνεχής επανάληψη της εικόνας της πτώσης των Δίδυμων Πύργων στις τηλεοράσεις σε όλο τον κόσμο θεωρήθηκε το πραξικόπημα του Οσάμα Μπιν Λάντεν.

Η τρομοκρατία μπορεί, επίσης, να συγκριθεί με το ζίου ζίτσου, στο οποίο ένας αδύναμος αντίπαλος στρέφει τη δύναμη ενός μεγαλύτερου παίκτη εναντίον του. Ενώ οι επιθέσεις της 11ης Σεπτεμβρίου σκότωσαν αρκετές χιλιάδες Αμερικανούς, οι «ατέλειωτοι πόλεμοι» στους οποίους προέβησαν στη συνέχεια οι ΗΠΑ σκότωσαν πολλούς περισσότερους. Πράγματι, η ζημιά που προκάλεσε η Αλ Κάιντα δεν είναι τίποτα σε σχέση με τη ζημιά που προκάλεσε η ίδια η Αμερική στον εαυτό της.

Σύμφωνα με ορισμένες εκτιμήσεις, σχεδόν 15.000 Αμερικανοί στρατιωτικοί και εργολάβοι σκοτώθηκαν στους πολέμους που ακολούθησαν την 11η Σεπτεμβρίου και το οικονομικό κόστος ξεπέρασε τα 6 τρισεκατομμύρια δολάρια. Προσθέστε σε αυτό τον αριθμό των ξένων αμάχων που σκοτώθηκαν τις προσφυγικές ροές που προκλήθηκαν, και το κόστος αυξάνεται ακόμη περισσότερο. Το κόστος ευκαιρίας ήταν, επίσης, μεγάλο. Όταν ο Πρόεδρος Μπαράκ Ομπάμα στράφηκε προς την Ασία -το ταχύτερα αναπτυσσόμενο τμήμα της παγκόσμιας οικονομίας-  ο πάγκοσμιος πόλεμος που προκλήθηκε είχε ως αποτέλεσμα οι ΗΠΑ να «χαθούν» στη Μέση Ανατολή.

Παρά τις επιπτώσεις αυτές, ορισμένοι ισχυρίζονται ότι οι ΗΠΑ πέτυχαν τον στόχο τους: Δεν έχει γίνει άλλη μεγάλη τρομοκρατική επίθεση αντίστοιχη της 11ης Σεπτεμβρίου στις ΗΠΑ. Ο Μπιν Λάντεν και πολλοί από τους κορυφαίους υπολοχαγούς του σκοτώθηκαν, ο Σαντάμ Χουσεΐν απομακρύνθηκε (αν και η σύνδεσή του με την 11η Σεπτεμβρίου ήταν πάντα αμφίβολη). Εναλλακτικά, μπορούμε να θεωρήσουμε ότι αυτός που βγήκε κερδισμένος ήταν, τελικά, ο Μπιν Λάντεν, ιδιαίτερα αν σκεφτούμε ότι οι πεποιθήσεις του περιελάμβαναν την αξία του θρησκευτικού μαρτυρίου. Το τζιχαντιστικό κίνημα είναι κατακερματισμένο, έχει, όμως, εξαπλωθεί σε περισσότερες χώρες και οι Ταλιμπάν επέστρεψαν στην εξουσία στο Αφγανιστάν – περιέργως, λίγο πριν την επέτειο της 11ης Σεπτεμβρίου, την οποία ο Τζο Μπάιντεν είχε αρχικά ορίσει ως ημερομηνία-στόχο για την απόσυρση των αμερικανικών στρατευμάτων.

Είναι πολύ νωρίς για να εκτιμηθούν οι μακροπρόθεσμες επιπτώσεις της αποχώρησης των ΗΠΑ από το Αφγανιστάν. Οι βραχυπρόθεσμες επιπτώσεις της χαοτικής εξόδου είναι ιδιαίτερα σημαντικές, ο Μπάιντεν μπορεί να θεωρηθεί ο κατάλληλος Πρόεδρος για να εγκαταλείψει την προσπάθεια οικοδόμησης έθνους σε μία χώρα που διαιρείται από βουνά και φυλές και ενώνεται από την αντίθεσή της στους ξένους.

Η έξοδος από το Αφγανιστάν θα επιτρέψει στον Μπάιντεν να επικεντρωθεί στη μεγάλη στρατηγική του να εξισορροπήσει την άνοδο της Κίνας. Παρ’όλη τη ζημιά που προκλήθηκε στην αμερικανική ήπια ισχύ από τον χαοτικό τρόπο εξόδου από το Αφγανιστάν, η Ασία έχει τη δική της μακροχρόνια ισορροπία δυνάμεων στην οποία χώρες, όπως η Ιαπωνία, η Ινδία και το Βιετνάμ δεν επιθυμούν να κυριαρχούνται από την Κίνα και χαιρετίζουν την αμερικανική παρουσία. Αν σκεφτεί κανείς ότι μέσα σε 20 χρόνια από την τραυματική έξοδο της Αμερικής από το Βιετνάμ, οι ΗΠΑ ήταν ευπρόσδεκτες στη χώρα αυτή αλλά και στην ευρύτερη περιοχή, η συνολική στρατηγική του Μπάιντεν βγάζει όντως κάποιο νόημα.

Ταυτόχρονα, 20 χρόνια μετά την 11η Σεπτεμβρίου, το πρόβλημα της τρομοκρατίας συνεχίζει να υπάρχει και οι τρομοκράτες παίρνουν το θάρρος να δράσουν ξανά. Αν συμβεί αυτό, το καθήκον των ηγετών των ΗΠΑ είναι να αναπτύξουν μία αποτελεσματική αντιτρομοκρατική στρατηγική. Ο πυρήνας της θα πρέπει να είναι το να αποφύγουμε να πέσουμε στην παγίδα των τρομοκρατών, κάνοντας μεγαλύτερο κακό στον εαυτό μας. Οι ηγέτες πρέπει, επίσης, να βρουν τρόπο να διαχειριστούν τα ψυχολογικά σοκ στο εσωτερικό της χώρας τους, αλλά και στο εξωτερικό.

Φανταστείτε πώς θα ήταν ο κόσμος αν ο Μπους είχε αποφύγει τη δελεαστικό σύνθημα του παγκόσμιου πολέμου κατά της τρομοκρατίας και απαντούσε στην 11η Σεπτεμβρίου με προσεκτικά επιλεγμένες στρατιωτικές επιθέσεις σε συνδυασμό με καλή πληροφόρηση και διπλωματία. Ή, εάν είχε εισβάλει στο Αφγανιστάν, φανταστείτε να είχε αποχωρήσει μετά από έξι μήνες, ακόμα κι αν αυτό σήμαινε ότι θα έπρεπε να προβεί σε διαπραγματεύσεις με τους Ταλιμπάν.

Επομένως, αυτό που μένει να δούμε, όταν συμβούν οι επόμενες τρομοκρατικές επιθέσεις, είναι εάν θα μπορούν οι Πρόεδροι να διοχετεύσουν το δημόσιο αίτημα εκδίκησης με ακριβή στόχευση, κατανοώντας την παγίδα που έστησαν οι τρομοκράτες και εστιάζοντας στην ενίσχυση της ανθεκτικότητας των απαντήσεων των ΗΠΑ στις επιθέσεις αυτές. Αυτό είναι κάτι που πρέπει να σκεφτούν οι Αμερικανοί και να υλοποιήσουν οι ηγέτες τους.

Ο Τζόζεφ Νάι (Joseph Nye Jr) είναι Επίτιμος Κοσμήτορας της Σχολής Δημόσιας Διοίκησης John F. Kennedy του Πανεπιστημίου του Χάρβαρντ και συγγραφέας του βιβλίου “Do Morals Matter? Presidents and Foreign Policy from FDR to Trump​ (Oxford University Press, 2020).

Ακολουθήστε τον ot.grστο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, στον ot.gr

Latest News

Πρόσφατα Άρθρα Experts