Χαζεύοντας πριν από μερικές μέρες στο προσωπικό μου αρχείο, ανακάλυψα μια ιστορία που μου είχε αφηγηθεί πριν από 14 χρόνια ο Μίκης Θεοδωράκης.

Ήταν η κατάδυση με βαθυσκάφος που είχε κάνει με τον Γάλλο ωκεανογράφο Ζακ Ιβ Κουστό στο ναυάγιο του Βρετανικού, αδερφού πλοίου του Τιτανικού. Το πλοίο βυθίστηκε στις 21 Νοεμβρίου 1916 και βρίσκεται σε βάθος 120 μέτρων σε απόσταση περίπου 2,5 ναυτικών μιλίων από το λιμάνι το Αγ. Νικολάου στην Τζιά.  Ο Μίκης ήθελε να δει από κοντά το ναυάγιο, όπως μου είχαν περιγράψει τότε δύτες  που είχαν βουτήξει στον Βρετανικό, για να συνθέσει τη μουσική που επρόκειτο να γράψει για το ντοκιμαντέρ του Κουστό. Το ναυάγιο εντοπίστηκε το 1975 με ειδικό ηχοβολιστικό μηχάνημα από τον Κουστό και η εξερεύνησή του έγινε ένα χρόνο αργότερα.

Για τον Μίκη έχουν ειπωθεί όλα. Επιτρέψτε μου όμως, αυτήν, την ιστορία που δημοσιεύτηκε στα « ΝΕΑ», στο φύλλο Σαββατοκύριακο 18-19 Αυγούστου 2007, να τη μοιραστώ μετά από τόσα χρόνια και πάλι μαζί σας.  Διότι όπως μου είχε γράψει και θα διαβάσετε στο κείμενο που ακολουθεί « μου άρεσε πάντα η περιπέτεια…». Βέβαια, κάποια στιγμή, όπως μου περιέγραψε, όταν κατάλαβε πως κάτι δεν πάει καλά με την κατάδυση, είπε στον εαυτό του « Μίκη ως εδώ ήταν τα ψωμιά σου…». Τελικά όλα πήγαν καλά.

Ο τίτλος του κειμένου ήταν « Μια ώρα στο ναυάγιο μαζί με τον Κουστό»

(…) Σε λίγες μέρες μου τηλεφώνησε ο Κουστό και μου έδωσε τη νέα ημερομηνία. Με πήρε πάλι το ελικόπτερο από το Ελληνικό. Το πλοίο αυτή τη φορά είχε αγκυροβολήσει μεταξύ Μακρονήσου και Τζιας, επάνω ακριβώς από τον Βρετανικό (…).

Μας υποδέχτηκε ο Κουστό και οι άλλοι συνεργάτες του, που ήταν όλοι γνωστοί από τα ντοκιμαντέρ που βλέπαμε στην τηλεόραση και είχαν γίνει και φίλοι μου από το προηγούμενο ταξίδι. Ο Κουστό μου είπε ότι θα κάναμε τα πρώτα γυρίσματα με το βαθυσκάφος που θα κατέβαινε στα 105 ή 115 μέτρα, εκεί όπου ήταν ο Βρετανικός. Μου είπε ότι πρόκειται για το «δίδυμο» σκάφος του Τιτανικού, ότι ήταν δηλαδή εντελώς όμοιο.

Το πλοίο αυτό το είχε επιστρατεύσει ο αγγλικός στρατός. Ήταν γεμάτο από τραυματίες όταν οι Γερμανοί το τορπίλισαν στα ανοιχτά της Τζιας, αλλά η βύθιση ευτυχώς έγινε αργά κι έτσι πρόλαβαν να το αδειάσουν χωρίς να υπάρξει κανένας νεκρός. Μετά το πλοίο κάθησε στον βυθό της θάλασσας κι επί τόσα χρόνια δεν το εξερεύνησε κανείς.

«Μου άρεσε η περιπέτεια».

Το βαθυσκάφος ήταν στρογγυλό και πολύ μικρό, χωρούσε μετά βίας δύο ανθρώπους και είχε ένα μεγάλο φινιστρίνι, απ΄ όπου ξαπλωμένος μπορούσε κανείς να βλέπει έξω. Στην αρχή το σήκωνε επάνω ένας γερανός και το έβαζε στη θάλασσα και μετά αυτό «δι΄ ιδίων μέσων» κατέβαινε κάτω. Ο Κουστό που είχε τοποθετήσει κάμερα στο βαθυσκάφος για να φιλμάρει τον Βρετανικό, με ρώτησε αν θα ήθελα να μπω κι εγώ μέσα και να λέω τις εντυπώσεις μου. Ήθελε να βάλει τη φωνή μου στο φιλμ.

Χωρίς να το σκεφτώ καλά, επειδή μου άρεσε πάντα η περιπέτεια, μπήκα και ξάπλωσα στριμωγμένος δίπλα στον πλοηγό. Δεν θυμάμαι καθόλου αν έβαλα «φόρμα» ή όχι, πάντως μόλις μπήκα, το έκλεισαν από πάνω και σε λίγο κατάλαβα ότι μας σηκώνουν. Είδα ότι ήμασταν στον αέρα. Μετά μπήκαμε στη θάλασσα, όπου μας άφησε το βίντσι και κατεβαίναμε πλέον μόνοι μας. Στα πρώτα μέτρα υπήρχε φως που έπειτα έγινε ημίφως και μετά τέλειο σκοτάδι.

Ξαφνικά, καθώς κατεβαίναμε μέσα σε απόλυτο σκοτάδι, είδα μικρούς σπινθήρες γύρω γύρω, σε 100 με 200 μέτρα από μας. Και καθώς αυτή η κατάδυση στο σκοτεινό βάραθρο ήταν εμπειρία πρωτοφανής για μένα και είχα αρχίσει και να πανικοβάλλομαι, συνειδητοποιώντας ότι τελικά έκανα μεγάλη επιπολαιότητα που αποφάσισα να μπω στο βαθυσκάφος, σκέφτηκα ότι πρόκειται για… θαλάσσια τέρατα και μ΄ έπιασε τρόμος.

Βέβαια, στην πραγματικότητα, δεν συνέβαινε τίποτα τέτοιο. Οι άνθρωποι του Κουστό είχαν κατέβει προηγουμένως και είχαν βάλει σύρματα που φωσφόριζαν, ώστε ο πλοηγός του βαθυσκάφους να ξέρει πού θα πάει. Αυτός όμως δεν μου έλεγε τίποτα, δεν μιλούσε καθόλου, κοίταζε το τιμόνι και τις μηχανές και κάποτε άναψε τους προβολείς του. Ήταν πολύ δυνατοί προβολείς και καθώς άναψαν, είδα ένα τεράστιο πλοίο, μαύρο, κατάμαυρο, που ήταν καθισμένο πάνω στην άμμο του βυθού, όρθιο, με αυτά τα φουγάρα τα τόσο γνωστά από τον Τιτανικό.

Υπήρχε διαρροή

Θυμάμαι ότι πάνω στις κουπαστές με το άσπρο σύρμα γύρω γύρω, κάτι μεγάλα ψάρια σαν τεράστιοι ροφοί είχαν πλαγιάσει και κοιμόντουσαν. Πλησιάσαμε και δεν μας έδωσαν καμία σημασία. Καθώς πλησιάσαμε, άρχισα να μιλάω με τον Κουστό, όπως είχαμε συμφωνήσει, του έλεγα ό,τι έβλεπα, καθώς και τις εντυπώσεις μου.

Κάποια στιγμή, ο Κουστό μου είπε ότι θα κατεβαίναμε για λίγο στον βυθό και μετά θα προχωρούσαμε στο εσωτερικό του Βρετανικού και άρχισε να μιλάει με τον πλοηγό. Επειδή γνωρίζω Γαλλικά, κατάλαβα από τον διάλογο μεταξύ τους ότι δεν ήταν καθόλου «αθώο» αυτό που μου είπε. Υπήρχε διαρροή και ο Κουστό έδινε οδηγίες στον πλοηγό τι να κάνει.

Οι προβολείς ήταν αναμμένοι, η άμμος κάτω φαινόταν κάτασπρη, ενώ διάφορα ψάρια κολυμπούσαν δίπλα μας. Κατεβήκαμε αργά και καθήσαμε πάνω στην άμμο του βυθού, ενώ από πάνω μας ορθωνόταν ο μαύρος, τεράστιος όγκος του πλοίου που μου φαινόταν εφιαλτικός.

Είπα στον εαυτό μου: «Μίκη, ως εδώ ήταν τα ψωμιά σου, εδώ θα είναι ο τάφος σου ο αιώνιος, κάτω από τη σκιά αυτού το τέρατος, πάνω σ΄ αυτή την ωραία άμμο με τα άσπρα βοτσαλάκια». Δεν θυμάμαι πόση ώρα πέρασε μέχρι να βρουν από πού προήλθε η βλάβη και να τη διορθώσουν.

Μπήκαμε στο σαλόνι

O Κουστό μας ειδοποίησε ότι μπορούσαμε πια να προχωρήσουμε μέσα στον Βρετανικό. Και πραγματικά προχωρήσαμε προς την πλώρη και αρχίσαμε να μπαίνουμε μέσα. Είδαμε μπροστά μας τη σκάλα που κατέβαινε στο σαλόνι και κατεβήκαμε από το άνοιγμα αυτό. Βρεθήκαμε στο μεγάλο σαλόνι, όμοιο με του Τιτανικού, εκεί όπου έπαιζαν μουσική την ώρα που βυθιζόταν ο Τιτανικός. Εγώ έλεγα τις εντυπώσεις μου, η φωνή μου γραφόταν και συγχρόνως παίρναμε σκηνές από το εσωτερικό του πλοίου. Αυτό κράτησε περίπου μια ώρα…

Κατά την άνοδο ήξερα πια ότι αυτοί οι σπινθήρες δεν ήταν… τέρατα, αλλά σωτήριοι δείκτες και όταν σιγά σιγά άρχισε το φως να αυξάνει και ξαφνικά βρεθήκαμε στην επιφάνεια, μας έδεσαν με την τροχαλία και μας σήκωσαν ψηλά. Χάρηκα που επέζησα από αυτήν την ανοησία που έκανα- να κατεβώ χωρίς προετοιμασία σε τόσα μέτρα βάθος. Ο Κουστό γελούσε. «Φοβηθήκατε;», με ρωτούσε. «Και βέβαια φοβήθηκα, αφού νόμισα ότι εκεί θα ήταν ο τάφος μου. Ήταν, όμως, καταπληκτική εμπειρία για μένα και σας ευχαριστώ πολύ», του απάντησα.

Ακολουθήστε τον ot.grστο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, στον ot.gr

Latest News

Πρόσφατα Άρθρα Plus