Η ραγδαία εξάπλωση των πρακτικών παραπληροφόρησης συνιστά πραγματική απειλή για την Ευρώπη. Υπονομεύει την εμπιστοσύνη στους θεσμούς μας, αποδυναμώνει τις δημοκρατίες μας, ιδίως όσον αφορά τις εκλογικές διαδικασίες, και επιβαρύνει τις οικονομίες μας, ειδικότερα λόγω αποπειρών δυσφήμισης των επιχειρήσεων.

Η παραπληροφόρηση εξαπλώθηκε ραγδαία με την ευρεία διάδοση των μέσων κοινωνικής δικτύωσης, τα οποία όμως δεν μπορούν να θεωρηθούν αποκλειστικά υπεύθυνα για ένα πρόβλημα που προϋπήρχε. Η παραπληροφόρηση αντλεί ρίζες από τη δυσπιστία προς τους θεσμούς και τις επίσημες ομιλίες. Η κρίση COVID-19 που βιώνουμε εδώ και δύο χρόνια αποτελεί τέλειο παράδειγμα των παρεκτροπών της παραπληροφόρησης και των επιπτώσεών της στον τομέα της υγείας.

Ωστόσο, οι ρίζες της παραπληροφόρησης είναι επίσης οικονομικές. Η Αμερικανίδα Frances Haugen αποκάλυψε, τον Σεπτέμβριο του 2021, ότι η εταιρεία του Facebook όχι μόνο δεν καταπολέμησε αυτό το φαινόμενο, αλλά το ενσωμάτωσε μάλιστα στο επιχειρηματικό της μοντέλο. Οι ψευδείς πληροφορίες διαδίδονται έξι φορές ταχύτερα από τις αληθείς, είναι αρεστές σε πιο πολύ κόσμο, κοινοποιούνται περισσότερο σε άλλους χρήστες, προκαλούν αυξημένη δραστηριότητα και προσελκύουν μεγαλύτερη προσοχή. Υπό αυτήν την έννοια, η παραπληροφόρηση εξασφαλίζει περισσότερους «επισκέπτες» και, άρα, προσελκύει μεγαλύτερο ενδιαφέρον και υψηλότερα έσοδα από διαφημίσεις.

Η Ευρωπαϊκή Ένωση, και ιδίως η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, έχουν αντιληφθεί την έκταση του προβλήματος και άρχισαν να επιδιώκουν την αντιμετώπισή του. Αφού προέβη στη δημιουργία μηχανισμού για την καταπολέμηση της παραπληροφόρησης το 2018, η Επιτροπή δημοσίευσε, στις 26 Μαΐου 2021, το έγγραφο καθοδήγησής της για την ενίσχυση του εν λόγω εγχειρήματος. Το συνολικό εγχείρημα αντικατοπτρίζει μια πραγματική συνεκτίμηση του προβλήματος, η οποία όμως αποδεικνύεται εξαιρετικά ανεπαρκής λόγω της ακατάπαυστης διάδοσης αυτού του φαινομένου.

Με τη γνωμοδότηση που παρουσιάστηκε στη σύνοδο ολομέλειας της Ευρωπαϊκής Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής στις 9 Δεκεμβρίου 2021 επιδιώκεται να κληθεί η Ευρωπαϊκή Επιτροπή να προχωρήσει πιο μακριά και πιο γρήγορα, ιδίως όσον αφορά τα ακόλουθα σημεία:

Κατ’ αρχάς, είναι σκόπιμο να μην δίνεται έμφαση στην καταπολέμηση των επιπτώσεων, αλλά να στοχοποιούνται άμεσα τα άτομα και οι οργανώσεις που ευθύνονται για την παραπληροφόρηση. Το ζητούμενο δεν είναι μόνο να περιοριστεί η εξάπλωση της παραπληροφόρησης, αλλά πρωτίστως να αποτραπεί η εμφάνισή της.

Η παραπληροφόρηση είναι πολυδιάστατη, μπορεί να αποτελεί απλώς ζήτημα περιστασιακής ευπιστίας, όπως επίσης μπορεί να υπακούει σε γεωστρατηγικά συμφέροντα αποσταθεροποιητικών εξωευρωπαϊκών δυνάμεων. Παρότι τα χαρακτηριστικά διαφέρουν, οι μέθοδοι ελέγχου είναι παρεμφερείς και χρειάζεται να εξαλειφθεί ο κατακερματισμός των οργάνων που είναι αρμόδια για τους εν λόγω μηχανισμούς, προκειμένου να συνεργάζονται περισσότερο μεταξύ τους.

Κατόπιν, έχει αποδειχθεί ότι η συντριπτική πλειονότητα των συστημάτων επαλήθευσης και ελέγχου πληροφοριών χρησιμοποιεί την αγγλική γλώσσα. Όμως, η Ευρωπαϊκή Ένωση έχει 24 επίσημες γλώσσες και ορισμένες χώρες, ιδίως εκείνες που βρίσκονται στα ανατολικά, είναι ιδιαίτερα ευάλωτες. Μια αναπροσαρμογή κρίνεται απολύτως απαραίτητη.

Ομοίως, αν και είναι προφανές ότι πρόκειται κυρίως για τις μεγάλες πλατφόρμες (Facebook, Twitter, YouTube κ.λπ.), η διασπορά ψευδών ειδήσεων ξεκινά συχνά από λιγότερο γνωστές πλατφόρμες στις οποίες θα πρέπει να επιδειχθεί μεγαλύτερη προσοχή, με πρώτιστο μέλημα την αποτροπή της περαιτέρω διάδοσης των ψευδών ειδήσεων.

Καίριας σημασίας ζήτημα για την καταπολέμηση της παραπληροφόρησης είναι η αποτροπή της χρηματικής της αποτίμησης. Σύμφωνα με εκτιμήσεις, κάθε χρόνο σπαταλώνται 400 εκατομμύρια ευρώ για καταιγισμό διαφημίσεων σε ιστοτόπους παραπληροφόρησης. Η εξάλειψη του οικονομικού οφέλους της παραπληροφόρησης, μέσω ενισχυμένου ελέγχου του διαφημιστικού περιεχομένου, αναμένεται να περιορίσει σημαντικά το ενδιαφέρον που παρουσιάζει η παραπληροφόρηση.

Όμως η παραπληροφόρηση δεν περιορίζεται μόνο στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης. Τα παραδοσιακά μέσα ενημέρωσης φέρουν επίσης τεράστια ευθύνη. Οι πολιτικές συστηματικής πρόσκλησης ψευτοειδικών στα τηλεοπτικά κανάλια, ιδίως στα ειδησεογραφικά κανάλια συνεχούς ενημέρωσης, με σκοπό να δοθεί μια επιστημονική επίφαση στα εξεταζόμενα θέματα, δεν βοηθούν στην αποτελεσματική αντιμετώπιση της παραπληροφόρησης.

Επομένως, για να μπορέσει η Ευρώπη να αντιδράσει χρειάζεται μια σφαιρική και αποφασιστική πολιτική αντεπίθεσης, με τη συμμετοχή όσο το δυνατόν περισσότερων ενδιαφερομένων μερών.

Ωστόσο, στην πράξη, η μάχη δεν μπορεί να κερδηθεί παρά μόνο με τη συμμετοχή όλων μας.

Ουσιαστικά, το πρόβλημα έγκειται στη στάση που τηρούμε απέναντι στην πληροφόρηση και η επίτευξη βελτίωσης είναι αδύνατη χωρίς βαθιά ατομική και συλλογική αμφισβήτηση.

* Ο Thierry Libaert, εισηγητής της γνωμοδότησης της Ευρωπαϊκής Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής με θέμα το Έγγραφο καθοδήγησης της Ευρωπαϊκής Επιτροπής σχετικά με την ενίσχυση του ευρωπαϊκού κώδικα δεοντολογίας για την παραπληροφόρηση, είναι επιστημονικός συνεργάτης στο Καθολικό Πανεπιστήμιο του Λέβεν στο Βέλγιο.

Ακολουθήστε τον ot.grστο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, στον ot.gr

Latest News

Πρόσφατα Άρθρα Academia