Σπεύδουν να καθησυχάσουν τις αγορές οι αξιωματούχοι της Ευρωζώνης, μετά από την έκτακτη σύσκεψη της ΕΚΤ για την αντιμετώπιση της αύξησης των spread που ξύπνησε φόβους για μια νέα κρίση χρέους στην Ευρώπη.
Είχε προηγηθεί η ΕΚΤ υπό την ηγεσία της Κριστίν Λαγκαρντ που ενώ φάνηκε αρχικά ότι άλλαζε πορεία βάζοντας τον πληθωρισμό στο στόχαστρο, προαναγγέλλοντας αυξήσεις επιτοκίων και τερματισμό ουσιαστικά του προγράμματος «ποσοτικής χαλάρωσης», μετά την αναστάτωση στις αγορές ευρωπαϊκών ομολόγων έσπευσε να ανακοινώσει ότι η ΕΚΤ θα διατηρήσει «εργαλεία» επαναγοράς ομολόγων, ώστε να εξομαλύνει την αγορά των ευρωπαϊκών ομολόγων και να αποφεύγει το ενδεχόμενο νέας εκτίναξης των spread.
Είναι πολύ καλύτερα προετοιμασμένη η Ευρωζώνη έσπευσε να διαβεβαιώσει ο Πασκάλ Ντόνοχιου, που είναι ο επικεφαλής του Eurogroup, υποστηρίζοντας ότι οι συνθήκες είναι διαφορετικές και ότι η ευρωζώνη είναι πολύ πιο ανθεκτική σε σχέση με την προηγούμενη κρίση χρέους στην Ευρώπη.
Αλλά ακόμη και ο Γερμανός Υπουργός Οικονομικών Κρίστιαν Λίντνερ έσπευσε ουσιαστικά να χαρακτηρίσει υπερβολική την αντίδραση της ΕΚΤ υποστηρίζοντας ότι δεν βλέπει ιδιαίτερους κινδύνους στην τρέχουσα συγκυρία για την Ευρωζώνη και ότι δεν θεωρεί ότι υπάρχει λόγος ανησυχίας για τον κατακερματισμό της ευρωζώνης, μέσα από μεγάλες αποκλίσεις ως προς τα επιτόκια των κρατικών ομολόγων.
Σε αντίστοιχο τόνο και η Σίγκριτ Κάαχ, η Ολλανδή υπουργός Οικονομικών, επέμεινε ότι χρειάζεται να προβληθεί η μια εικόνα αυτοπεποίθησης και ηρεμίας και ότι δεν χρειάζονται πρόωρες εκφράσεις ανησυχίας.
Μπορούν να συγκρατήσουν τα επιτόκια τον πληθωρισμό;
Όλα αυτά αφετηρία έχουν την εκτίναξη του πληθωρισμού και τον υπαρκτό κίνδυνο ο συνδυασμός ανάμεσα στον πληθωρισμό και την επιβράδυνση των ρυθμών ανάπτυξης να οδηγήσουν σε μια συνθήκη στασιμοπληθωρισμού.
Προς το παρόν οι κυβερνήσεις δείχνουν να υιοθετούν την εκτίμηση ότι ο πληθωρισμός μπορεί να ελεγχθεί μέσα από τη νομισματική πολιτική, δηλαδή την πολιτική επιτοκίων. Αυτή η τοποθέτηση έχει την αφετηρία της στην μονεταριστική θεωρία που θεωρεί ότι ο πληθωρισμός κατά βάση είναι αποτέλεσμα της αύξησης της νομισματικής κυκλοφορίας. Και αυτό παρότι είναι μια θεωρία που δύσκολα μπορεί να σταθεί απέναντι στην ίδια την εμπειρία που δείχνει ότι για μεγάλες χρονικές περιόδους δεν παρατηρείται αυτή η συσχέτιση ανάμεσα στην νομισματική πολιτική και τον πληθωρισμό. Δηλαδή, παρατηρούνται μεγάλες περίοδοι όπου η αύξηση της προσφοράς χρήματος δεν συνεπάγεται και αύξηση του πληθωρισμού και το αντίστροφο.
Βεβαίως, υπάρχει και άλλη βασική ερμηνεία για τον πληθωρισμό που κατά βάση θεωρεί ότι είναι αποτέλεσμα μιας υπερβάλλουσας ζήτησης, είτε εξαιτίας της μεγάλης αύξησης της δημόσιας δαπάνης, είτε εξαιτίας της αύξησης των μισθών. Είναι η θεωρία ότι κατά βάση η απάντηση στον πληθωρισμό είναι μια πολιτική λιτότητας και αύξησης της ανεργίας. Ωστόσο και αυτή η θεωρεία προσκρούει πάνω στο γεγονός ότι ειδικά στην περίοδο που διανύουμε δεν υπάρχει κάποια τόσο μεγάλη αύξηση των πραγματικών μισθών που θα αποτελούσε την βασική παράμετρο αύξησης των τιμών.
Πιο κοντά στην πραγματικότητα είναι να πούμε ότι ο πληθωρισμός σήμερα αποτυπώνει μια σειρά από σοβαρά προβλήματα στην πλευρά της προσφοράς: τα συνεχιζόμενα προβλήματα στις εφοδιαστικές αλυσίδες, την αύξηση των τιμών πρώτων υλών εξαιτίας γεωπολιτικών αναταράξεων και βέβαια το γεγονός ότι οι επιχειρήσεις σε αυτή τη βάση αντί για τομές στην παραγωγικότητα προκρίνουν αυξήσεις των τιμών για να διατηρήσουν τα περιθώρια κέρδους.
Βεβαίως θα μπορούσε να υποστηρίξει κανείς ότι μια αύξηση των επιτοκίων των κεντρικών τραπεζών, θα σήμαινε και μια αύξηση των τραπεζικών επιτοκίων, που με τη σειρά τους θα περιόριζαν την κατανάλωση και άρα θα συγκρατούσαν την αύξηση των τιμών, την ώρα που οι επιχειρήσεις αντιμέτωπες με ακριβότερο κόστος δανεισμού θα δέχονταν μια πίεση να αναδιαρθρωθούν και να γίνουν πιο παραγωγικές. Μόνο που συνήθως ο μηχανισμός αυτός συγκεφαλαιώνεται σε μια υφεσιακή δυναμική και σε αύξηση της ανεργίας.
Οι επιπτώσεις των υψηλότερων επιτοκίων
Μια αύξηση των επιτοκίων δεν σημαίνει απλώς ότι «ψύχεται» κάπως η οικονομία. Πιο σωστά τα στοιχεία που αποτρέπουν την «υπερθέρμανση» έχουν με τη σειρά τους ουκ ολίγες επιπτώσεις.
Καταρχάς, μια αύξηση των επιτοκίων, σημαίνει ότι γίνονται ολοένα και ελκυστικότερες οι τοποθετήσεις που εξαρτώνται από αυτά, όπως είναι τα κρατικά ομόλογα. Μόνο που αυτό συνήθως σημαίνει ότι κεφάλαια μετακινούνται από τα χρηματιστήρια, με αποτέλεσμα την υποχώρηση των τιμών των μετοχών, κάτι που ως τάση ήδη καταγράφεται έντονα στις ΗΠΑ. Όμως μια καθοδική πορεία των μετοχών ενέχει μεσοπρόθεσμα διάφορα προβλήματα για τις επιχειρήσεις που στηρίζονται στο χρηματιστήριο ως για την άντληση κεφαλαίων.
Έπειτα, μια αύξηση των επιτοκίων των κεντρικών τραπεζών, σημαίνει μια συνολική αύξηση του κόστους δανεισμού, τόσο των επιχειρήσεων όσο και των νοικοκυριών, συμπαρασύροντας και τα επιτόκια των στεγαστικών δανείων και το κόστος εξυπηρέτησής τους, κάτι που αποτελεί λόγο ανησυχίας, καθώς μια κρίση της στεγαστικής πίστης πάντα παραπέμπει και σε μια συνολικότερη κρίση γύρω από το ζήτημα της στέγασης.
Και βέβαια όταν ανεβαίνουν τα επιτόκια των κεντρικών τραπεζών αυτό σημαίνει ότι θα υπάρξει και αύξηση του κόστους δανεισμού και των κρατών. Αυτό αφορά ιδιαίτερα τις αναδυόμενες αγορές και τις αναπτυσσόμενες οικονομίες για τις οποίες το κόστος μπορεί να είναι μεγάλο αλλά και συνολικά οικονομίες με ιδιαίτερα προβλήματα χρέους, γιατί αυξάνει το κόστος αναχρηματοδότησης του μεγάλου χρέους που έχουν χώρες όπως π.χ. η Ιταλία. Και όσο καθησυχαστικές και εάν είναι κυβερνήσεις και νομισματικές αρχές, όταν μιλάμε για τα ύψη χρέους στον ευρωπαϊκό Νότο, δύσκολα μπορεί κανείς να αποκλείσει απόλυτα και το ενδεχόμενο μιας κρίσης χρέους.