Υπάρχει ένα ενδιαφέρον δημοσκοπικό εύρημα. Στο ερώτημα τι κυβέρνηση επιθυμούν οι πολίτες να προκύψει μετά τις εκλογές, το 28,3% των ερωτώμενων απαντά «αυτοδύναμη ΝΔ» και το 11,4% «κυβέρνηση ΝΔ-ΠΑΣΟΚ». Αθροισμα 39%.

Αντιστοίχως το 13,1 επιθυμεί «αυτοδύναμο ΣΥΡΙΖΑ» και το 11,8% «κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΠΑΣΟΚ». Αθροισμα 24,9%.

Μια πολύ σημαντική διαφορά 14,1 μονάδων.

Διαβάστε επίσης: Τελικά ήταν «ολίγον παρακράτος»

Στο ερώτημα όμως τι κυβέρνηση πιστεύουν ότι θα προκύψει τελικά μετά τις εκλογές το 23,8% προβλέπει «αυτοδύναμη ΝΔ» και το 30,4% «κυβέρνηση ΝΔ-ΠΑΣΟΚ». Αθροισμα 54,2%.

Αντιστοίχως το 7% προβλέπει «αυτοδύναμο ΣΥΡΙΖΑ» και το 9,6% «κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΠΑΣΟΚ». Αθροισμα 16,6%.

Η διαφορά πλέον φτάνει στις 37,6 μονάδες (Marc, 28/6).

Μια χαοτική διαφορά.

Το λιγότερο που μπορεί να συμπεράνει κανείς είναι πως η μεγάλη πλειοψηφία φαίνεται να προεξοφλεί μια νέα διακυβέρνηση της ΝΔ, είτε αυτοδύναμη είτε σε σύμπραξη με το ΠΑΣΟΚ.

Διαβάστε επίσης: Εχει αφήγημα το ΠΑΣΟΚ;

Αντιθέτως, καμία πλειοψηφία δεν δείχνει να επιθυμεί ούτε να προβλέπει κάποιας μορφής «προοδευτική διακυβέρνηση». Ενδεχομένως το τραύμα της «πρώτης φοράς Αριστερά» δεν έχει αρχίσει ούτε καν να επουλώνεται.

Φυσικά όλα μπορεί να ανατραπούν έως τις εκλογές. Αλλά θα είναι μάλλον δύσκολο να μεταβληθούν ριζικά τους προσεχείς λίγους μήνες συσχετισμοί που έχουν παραμείνει αμετάβλητοι από το 2016.

Το βέβαιο είναι ότι στις σημερινές συνθήκες δεν φαίνεται να εκφράζεται πλειοψηφικά ούτε επιθυμία ούτε αναμονή πολιτικής αλλαγής.

Καθόλου αυτονόητο, αν μου επιτρέπετε. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι θα είναι ενδιαφέρον να το ερευνήσουμε κάποτε, κατά προτίμηση αφού μάθουμε και το εκλογικό αποτέλεσμα.

Αλλά με τα σημερινά δεδομένα ποτέ άλλοτε τα τελευταία τριάντα χρόνια δεν είχαμε εν ενεργεία κυβέρνηση να προσέρχεται στις κάλπες τόσο ισχυρή και αντιπολίτευση τόσο αδύναμη.

Ο καθένας μπορεί φυσικά να συνεισφέρει και την ερμηνεία και την εκτίμησή του. Tα δεδομένα όμως είναι αυτά που είναι.

Κι ενδεχομένως αντικατοπτρίζουν κάτι που ο πολίτης μπορεί να προσλάβει και στην καθημερινότητά του.

Πως ανεξαρτήτως της γνώμης που έχει ο καθένας για την ποιότητα ή την αποτελεσματικότητα της διακυβέρνησης Μητσοτάκη, όχι μόνο δεν καταγράφεται ένα ρεύμα απόρριψης ή ανατροπής της αλλά ούτε κυκλοφορεί κάποια ελκυστική εναλλακτική λύση.

Ισως αυτά πάνε μαζί. Αλλωστε οι κυβερνήσεις δεν πέφτουν στο Τwitter, ούτε από ακτιβιστές του πληκτρολογίου κι αγωνιστές της μπασαβιόλας.

Τρία χρόνια μετά τις εκλογές του 2019, το πολιτικό σύστημα παραμένει «σύστημα ενάμισι κόμματος» με ό,τι αυτό συνεπάγεται στις εκλογικές επιλογές. Θετικό ή αρνητικό.

Διαβάστε επίσης: Δρόμος χωρίς επιστροφή

Το ένα σκέλος απάντησης αφορά προφανώς την ανθεκτικότητα της κυβέρνησης του «ενός κόμματος». Ακόμη κι όταν η κυριαρχία της αναδίδει στοιχεία προχειρότητας ή χαρακτηριστικά αυταρέσκειας.

Το άλλο έχει να κάνει με την παρατεταμένη αδυναμία της αντιπολίτευσης του «μισού κόμματος». Αρκετές φορές δείχνει σαν να παίζει σε χαμηλότερη κατηγορία και κυρίως να μην το συνειδητοποιεί.

Δεν θα μπω τώρα στην άχαρη κι αδιέξοδη συζήτηση αν η κότα έκανε το αβγό ή το αβγό την κότα. Αλλά είναι προφανές ότι στη συγκεκριμένη περίπτωση έχουμε συνέργεια και αβγού και κότας.

Αν μπορούσα να μιλήσω με όρους πολιτικής αγοράς θα έλεγα ότι η κυβέρνηση και ο Πρωθυπουργός εξακολουθούν να πουλάνε την πραμάτεια τους ενώ η αντιπολίτευση δεν έχει κατορθώσει να αποτελέσει θελκτικό προϊόν, ενδεχομένως ούτε καν προϊόν.

Αλλά δεν θα μείνω εκεί. Υποψιάζομαι ότι αυτού του τύπου το πολιτικό σύστημα έχει αποκτήσει μονιμότερα χαρακτηριστικά κι εξελίσσεται σε δομική παράμετρο της ελληνικής πολιτικής.

Με άλλα λόγια, τίποτα έως τώρα δεν προμηνύει την επιστροφή σε κάποιας μορφής ισχυρό δικομματισμό σαν εκείνον που γνωρίσαμε την περίοδο 1981 – 2012, όταν δύο κυρίαρχα κόμματα άθροιζαν ποσοστά πάνω από 80%.

Ο δικομματισμός μάλιστα δεν φαίνεται με τη βοήθεια της απλής αναλογικής να αντικαθίσταται ούτε καν από έναν «διπολισμό» όπως ήλπιζαν ή προεξοφλούσαν ορισμένοι.

Υπό αυτήν την έννοια, η πολιτική αναδιάταξη που θα έφερνε η απλή αναλογική αποδεικνύεται άλλη μια αυταπάτη των κυβερνήσεων ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ. Μια απλή κι ανώφελη μπαγαποντιά που απλώς θα περιπλέξει την εκλογική διαδικασία.

Λογικό. Οι πολιτικές δυνάμεις είναι εκείνες που διαμορφώνουν τους εκλογικούς συσχετισμούς κι όχι το αντίστροφο. Δεν ξέρω ποιος πίστεψε το αντίθετο.

Ακόμη περισσότερο που μία οκταετία συμμαχικών κυβερνήσεων (2011 – 2019) μάλλον δεν έχει εγγραφεί θετικά στο συλλογικό υποσυνείδητο του εκλογικού σώματος. Δικαιολογημένα ή αδικαιολόγητα, δεν είναι η στιγμή να το εξετάσουμε.

Το πολιτικό σύστημα λοιπόν εμφανίζεται σήμερα σαφώς πιο διασπασμένο από τις πρώτες δεκαετίες της Μεταπολίτευσης, αν και λιγότερο κατακερματισμένο από ό,τι στις περισσότερες ευρωπαϊκές δημοκρατίες – με τελευταίο το παράδειγμα της Γαλλίας.

Διαβάστε επίσης: Το βάρος του 2015

Ενας κατακερματισμός που εκ των πραγμάτων δίνει προβάδισμα στην παράταξη που διατηρήθηκε τελικά πιο συμπαγής. Στην προκειμένη περίπτωση, στην Κεντροδεξιά. Δηλαδή, στο «ένα κόμμα».

Σε τέτοιες συνθήκες η επαγγελία μιας ασαφούς διακυβέρνησης, αδιευκρίνιστης σύνθεσης, με ιδεολογικά και (κατά κανόνα) παλιομοδίτικα χαρακτηριστικά θυμίζει περισσότερο προεκλογική εξαγγελία περιδίνησης. Κάτι σαν salto mortale.

Στις εκλογές του 1983, ο βουλευτής των Εργατικών Τζέραλντ Κάουφμαν είχε χαρακτηρίσει το σοσιαλιστικών τάσεων εκλογικό μανιφέστο που είχε παρουσιάσει το κόμμα του απέναντι στη Μάργκαρετ Θάτσερ ως «το μακροσκελέστερο σημείωμα αυτοκτονίας στην Ιστορία».

Οι ψηφοφόροι συμφώνησαν μαζί του.

Το ερώτημα στο οποίο δεν έχω απάντηση είναι αν ζούμε ένα νέο πολιτικό σύστημα, με νέα δεδομένα, έστω και με παλιά υλικά, ή απλώς μια μεταβατική κατάσταση που κάποια στιγμή θα πάρει μια τελική μορφή.

Και δεν έχω απάντηση διότι στην πολιτική η μεταβατική κατάσταση αποδεικνύεται από την ολοκλήρωση της μετάβασης κι αυτή τη μαθαίνεις στο τέλος.

Ακολουθήστε τον ot.grστο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, στον ot.gr

Latest News

Πρόσφατα Άρθρα Opinion