Σε αυτή την κρίση, όπως και σε εκείνες που έχουν προηγηθεί, οι Ευρωπαίοι και οι εταίροι τους έστρεψαν αταβιστικά το βλέμμα τους προς το Βερολίνο και την καγκελαρία της Γερμανίας. Από εκεί, άλλωστε, ανέμεναν απαντήσεις – ή, έστω, να καταλάβουν προς τα πού θα πάνε τα πράγματα όσον αφορά στην ΕΕ και την ευρωζώνη.
Αυτή τη φορά, όμως, το μόνο που κατάφεραν ήταν να μπλεχτούν ακόμη περισσότερο. Πολύ απλά, επειδή η ίδια η χώρα είναι βυθισμένη στη δική της υπαρξιακή κρίση και έχει χάσει την πυξίδα της, καθώς για πρώτη φορά διαπιστώνει ότι δεν είναι σε θέση να ελέγξει τις εξελίξεις. Κι αυτό, όπως είναι φυσικό, δεν συνέβη τυχαία ούτε ξαφνικά.
Η ήττα της Γερμανίας στον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο και η συντριβή της στον Δεύτερο έσβησε μια για πάντα το «όραμα» που ήθελε τη χώρα να επιβάλλει την κυριαρχία της – στην Ευρώπη πρώτα από όλα – δια της στρατιωτικής βίας. Η γερμανική ελίτ, λοιπόν, αναγκάστηκε να επινοήσει ένα διαφορετικό δόγμα: Να ηγεμονεύσει δια μέσου της οικονομικής ισχύος και βίας.
«Wandel durch Handel»
Το παραπάνω δόγμα το εφάρμοσε πιστά στις δεκαετίες που ακολούθησαν, με την ανοχή και τη συνδρομή των πρώην εχθρών και μετέπειτα συμμάχων της, οι οποίοι φοβήθηκαν μήπως επαναλάβουν το λάθος της Συνθήκης των Βερσαλλιών. Μετά δε την πτώση του Τείχους του Βερολίνου και την επανένωση των δύο Γερμανιών, της Ομοσπονδιακής (Δυτικής) και της Λαϊκής (Ανατολικής) Δημοκρατίας της Γερμανίας, ουδείς αμφέβαλε πλέον ότι η υπερδύναμη είχε ξαναγεννηθεί στην Ευρώπη.
Η προσήλωσή της στην απόκτηση ολοένα μεγαλύτερης οικονομικής ισχύος και η πίστη ότι με αυτήν ως όπλο όλα μπορούσαν να γίνουν σφράγισε την πολιτική του συνόλου σχεδόν των γερμανικών κυβερνήσεων – Χριστιανοδημοκρατών, Σοσιαλδημοκρατών και συνασπισμού. Αυτό αποτυπώνεται, άλλωστε, στην περίφημη φράση «Wandel durch Handel» (αλλαγή μέσω εμπορίου), η οποία συμπύκνωνε τη θεωρία πως όλα είναι δυνατά όταν υπάρχουν λεφτά και συναλλαγές. Ακόμη και οι καλές και αγαστές σχέσεις με τη Ρωσία του Βλαντιμίρ Πούτιν και την Κίνα του Σι Τζινπίνγκ.
Με απλά λόγια: Η Γερμανία δεν έκανε καν τον κόπο, στις πιο πολλές περιπτώσεις, να ασχοληθεί με τις αιτίες που γεννούν τα προβλήματα και τις κρίσεις, θεωρώντας πως με τα λεφτά της και τη συνδρομή των εταίρων της θα μπορούσε να αντιμετωπίσει όλες τις συνέπειες. Σε αντίθεση δε με τις ΗΠΑ, αλλά και τη Ρωσία και την Κίνα, απέφευγε τα μακροπρόθεσμα και φιλόδοξα (γεω)πολιτικά σχέδια, γνωρίζοντας πιθανότατα ότι δεν διέθετε την ισχύ να τα επιβάλει.
Τα πεπραγμένα των τελευταίων δεκαπέντε σχεδόν χρόνων, που σφραγίστηκαν από αλλεπάλληλες κρίσεις για την Ευρώπη, μαρτυρούν του λόγου το αληθές, καθώς το Βερολίνο και η Ανγκελα Μέρκελ εφάρμοσαν απαρέγκλιτα το δόγμα «οικονομία Über Alles».
Ευρώ, προσφυγικό, Covid…
Στη χρηματοπιστωτική κρίση, για παράδειγμα, η Γερμανία και οι σύμμαχοί της σήκωσαν απειλητικά τον πέλεκυ του οικονομικού στραγγαλισμού προς τους «απείθαρχους» και επέβαλαν βιαίως (μέσω άγριας λιτότητας και ελεγχόμενης χρεοκοπίας) τις επιλογές τους. Στη συνέχεια, στην προσφυγική κρίση, η απάντηση που επέλεξαν τελικώς να δώσουν ήταν να αγοράσουν τις υπηρεσίες της Τουρκίας – όπως και άλλων χωρών, κυρίως αφρικανικών – με σκοπό οι «ανεπιθύμητοι» να μείνουν μακριά από την Ευρώπη.
Στην κρίση της Covid-19, αν και τα πράγματα αποδείχθηκαν πιο δύσκολα από ό,τι αναμενόταν, το Βερολίνο κατάφερε και πάλι να κρατήσει όρθια τη γερμανική οικονομία και να κλείσει τα στόματα των εταίρων που διαμαρτύρονταν δίνοντας το «πράσινο φως» για το Ταμείο Ανάκαμψης. Κι αυτό παρά το γεγονός ότι τους πρώτους μήνες «έθαψε» βαθιά τα περί ευρωπαϊκής αλληλεγγύης, φροντίζοντας να έχει προνομιακή πρόσβαση στο αναγκαίο υγειονομικό υλικό και, αργότερα, στα εμβόλια.
Ο πόλεμος τα άλλαξε όλα
Η επόμενη πράξη έμελλε να γραφτεί με την εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία και τον πόλεμο που ξέσπασε, επαναφέροντας στην καθημερινότητα των Γερμανών και των Ευρωπαίων σκηνές από άλλες εποχές, που ήλπιζαν και πίστευαν ότι δεν πρόκειται ποτέ να επαναληφθούν. Μόνο που σε αυτή την περίπτωση – όπως συνήθως συμβαίνει με τους πολέμους – τα δεδομένα άλλαξαν, ενώ το δόγμα των Γερμανών και οι αυταπάτες που το συνόδευαν κατέρρευσαν σαν χάρτινος πύργος.
Αίφνης, το Βερολίνο διαπίστωσε ότι δεν ήταν σε θέση να «αγοράσει» την ειρήνη στην Ευρώπη. Κατάλαβε ότι στο ΝΑΤΟ, που απέκτησε το πάνω χέρι εκτοπίζοντας την ΕΕ, άλλος ήταν το αφεντικό. Συνειδητοποίησε ότι η Μόσχα και ο Πούτιν έχουν τρόπους να επιφέρουν καίριο οικονομικό πλήγμα στη Γερμανία, μέσω της ενέργειας – εκμεταλλευόμενοι την μεγάλη εξάρτηση από τη Ρωσία, η οποία οικοδομήθηκε πάνω στις προηγούμενες βεβαιότητες και το δόγμα της οικονομικής ισχύος.
Κάπως έτσι, ο κόσμος που είχαν επί δεκαετίες χτίσει οι Γερμανοί μοιάζει να απειλείται με κατάρρευση. Πολύ περισσότερο καθώς έχουν την ατυχία στην πιο κρίσιμη στιγμή να βρίσκεται στο τιμόνι της χώρας ένας τουλάχιστον μέτριος πολιτικός, που είναι εγκλωβισμένος στις δικές του ανεπάρκειες και τις λεπτές ισορροπίες του συνασπισμού του.
Μετά και από αυτή την κρίση, όποτε και όπως και αν τελειώσει, ένα είναι βέβαιο: «Γερμανική Ευρώπη» δεν πρόκειται να υπάρξει – και η ΕΕ που γνωρίσαμε έχει τελειώσει οριστικά και αμετάκλητα, μαζί με την υπερδύναμή της.