Η συνταξιοδότηση της πρώτης μεταπολεμικής γενιάς των περίφημων baby boomers (μιλάμε για τους γεννηθέντες και τις γεννηθείσες από το 1946 έως το 1964) γεννά ενδιαφέρουσες ιδέες για την αντιμετώπιση της στεγαστικής κρίσης που σοβεί στις ΗΠΑ, στην Ευρώπη, στη Δύση εν γένει, αλλά και στην Κίνα και σε χώρες της Ανατολής.
Μια απ’ αυτές τις ιδέες, την οποία αναλύουν οι «New York Times», συνίσταται στην αξιοποίηση των δωματίων που περισσεύουν στα μεγάλα σπίτια των ευκατάστατων baby boomers μετά την ενηλικίωση των παιδιών τους και την εγκατάλειψη της οικογενειακής στέγης.
«Εκατομμύρια σπίτια ανθρώπων που ζουν μόνοι έχουν χώρους που ουδείς χρησιμοποιεί. Αν τα κενά δωμάτια και οι ξενώνες φιλοξενήσουν νέους που αδυνατούν να βρουν σπίτι για να νοικιάσουν, το οξύ πρόβλημα της ανύπαρκτης ή της πανάκριβης στέγης θα αμβλυνθεί. Ο διαχωρισμός μεγάλων οικιών σε μικρότερες με σκοπό την ενοικίασή τους ή η ενοικίαση δωματίων και ξενώνων και η συγκατοίκηση, επί πληρωμή φυσικά, δίνουν μια λύση», γράφει χαρακτηριστικά ο οικονομικός συντάκτης της νεοϋορκέζικης εφημερίδας Κόνορ Ντάφερτι.
Εξυπακούεται ότι η ιδέα βοηθά να αμβλυνθεί όχι μόνο το πρόβλημα της στέγασης, αλλά και το εξίσου σοβαρό πρόβλημα της μοναξιάς ιδιαίτερα των ανθρώπων που ζουν σε μεγάλες πόλεις, δεδομένου ότι πολλοί baby boomers περνούν τα τελευταία χρόνια της ζωής τους μόνοι λόγω χηρείας ή διαζυγίου. Επιπλέον, οι συνταξιούχοι έχουν τη δυνατότητα να αυξήσουν έτσι το εισόδημά τους.
Ένα στα τέσσερα
Στο ρεπορτάζ του ο Ντάφερτι αναφέρει το παράδειγμα του ηλικίας 66 ετών συνταξιούχου κατασκευαστή Μόντι Άντερσον, ο οποιος διαμόρφωσε το «σπίτι τύπου ράντσο» των 223 τετραγωνικών μέτρων κοντά στο Ντάλας του Τέξας, όπου έμενε με την οικογένειά του, σε τέσσερις μικρότερα ανεξάρτητα διαμερίσματα και έχει πλέον τέσσερις συγκατοίκους.
Τα διαμερίσματα έχουν ανεξάρτητη εξωτερική είσοδο, αλλά συνδέονται και μεταξύ τους με πόρτες κλειδωμένες και κρυφές (καλύπτονται από ντουλάπια κουζίνας, ας πούμε) διότι έχουν σχεδιαστεί έτσι για να μην χρησιμοποιούνται, γράφουν οι ΝΥΤ.
Ο κύριος λόγος ύπαρξής τους, όπως εξηγεί ο ιδιοκτήτης, είναι να ισχυρίζεται ότι ζει σε μονοκατοικία, σύμφωνα με τους τοπικούς χωροταξικούς νόμους. «Πρόκειται για μια προαστιακή ανακαίνιση», εξήγησε ο Μόντι Άντερσον στην εφημερίδα.
Τέσσερα έως οκτώ
Οι οικονομολόγοι εκτιμούν ότι οι ΗΠΑ χρειάζονται από τέσσερα έως και οκτώ εκατομμύρια επιπλέον κατοικιών για να στεγάσουν τους Αμερικανούς – εντάξει, ο Τραμπ σχεδιάζει να απελάσει αρκετούς αλλά όχι τόσους πολλούς. Οι στεγαστικές ανάγκες είναι επείγουσες και για να καλυφθούν με την ανέγερση νέων κατοικιών θα χρειαστεί να περάσουν δεκαετίες ολόκληρες.
Πού οφείλεται όμως η ακρίβεια; «Χρειάζονται χρήματα για να αγοράσει κανείς γη και χρόνος για να εξασφαλίσει άδειες δόμησης, ενώ το κόστος κατασκευής έχει εκτοξευθεί. Γι’ αυτό τα περισσότερα νέα σπίτια τείνουν να είναι πολυτελή και να ενοικιάζονται ακριβότερα, σε τιμές που δεν μπορεί να αντέξει οικονομικά ένα άτομο με χαμηλό ή μεσαίο εισόδημα», εξηγεί η εφημερίδα. Προσθέτοντας ότι τα μικρότερα σπίτια που προκύπτουν από τους διαχωρισμούς μεγάλων κατοικιών ενοικιάζονται σε πιο προσιτές τιμές.
Ως άνθρωπος της οικοδομής και επιπλέον έχοντας αποκτήσει ιδία πείρα, ο Μόντι Άντερσον θεωρεί ότι η Αμερική βρίσκεται ενώπιον μιας μεγάλης και υποτιμημένης – καθότι αναξιοποίητης – αγοράς, με περίπου 145 εκατ. ήδη υπάρχοντα σπίτια.
Περίπου τα δύο τρίτα του αμερικανικού οικιστικού αποθέματος αποτελούνται από μονοκατοικίες. Πολυκατοικίες ουσιαστικά απαγορεύονται να ανεγερθούν σε εκτάσεις μεγάλων μητροπολιτικών περιοχών, όπου η γη έχει χωροθετηθεί για γειτονιές χαμηλής πυκνότητας. «Ο Άντερσον προσπαθεί να δώσει λύσεις μετατρέποντας τις μονοκατοικίες έτσι ώστε να μπορούν να στεγάσουν μια νέα, πολυοικογενειακή ζωή», κατά τους ΝΥΤ.
Εξάλλου όταν χτίστηκε το σπίτι του Μόντι Άντερσον, τη δεκαετία του 1970, οι Αμερικανίδες μητέρες είχαν κατά μέσο όρο περισσότερα από τρία παιδιά, σύμφωνα με το Χρειάζονται χρήματα για να αγοράσει κανείς γη, χρόνος για να εξασφαλίσει άδειες.
Εν τω μεταξύ, το κόστος κατασκευής έχει εκτοξευθεί. Γι’ αυτό τα περισσότερα νέα σπίτια τείνουν να είναι πολυτελή ενοικιαζόμενα ή ακριβότερα, αντί για κάτι που μπορεί να αντέξει οικονομικά ένα άτομο με μεσαίο ή χαμηλότερο εισόδημα. Αυτές οι μονάδες χαμηλότερου κόστους, ωστόσο, είναι αυτές που έχουν τη μικρότερη προσφορά.
Κοινωνικές μεταβολές
Αυτή η ανισορροπία έχει στρέψει τους υπεύθυνους χάραξης πολιτικής και τους επιχειρηματίες όπως ο κ. Άντερσον προς μια μεγάλη και υποτιμημένη αγορά: τα 145 εκατομμύρια περίπου σπίτια που ήδη υπάρχουν.
Περίπου τα δύο τρίτα του αμερικανικού οικιστικού αποθέματος αποτελούνται από μονοκατοικίες. Οι
πολυκατοικίες ουσιαστικά απαγορεύονται από μεγάλες εκτάσεις μεγάλων μητροπολιτικών περιοχών, όπου το μεγαλύτερο μέρος της γης έχει χωροθετηθεί για γειτονιές χαμηλής πυκνότητας. Ο κ. Άντερσον προσπαθεί να βρει ένα παραθυράκι καθοδηγώντας τις μονοκατοικίες προς μια νέα, πολυοικογενειακή ζωή.
Υπήρχε μια εποχή που τα μεγάλα σπίτια ήταν αυτό που χρειάζονταν οι Ηνωμένες Πολιτείες. Όταν χτίστηκε το σπίτι του κ. Άντερσον τη δεκαετία του 1970, οι Αμερικανίδες μητέρες είχαν κατά μέσο όρο περισσότερα από τρία παιδιά, σύμφωνα με το Pew Research Center.
Σήμερα αυτό έχει αλλάξει: Οι άνθρωποι παντρεύονται σε μεγαλύτερες ηλικίες ή και καθόλου, κάνουν λιγότερα παιδιά (κατά μέσο όρο δύο για τις μητέρες το 2020, σύμφωνα με το Κέντρο Ερευνών Pew) και ζουν όλο και περισσότερο με άλλους ενήλικες στις οικογένειές τους. Το αποτέλεσμα είναι μια αναντιστοιχία στέγασης στην οποία οι ηλικιωμένοι ζουν σε μεγάλα σπίτια με άδεια υπνοδωμάτια, ενώ οι άγαμοι ενήλικες και οι οικογένειες με λίγα παιδιά αναζητούν μικρότερα και πιο οικονομικά σπίτια.
Θεσμικές αλλαγές
Για να λυθεί όμως το οξύ στεγαστικό πρόβλημα στις ΗΠΑ και παντού, απαιτούνται και θεσμικές αλλαγές. Σύμφωνα με το ρεπορτάζ των ΝΥΤ, την τελευταία δεκαετία δημοτικές και περιφερειακές αρχές σε πολλές αμερικανικές Πολιτείες προσπάθησαν να ενθαρρύνουν ιδέες όπως του Μόντι Άντερσον, διευκολύνοντας διαδικαστικά τον διαχωρισμό ή την προσθήκη ενοικιαζόμενων μονάδων σε υπάρχουσες κατασκευές.
Κάποιες Πολιτείες έχουν θεσπίσει νόμους που επιτρέπουν την ανέγερση κατοικιών σε αυλές, ακόμα και τη μετατροπή βοηθητικών χώρων και χώρων στάθμευσης αυτοκινήτων σε κατοικίες. Άλλες ενθαρρύνουν τους ιδιοκτήτες σπιτιών να χωρίσουν τα οικόπεδά τους και να πουλήσουν ένα μέρος αυτών για ανέγερση άλλης κατοικίας.
«Σε πολλές περιπτώσεις οι πρωτοβουλίες έχουν αποφέρει πιο σημαντικά αποτελέσματα από νομοθετικές προσπάθειες ριζικής αναδιάρθρωσης ολόκληρων πόλεων και οικιστικών περιοχών με την προσθήκη πολυκατοικιών σε δρόμους και σε γειτονιές χαμηλής δόμησης, κάτι που συχνά βρίσκει αντίθετους τους κατοίκους που διαμαρτύρονται για υποβάθμιση της περιοχής τους.
Ο baby boomer Μόντι Άντερσον πιστεύει ακράδαντα ότι αυτός και οι συνομήλικοί του κρατούν το κλειδί της λύσης του στεγαστικού προβλήματος των ΗΠΑ. Χρειάζεται βέβαια να αλλάξουν νοοτροπία και να κοινωνικοποιηθούν ξανά.
«Οι boomers εκμεταλλεύθηκαν τα χρόνια της μεταπολεμικής ευημερίας για να χτίσουν σπίτια με τρία ή περισσότερα υπνοδωμάτια σε πολύ μεγάλα οικόπεδα. Τώρα έχουν αποπληρώσει τις ιδιοκτησίες τους, αλλά έχουν μείνει μόνοι για να τις κατοικούν. Καιρός είναι να αποκτήσουν γείτονες», είπε ο παλαίμαχος εργολάβος.