Οι οικονομικές ανισότητες στην Ελλάδα αποτελούν ένα από τα σοβαρότερα και πιο επίμονα προβλήματα, τα οποία αντιμετωπίζει η ελληνική κοινωνία. Κι αυτό γιατί η χώρα συνεχίζει να καταγράφει υψηλά επίπεδα εισοδηματικής ανισότητας, περιφερειακού χάσματος και πρόσβασης σε υπηρεσίες.
Το πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα αφορά την εισοδηματική ανισότητα. Σύμφωνα με την ΕΛΣΤΑΤ και τη Eurostat, η Ελλάδα συγκαταλέγεται μεταξύ των χωρών της Ε.Ε. με τον υψηλότερο δείκτη ανισοκατανομής εισοδήματος (δείκτης Gini). Την ίδια στιγμή. η Ελλάδα είναι και στις πρώτες τρεις θέσεις της Ευρώπης σε ό,τι αφορά τον κίνδυνο φτώχειας των πολιτών Παρά τη μείωση της ανεργίας τα τελευταία χρόνια, οι χαμηλόμισθοι εργαζόμενοι και οι επισφαλώς απασχολούμενοι αυξάνονται. Πολλοί εργαζόμενοι αντιμετωπίζουν τον εφιάλτη της μερικής απασχόλησης.
Ιδιαίτερα οξύ είναι το πρόβλημα της περιφερειακής ανισότητας. Η Αττική και ορισμένες τουριστικές περιοχές παρουσιάζουν υψηλότερους ρυθμούς ανάπτυξης, ενώ περιοχές όπως η Δυτική Μακεδονία ή η Θράκη παραμένουν παγιδευμένες σε χαμηλό επίπεδο υποδομών, επενδύσεων και απασχόλησης. Το χάσμα αυτό ενισχύει τις τάσεις αστυφιλίας και την πληθυσμιακή αποψίλωση της επαρχίας.
Ανησυχητική είναι και η εκπαιδευτική ανισότητα. Οι μαθητές σε αγροτικές ή φτωχότερες περιοχές έχουν περιορισμένη πρόσβαση σε ποιοτική εκπαίδευση, φροντιστήρια ή τεχνολογικά μέσα, κάτι που διευρύνει το κοινωνικό χάσμα από την παιδική ηλικία. Αντίστοιχα, η πρόσβαση στην υγεία και την πρόνοια είναι άνιση.
Οι ανισότητες στη χώρα δείχνει να είναι και πολιτική επιλογή της παρούσας κυβέρνησης, κάτι το οποίο αποτυπώνεται και σε πολύ πρόσφατα οικονομικά στοιχεία.
Μια χώρα με μεγάλες και διευρυνόμενες οικονομικές ανισότητες δείχνουν τα στοιχεία του Ταμείου Εγγύησης Καταθέσεων και Επενδύσεων (ΤΕΚΕ) για την κατανομή των καταθέσεων. Σύμφωνα με την απολογιστική έκθεση του ΤΕΚΕ για το 2024, σχεδόν τα μισά χρήματα (44,3% ή 92,5 δισ. ευρώ) που υπάρχουν στις τράπεζες βρίσκονται σε λογαριασμούς με υπόλοιπο άνω των 100.000 ευρώ που ανήκουν στο 0,8% των καταθετών (περίπου 250.000 καταθέτες).
Μάλιστα, ενώ το ποσοστό των καταθετών που διακρατά αυτούς τους λογαριασμούς έμεινε σταθερός σε σχέση με το 2023 (0,8% των καταθετών), το μερίδιό τους από τις συνολικές καταθέσεις μεγεθύνθηκε κατά περίπου 2% (42,5% των καταθέσεων το 2023).
Στην αντίπερα όχθη, 71% των καταθετών έχουν στους λογαριασμούς τους ποσά κάτω των 1.000 ευρώ, που σημαίνει ότι επί της ουσίας δεν αποταμιεύουν καθόλου. Σε αυτούς τους λογαριασμούς βρίσκεται μόλις το 1,3% των συνολικών καταθέσεων, δηλαδή περίπου 2,7 δισ. ευρώ.