Ουσιαστικές αλλαγές επέρχονται με τις διατάξεις του εργασιακού νομοσχεδίου στον τρόπο κήρυξης της απεργίας, αλλά και στη διαδικασία νομιμοποίησή της.

Το υπουργείο Εργασίας χαρακτηρίζει το υπάρχον νομοθετικό καθεστώς ως «απαρχαιωμένο» και υπογραμμίζει ότι με τις διατάξεις υιοθετεί στο νομοσχέδιο και που αναφέρονται στο δικαίωμα της απεργίας, «ενισχύεται η διαφάνεια στη λήψη αποφάσεων για κινητοποιήσεις», ενώ ταυτοχρόνως  «γίνεται σεβαστό και το δικαίωμα στην εργασία».

Πρόκειται για τις διατάξεις που προβλέπουν ότι προϋπόθεση για την κήρυξη απεργίας και την εκλογή Διοικητικού Συμβουλίου είναι να υπάρχει σύστημα ηλεκτρονικής ψηφοφορίας διαθέσιμο σε όποιο μέλος επιθυμεί να το χρησιμοποιήσει, με όρους μυστικότητας.

Επίσης, προβλέπεται ότι μια απεργία διακόπτεται -με δικαστική απόφαση- όταν παρεμποδίζονται, όσοι εκ των εργαζομένων, επιθυμούν να εργαστούν κατά τη διάρκεια της απεργίας.

Τι λέει όμως η «άλλη πλευρά»; Υπάρχουν διατάξεις που «αυστηριοποιούν τη διαδικασία» και δυσκολεύουν την κήρυξη της απεργίας;

Τι αντιπαραθέτει η ΓΣΕΕ

Ας δούμε τι αντιπαραθέτει η ΓΣΕΕ στις συγκεκριμένες διατάξεις του νομοσχεδίου:

1. Ηλεκτρονική ψηφοφορία (άρθρο 85). Η ΓΣΕΕ θέτει ζήτημα διασφάλισης της μυστικότητας της ψηφοφορίας η οποία – κατά την οργάνωση δεν διασφαλίζεται. «Τίθεται ζήτημα πραγματικής διασφάλισης της μυστικότητας της ψηφοφορίας, όπου αυτή είναι υποχρεωτική από το νόμο, όπως στις αποφάσεις για απεργία, δεδομένου ότι η αποστάσεως συμμετοχή στη Γενική Συνέλευση δεν μπορεί να εγγυηθεί την μυστικότητα της ψήφου». Επιπλέον, η δυνατότητα εξ αποστάσεως παρουσίας και διενέργειας ηλεκτρονικής ψηφοφορίας «υπονομεύει  τη ζωντανή διαδικασία και λειτουργία  των Γενικών Συνελεύσεων ως συλλογικών οργάνων, όπου συν-διαμορφώνονται ή μπορεί και να μεταβάλλονται γνώμες, μέσα από το ζωντανό διάλογο. Παραβιάζει την δημοκρατική και ελεύθερη λειτουργία της συνδικαλιστικής οργάνωσης και πλήττει τη συλλογική της αυτονομία που εγγυάται και προστατεύει το Σύνταγμα».

2. Γνωστοποίηση της απεργίας και των στάσεων εργασίας (άρθρο 90). Η νέα ρύθμιση θέτει νέα διαδικαστική προϋπόθεση για τη νομιμότητα της απεργίας. Προβλέπει ότι η προειδοποίηση του εργοδότη για την άσκηση του δικαιώματος της απεργίας είναι «έγγραφη, επιδίδεται με δικαστικό επιμελητή στον εργοδότη ή τους εργοδότες που αφορά και περιλαμβάνει την ημέρα και ώρα έναρξης και λήξης της απεργίας, τη μορφή αυτής, τα αιτήματα της απεργίας και τους λόγους που τα θεμελιώνουν». Το ισχύον δίκαιο αρκείται σε απλή προειδοποίηση του εργοδότη, η οποία δεν είναι απαραίτητο να κοινοποιείται με δικαστικό επιμελητή. Στο έγγραφο της προειδοποίησης δεν απαιτείται εκτός από τα αιτήματα, να εκτίθενται και οι λόγοι που τα θεμελιώνουν. Κατά τη ΓΣΕΕ «η νέα ρύθμιση θέτει περαιτέρω περιορισμούς που οδηγούν σε παρεμπόδιση άσκησης του απεργιακού δικαιώματος».

3. Το δικαίωμα της εργασίας (άρθρο 92). Στην διάταξη του νομοσχεδίου υπογραμμίζεται ότι η συνδικαλιστική οργάνωση που κηρύσσει απεργία υποχρεούται να προστατεύει το δικαίωμα των εργαζομένων, οι οποίοι δεν συμμετέχουν στην απεργία, ώστε να προσέρχονται και να αποχωρούν ελεύθερα και ανεμπόδιστα από την εργασία τους και να παρέχουν αυτήν χωρίς εμπόδιο και ιδίως χωρίς την άσκηση σωματικής ή ψυχολογικής βίας σε βάρος τους από οιονδήποτε. Σε περίπτωση παραβίασης της υποχρέωσης αυτής η απεργία μπορεί να διακοπεί με δικαστική απόφαση.

Τι λέει η ΓΣΕΕ: «Με την προτεινόμενη ρύθμιση η συνδικαλιστική οργάνωση καθίσταται υπεύθυνη για πράξεις τρίτων, με συνέπειες καταλυτικές για το απεργιακό δικαίωμα. Επιπλέον, η εισαγωγή αόριστων και αδόκιμων εννοιών, όπως η ψυχολογική βία, δημιουργεί μεγάλους κινδύνους για την άσκηση του δικαιώματος απεργίας , το οποίο κινδυνεύει να καταστεί ανενεργό. Οι περιορισμοί και απαγορεύσεις  που ορθώνει το νομοσχέδιο δεν παρεμποδίζουν απλώς την νόμιμη άσκηση του δικαιώματος απεργίας αλλά οδηγούν σε κατάλυσή του και σε παραβίαση του άρθρο 23 παρ. 2  του Συντάγματος».

4. Δημόσιος διάλογος (άρθρο 93). Στο άρθρο προβλέπεται πως όσο χρονικό διάστημα διαρκεί ο δημόσιος διάλογος, αναστέλλεται η άσκηση του δικαιώματος της απεργίας στις επιχειρήσεις κοινής ωφελείας (επιχειρήσεις του παρ. 2 του άρθρου 19 του ν. 1264/1982). Στο ισχύον δίκαιο προβλέπεται ότι η διεξαγωγή του δημόσιου διαλόγου δεν αναστέλλει την άσκηση του δικαιώματος της απεργίας. Κατά τη ΓΣΕΕ πρόκειται «για αποστέρηση ενός δικαιώματος των εργαζομένων που αποτελεί το έσχατο μέσο διεκδίκησης των δικαιωμάτων τους».

5. Προσωπικό ασφαλείας – Ελάχιστα εγγυημένη υπηρεσία (άρθρο 94). Σύμφωνα με το νομοσχέδιο στις υπηρεσίες οργανισμούς, επιχειρήσεις και εκμεταλλεύσεις κοινής ωφέλειας (παρ. 2 του άρθρου 19 νόμος 1264/82), πέραν του προσωπικού ασφαλείας διατίθεται και προσωπικό για την αντιμετώπιση στοιχειωδών αναγκών του κοινωνικού συνόλου κατά τη διάρκεια της απεργίας, δηλαδή  προσωπικό Ελάχιστης Εγγυημένης Υπηρεσίας. Οι στοιχειώδεις αυτές ανάγκες ορίζονται ως τουλάχιστον το ένα τρίτο (⅓) της συνήθως παρεχόμενης υπηρεσίας, ανάλογα με τους κινδύνους που προκύπτουν για τη ζωή, την υγεία και την ασφάλεια των πολιτών. Κατά τη ΓΣΕΕ «πρόκειται για ένα μεγάλο ποσοστό κάλυψης αναγκών, που αν προσμετρηθεί και με τις υπηρεσίες των τυχόν μη απεργών, εξουδετερώνει την αποτελεσματικότητα του δικαιώματος απεργίας». Κατά την κυβέρνηση «διασφαλίζονται οι ανάγκες του κοινωνικού συνόλου κατά τη διάρκεια απεργιών σε κρίσιμους κλάδους της οικονομίας και αποφεύγεται η παράλυση της οικονομίας».

Στο νομοσχέδιο ορίζεται επίσης, ότι δεν  επιτρέπεται η κήρυξη απεργίας, χωρίς να έχει προηγουμένως καθοριστεί το προσωπικό ασφαλείας και το προσωπικό στοιχειώδους λειτουργίας, το οποίο τίθεται στη διάθεση του εργοδότη  και υπόκειται στο διευθυντικό του δικαίωμα, με ευθύνη της συνδικαλιστικής οργάνωσης που κηρύσσει την απεργία.

Όπως αναφέρει η ΓΣΕΕ «με το ισχύον δίκαιο σε επιχειρήσεις κοινής ωφέλειας, διατίθεται προσωπικό για την αντιμετώπιση στοιχειωδών αναγκών του του κοινωνικού συνόλου. Ο ισχύων νόμος δεν καθορίζει ελάχιστο ποσοστό  του προσωπικού αυτού».

Ακολουθήστε τον ot.grστο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, στον ot.gr

Latest News

Πρόσφατα Άρθρα Εργασιακά – Ασφαλιστικά