Δύο χρόνια το λιγότερο εκτιμάται πως θα διαρκέσει η διαβούλευση που θα ξεκινήσει μεταξύ των κρατών μελών της Ε.Ε. αλλά και των εμπλεκόμενων φορέων στο εσωτερικό τους, ώστε να πλησιάσουμε στην επικύρωση της νέας πράσινης στρατηγικής της Ευρώπης που ανακοίνωσε μετά… βαΐων και κλάδων η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, την Τετάρτη.

Δεν είναι τυχαίο πως περιβαλλοντολογικές οργανώσεις και επιφανείς ακτιβιστές δεν φαίνεται να συμμερίζονται τον ενθουσιασμό για τους φιλόδοξους στόχους με τους οποίους η Ευρώπη ελπίζει να βγει… μπροστά στο δρόμο για τη μετάβαση της ανθρωπότητας προς μια νέα, πιο πράσινη εποχή.

Η απογοήτευση των ακτιβιστών

«Το να πανηγυρίζει κανείς για τις πολιτικές αυτές είναι σαν ένας άλτης ύψους να διεκδικεί μετάλλιο επειδή πέρασε κάτω από την μπάρα» σχολίασε κυνικά ο γενικός διευθυντής Ευρώπης της Greenpeace Γιόργκο Ρις. Οι ακτιβιστές όπως και τα κόμματα των Πρασίνων της Ευρωβουλής πίεζαν για μια μείωση εκπομπών κατά 60% μέχρι το 2030.

Οι ενστάσεις τους δεν έχουν να κάνουν μόνο με το περιεχόμενο κάποιων μέτρων. Για παράδειγμα, αυτό που για την… εξαγριωμένη βιομηχανία αυτοκινήτου φαντάζει όχι απλά δαπανηρό, αλλά σχεδόν αδύνατο, ήτοι δηλαδή να είναι έτοιμη να καλύψει τις αναγκαίες του συνόλου του πληθυσμού αποκλειστικά σε πράσινα αυτοκίνητα από το 2035, δεδομένου πως τότε ορίζεται η απαγόρευση των ρυπογόνων οχημάτων εσωτερικής καύσης, για τους ακτιβιστές είναι ανεπαρκές. Κι αυτό διότι μεταφράζεται σε σχεδόν 15 χρόνια ακόμη οχημάτων βενζίνης και ντίζελ στους δρόμους. Ωστόσο, το μεγαλύτερο ερώτημα που θέτουν και μάλλον όχι αδικαιολόγητα, είναι που θα βρίσκεται το κείμενο των προτάσεων μετά από δύο και πλέον χρόνια διαβουλεύσεων και ανελέητου… παζαριού, αν λάβουμε υπόψη τις τεράστιες αντιδράσεις που έχουν ήδη καταγραφεί μέσα σε μόλις τρεις μέρες, από πολλές χώρες και πολλούς κλάδους.

Εξάλλου, το έργο αυτό στην Ευρώπη των «27» το έχουμε ξαναδεί πολλές φορές. Αρκεί να θυμηθούμε από πού ξεκίνησε η γαλλογερμανική πρόταση Μέρκελ-Μακρόν για ένα ταμείο στήριξης για την πανδημία, την περασμένη άνοιξη, τι περιλάμβανε τελικά η επίσημη πρόταση της Κομισιόν και πως διαμορφώθηκε το τελικό σχέδιο για το Ταμείο Ανάκαμψης στην αξέχαστη εκείνη τριήμερη Σύνοδο-θρίλερ, του περασμένου Ιουλίου. Και μιλάγαμε για ένα θέμα, ήτοι τη στήριξη των οικονομιών από τις συνέπειες της πανδημίας με πολύτιμα νέα κονδύλια, που «έκαιγε» όλες τις χώρες ανεξαιρέτως.

Ο παράγοντας της κοινής γνώμης

Για το ζήτημα του περιβάλλοντος και της κλιματικής αλλαγής, οι κυβερνήσεις της Ευρώπης δείχνουν επίσης αρκετή ζέση, όχι μόνο διότι στην πράσινη ανάπτυξη ορίζεται το μέλλον της οικονομίας, αλλά κι επειδή πολιτικά και επικοινωνιακά είναι ένα θέμα που βρίσκεται ψηλά, έως πολύ ψηλά, στη συνείδηση του κοινού. Ειδικά στη Γερμανία, η οποία βρίσκεται στην τελική ευθεία για τις εκλογές του Σεπτεμβρίου, με τους Πράσινους να πιέζουν τη Δεξιά της Χριστιανικής Ένωσης και με την τραγωδία των τελευταίων ημερών με τις φονικές πλημύρες να έχει εκτοξεύσει στην κορυφή της δημόσιας συζήτησης και πολιτικής ατζέντας το ζήτημα της κλιματικής αλλαγής.

Βεβαίως, ανάμεσα στις χώρες του ευρωπαϊκού μπλοκ προφανώς υπάρχουν διαφοροποιήσεις, διότι, για παράδειγμα, ο μέσος Ούγγρος δεν νοιάζεται για το περιβάλλον και τα επίπεδα των ρύπων όσο ο μέσος Γερμανός, όμως σε συλλογικό επίπεδο η ευρωπαϊκή κοινή γνώμη μοιάζει να έχει αφυπνιστεί. Το κατάγραψε και η πρόσφατη έκθεση του Ευρωβαρόμετρου που έδειξε πως εννέα στους δέκα πολίτες της Ε.Ε. θεωρούν την κλιματική αλλαγή σοβαρό πρόβλημα και πως συμφωνούν ότι οι εκπομπές αερίων του θερμοκηπίου θα πρέπει να μειωθούν στο ελάχιστο, το ταχύτερο δυνατό. Η δε, πλειοψηφία (το 64%) δήλωσε πως ήδη σε ατομικό επίπεδο, στην καθημερινή του ζωή, έχει αναλάβει δράση με συνειδητές επιλογές, φιλικότερες προς το περιβάλλον. Όμως, προφανώς το κοινό περιμένει πως τον… λογαριασμό θα κληθούν να τον πληρώσουν και οι επιχειρήσεις, όχι μόνο οι πολίτες ή τα κρατικά ταμεία.

Ποιος θα πληρώσει τελικά τον λογαριασμό;

Στη στήριξη από την κοινή γνώμη βασίζεται και η Κομισιόν με τις τολμηρές προτάσεις της, εφόσον βεβαίως φτάσουν τελικά να εφαρμοστούν. Χώρες όπως η Ισπανία, η Ιταλία, η Ουγγαρία, η Λετονία, η Ιρλανδία, η Βουλγαρία ακόμη και η Γαλλία του θεωρούμενου πιο… πράσινου Εμανουέλ Μακρόν έσπευσαν ήδη να εκφράσουν την ανησυχία τους για το αυξημένο κόστος που θα επιφέρουν στους απλούς πολίτες κάποια από τα μέτρα.

Ειδικά η περίπτωση της Γαλλίας και της στάσης της θα μας απασχολεί εκτενώς τους επόμενους μήνες, όχι μόνο διότι το Παρίσι θα «τρέξει» μια κρίσιμη φάση των διαπραγματεύσεων δεδομένου πως η χώρα θα αναλάβει την προεδρία της Ε.Ε. το πρώτο εξάμηνο του 2022 αλλά και επειδή ο πρόεδρος Μακρόν, εν όψει των προεδρικών εκλογών της ερχόμενης άνοιξης, έχει σκοπό να επενδύσει πολιτικά και επικοινωνιακά σε μια πράσινη ατζέντα. Χωρίς, όμως, η ατζέντα αυτή να μεταφράζεται σε έναν «φουσκωμένο» λογαριασμό για τους πολίτες που μπορούν να τον φέρουν αντιμέτωπο με ένα νέο κίνημα τύπου… «κίτρινων γιλέκων».

Στο επίκεντρο της διαμάχης βρίσκεται κυρίως η διεύρυνση του συστήματος εμπορίας ρύπων (ETS), στο πλαίσιο του οποίου οι βιομηχανίες θα πρέπει να πληρώνουν το κόστος των ρύπων τους. Η ένσταση τους, λοιπόν, είναι πως το αυξημένο κόστος αναγκαστικά θα μετακυλιστεί από τις επιχειρήσεις στους πολίτες. Ο ισχυρισμός αυτός δεν είναι απόλυτα λανθασμένος δεδομένου πως οι επιχειρήσεις θα θελήσουν να μεταφέρουν το αυξημένο κόστος στους πελάτες και καταναλωτές. Όμως αν οι επιχειρήσεις και οι βιομηχανίες πιεστούν να προχωρήσουν στις δαπανηρές (προφανώς) επενδύσεις εκείνες που θα καταστήσει πιο πράσινη τη λειτουργία τους, τότε και το ρυπογόνο αποτύπωμα τους θα είναι πολύ μικρότερο.

Εξάλλου, εναλλακτική λύση δεν υπάρχει εύκολα, εφόσον βέβαια οι περιβαλλοντολογικοί στόχοι δεν αλλάξουν. Αν η ιδέα της διεύρυνσης του ETS εγκαταλειφθεί –όπως κάποιοι αναλυτές ποντάρουν από τώρα με κυνικό τρόπο πως θα συμβεί, έχοντας υπόψη τους τις πιέσεις που θα ασκήσουν τα διάφορα εταιρικά λόμπι- θα πρέπει να αναζητηθεί έτερη πηγή χρηματοδότησης μέσα από την ανακατανομή των κονδυλίων της Ε.Ε. ή κάποιου είδους εργαλείο δανειοδότησης. Περιττό δε, να αναφέρουμε πως μια τέτοια προοπτική βρίσκει από τώρα αντίθετες τις χώρες του σκληρού δημοσιονομικού μπλοκ (τις περίφημες «frugal»), όπως η Ολλανδία.

Οι λεπτομέρειες για… αργότερα

Δεν είναι ίσως τυχαίο πως μια προσεκτικότερη ανάγνωση των όσων ανακοινώθηκαν από την Κομισιόν την Τετάρτη δείχνει πως υπάρχει μια σαφής… δημιουργική ασάφεια σε ότι έχει να κάνει με το πώς θα χρησιμοποιηθούν τα κονδύλια που θα προέλθουν είτε από την αγορά ρύπων είτε βέβαια από τον περίφημο φόρο διοξειδίου του άνθρακα που θα επιβαρύνει συγκεκριμένες εισαγωγές με σκοπό οι εγχώριες ευρωπαϊκές εταιρείες να μην έχουν ανταγωνιστικό μειονέκτημα έναντι των ξένων ομίλων και των φτηνότερων προϊόντων τους. Άλλωστε, δεν γνωρίζουμε καν το ύψος του φόρου αυτού, για τον οποίο σημαντικοί εμπορικοί εταίροι της Ε.Ε. (όπως Ρωσία, Κίνα, Τουρκία κ.λπ) έχουν ήδη… ξεσηκωθεί, πέρα από το γεγονός πως ο μηχανισμός θα πρέπει να καλύπτει τα προϊόντα των κλάδων χάλυβα, τσιμέντου, λιπασμάτων, αλουμινίου και ηλεκτρικής ενέργειας.

«Τίποτε από όσα παρουσιάσαμε σήμερα δεν θα είναι εύκολο (να προχωρήσει). Θα είναι απίστευτα δύσκολο» δήλωσε προφητικά, ο επίτροπος για θέματα κλίματος Φρανς Τίμερμανς. Μια μετάβαση, ωστόσο, που πολλοί συγκρίνουν με μια νέα… βιομηχανική επανάσταση προφανώς δεν θα μπορούσε να είναι ούτε εύκολη ούτε δίχως… θύματα!

Ακολουθήστε τον ot.grστο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, στον ot.gr

Latest News

Πρόσφατα Άρθρα Green