Αν είχε απομείνει μέχρι σήμερα μια ελπίδα για τους εραστές της παράδοσης των ισχυρών και κυρίαρχων κομμάτων στην Ευρώπη, όπως και των μονοκομματικών κυβερνήσεων, αυτή αναμφίβολα βρισκόταν στη Γερμανία. Και μάλιστα, όχι γενικώς και αορίστως.

Η ελπίδα αυτή είχε εναποτεθεί, πολύ συγκεκριμένα, στη Χριστιανική Ένωση της Ανγκελα Μέρκελ. Τον συνασπισμό των Χριστιανοδημοκρατών και των Βαυαρών Χριστιανοικοινωνιστών που μπορεί μεν να μην διασφάλιζε κοινοβουλευτική πλειοψηφία – εξαιτίας του εκλογικού συστήματος που παραπέμπει σε απλή αναλογική – όμως τα ποσοστά της και η διαφορά της από τον δεύτερο δεν επέτρεπε σε κανέναν να αμφισβητήσει την πρωτοκαθεδρία της στον σχηματισμό κυβερνήσεων.

Οι Σοσιαλδημοκράτες, άλλωστε, που αντιπροσωπεύουν τον έτερο παραδοσιακό πόλο της γερμανικής πολιτικής σκηνής, είχαν εδώ και χρόνια εισέλθει σε τροχιά βαθιάς κρίσης, που αποτυπώνεται και στα ποσοστά τους. Και έτσι, είχαν αφήσει το πεδίο ελεύθερο στην Ένωση, εξαναγκαζόμενοι να γίνουν «τσόντα» στις περισσότερες κυβερνήσεις της Μέρκελ.

Γερμανία: Καταλύτης η αποχώρηση Μέρκελ

Η προαναγγελία αποχώρησης της «σιδηράς καγκελαρίου» από το προσκήνιο, μετά τις εκλογές της 26ης Σεπτεμβρίου, φαίνεται πως ήταν αρκετή για να αλλάξει αυτή τη βεβαιότητα και τη συνέχεια. Πλέον, σύμφωνα με τις δημοσκοπήσεις, Χριστιανική Ένωση και SPD συναγωνίζονται σε ποσοστά κοντά στο ιστορικό χαμηλό τους, λίγο πάνω από το 20%. Όλα δείχνουν δε ότι ακόμη και στη – θεωρητική, για την ώρα – περίπτωση ανανέωσης του κυβερνητικού τους συμφώνου, δεν θα διαθέτουν πλειοψηφία στην Μπούντεσταγκ.

Αυτό σημαίνει, πρακτικά, ότι για πρώτη φορά στη μεταπολεμική ιστορία της Γερμανίας, θα απαιτηθεί η σύμπραξη τουλάχιστον τριών κομμάτων για τον σχηματισμό κυβέρνησης – με ό,τι μπορεί να σημαίνει αυτό για την πολιτική της και τη σταθερότητά της.

Την ίδια στιγμή, ανάλογη είναι η εικόνα που επικρατεί στις δύο άλλες μεγάλες χώρες της ΕΕ, τη Γαλλία και την Ιταλία – αν και με διαφορετικούς όρους.

Γαλλία: Το «πλαστό» δίδυμο Μακρόν-Λεπέν

Στην πρώτη, η αλήθεια πως όσο περνά ο καιρός και πλησιάζουν οι εκλογές της 10ης Απριλίου 2022, περιορίζονται και οι πιθανότητες εμφάνισης κάποιου υποψηφίου-έκπληξης, που θα καταφέρει να μπει «σφήνα» ανάμεσα στον Εμανουέλ Μακρόν και την Μαρίν Λεπέν. Έτσι, αν και όλα τα ενδεχόμενα παραμένουν θεωρητικά ανοιχτά, φαίνεται ότι τόσο στον πρώτο όσο και στον δεύτερο γύρο, θα δούμε να επαναλαμβάνεται το σκηνικό του 2017.

Όπως ίσως θα θυμούνται οι περισσότεροι, πριν από πέντε χρόνια, οι δύο μονομάχοι είχαν συγκεντρώσει στον πρώτο γύρο ποσοστά που κάθε άλλο παρά τρόμο προκαλούν στους αντιπάλους τους, ενώ σαφέστατα δεν στέλνουν μήνυμα κυριαρχίας στην κοινωνία: 24% για τον Μακρόν και 21,3% για την Λεπέν.

Δεν αποκλείεται, βεβαίως, αυτή τη φορά τα ποσοστά τους να είναι κατά τι ενισχυμένα και η σειρά μεταξύ των δύο να αντιστραφεί. Παρ’ όλα αυτά, εύκολα ή δύσκολα, η λογική του «δημοκρατικού τόξου» θα επικρατήσει και πάλι στον δεύτερο γύρο – κάτι που ίσως επαναληφθεί και στις βουλευτικές εκλογές οι οποίες θα ακολουθήσουν.

Προσοχή, όμως! Αυτό δεν σημαίνει ότι οι Γάλλοι εναποθέτουν τις ελπίδες τους «εν λευκώ» στον νικητή των προεδρικών και στο κόμμα με τις περισσότερες έδρες στη νέα Εθνοσυνέλευση. Το κατακερματισμένο πολιτικό σκηνικό αποτελεί αντανάκλαση μιας κατακερματισμένης κοινωνίας, η οποία αντιμετωπίζει κρίση ταυτότητας, σε μια περίοδο που το πολιτικό σύστημα βρίσκεται σε κατάσταση βέρτιγκο.

Ιταλία: Η «βιτρίνα» του Ντράγκι

Στην Ιταλία, από την άλλη, τα πράγματα είναι πιο προφανή και μάλιστα εδώ και αρκετά χρόνια. Η παρουσία του – μη εκλεγμένου, για να μην ξεχνιόμαστε… – Μάριο Ντράγκι στο τιμόνι της κυβέρνησης και η αίσθηση ενότητας που εκπέμπει προς τα έξω δεν μπορεί και δεν πρέπει να μας ξεγελά.

Εάν γίνονταν την επόμενη Κυριακή εκλογές, για του λόγου το αληθές, οι δημοσκοπήσεις προβλέπουν πως κανένα από τα κόμματα που στηρίζουν την κυβέρνηση – Δημοκρατικοί και Κίνημα Πέντε Αστέρων, Λίγκα του Βορρά και Φόρτσα Ιτάλια – δεν ξεπερνούσε το 20%. Ακόμη και αν το κατάφερνε, αυτό θα γινόταν σχετικά οριακά, ενώ θα αναγκάζονταν να… φάνε τη σκόνη του νεοφασιστικού μορφώματος Αδέλφια της Ιταλίας, του οποίου ηγείται η Τζόρτζια Μελόνι.

Ακόμη και αυτό, όμως – με το οποίο πιθανότατα ουδείς από τους άλλους θα δεχόταν να συνεργαστεί, πολύ δε περισσότερο να του δώσει το πράσινο φως για να αναλάβει την πρωθυπουργία – δεν φαίνεται σήμερα ικανό να πάρει την πρωτιά με ιδιαιτέρως υψηλό ποσοστό. Έτσι, το μετεκλογικό σκηνικό θα συνέχιζε να παραπέμπει σε Βαβέλ και μάλιστα σε μεγαλύτερο βαθμό από ό,τι μας έχει μέχρι σήμερα συνηθίσει η Ιταλία.

Ευρώπη: Πολιτική και κυβερνητική κρίση

Περιττό να πούμε ότι ανάλογες εικόνες, σε μικρότερο ή μεγαλύτερο βαθμό, έρχονται και από άλλες χώρες. Τόσο στον ευρωπαϊκό Βορρά (Αυστρία, Σουηδία κ.λπ) όσο και στον Νότο (Ισπανία, Βουλγαρία, πιθανώς και Ελλάδα, με εξαίρεση για την ώρα την Πορτογαλία).

Τι σημαίνουν αυτά; Πρώτον, ότι κανένα από τα υπάρχοντα κόμματα δεν πείθει τους πολίτες με τις θέσεις του, αποτυπώνοντας την κρίση εμπιστοσύνης ανάμεσα στις κοινωνίες και το πολιτικό σύστημα. Δεύτερον, ότι οι πιθανότητες σχηματισμού κυβερνήσεων «ειδικού σκοπού», που θα είναι πιο εύκολα αναλώσιμες, αυξάνονται σημαντικά. Και τρίτον, ότι το έλλειμμα ενός συνεκτικού και ελκυστικού πολιτικού «αφηγήματος», σε εθνικό ευρωπαϊκό επίπεδο, θα εξακολουθεί να εντείνεται.

Η επόμενη ημέρα, με άλλα λόγια, είναι πιο ακαθόριστη παρά ποτέ. Όσο για την «κουλτούρα συνεργασίας», είναι απλώς το περιτύλιγμα που κρύβει τα μεγάλα αδιέξοδα.

Ακολουθήστε τον ot.grστο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, στον ot.gr

Latest News

Πρόσφατα Άρθρα Διεθνή