Στις 12 Απριλίου 1861, το πυροβολικό των ανταρτών άνοιξε πυρ κατά του Φορτ Σάμτερ, ξεκινώντας τον εμφύλιο πόλεμο των ΗΠΑ. Ο πόλεμος εξελίχθηκε τελικά σε καταστροφή για τον Νότο, ο οποίος έχασε πάνω από το ένα πέμπτο των νέων ανδρών του. Γιατί όμως οι αποσχιστές πίστευαν ότι θα τα κατάφερναν; Ένας λόγος ήταν επειδή πίστευαν ότι κατείχαν το ισχυρό οικονομικό όπλο της εποχής, που λεγόταν «βαμβάκι», γράφει στους New York Times ο νομπελίστας οικονομολόγος, Πολ Κρούγκμαν, με το βλέμμα του στραμμένο στην Ουκρανία.
Πίστευαν ότι η διακοπή της προσφοράς βαμβακιού, από το οποίο εξαρτιόταν βαθιά η οικονομία της Βρετανίας, θα ανάγκαζε την ηγέτιδα δύναμη της εποχής να παρέμβει στο πλευρό της Συνομοσπονδίας. Πράγματι, ο Εμφύλιος δημιούργησε αρχικά μια «πείνα βαμβακιού», που άφησε χιλιάδες Βρετανούς χωρίς δουλειά. Στο τέλος, φυσικά, η Βρετανία παρέμεινε ουδέτερη – εν μέρει, επειδή οι Βρετανοί εργάτες είδαν τον Εμφύλιο ως μια σταυροφορία ενάντια στη σκλαβιά.
Αυτή η παλιά ιστορία, λέει ο Κρούγκμαν, έχει προφανή σχέση με τη ρωσική εισβολή στην Ουκρανία. Ο Βλαντίμιρ Πούτιν είδε την εξάρτηση της Ευρώπης – και ειδικότερα της Γερμανίας – από το ρωσικό φυσικό αέριο ακριβώς όπως οι ιδιοκτήτες σκλάβων έβλεπαν την εξάρτηση της Βρετανίας από τον «King Cotton»: σαν μια μορφή οικονομικής εξάρτησης που απενοχοποιεί τις στρατιωτικές του φιλοδοξίες.
Και δεν είχε εντελώς άδικο. Η Γερμανία φάνηκε απρόθυμη να κάνει οικονομικές θυσίες για χάρη της Ουκρανίας. Ακόμη κι όταν Βρετανία και ΗΠΑ έσπευδαν να παράσχουν αντιαρματικούς πυραύλους στο Κίεβο, η Γερμανία πρόσφερε… 5.000 κράνη.
Και δεν είναι δύσκολο να φανταστεί κανείς πως, αν ήταν ακόμη πρόεδρος των ΗΠΑ ο Ντόναλντ Τραμπ, θα είχε δικαιωθεί το στοίχημα του Πούτιν ότι το διεθνές εμπόριο θα ήταν μέσο καταναγκασμού και όχι ειρήνης.
«Αν νομίζετε ότι προσπαθώ να φέρω σε δύσκολη θέση τη Γερμανία, ώστε να γίνει καλύτερος υπερασπιστής της δημοκρατίας, έχετε δίκιο», σημειώνει χαρακτηριστικά ο Πολ Κρούγκμαν. Και προσθέτει: «Αλλά προσπαθώ επίσης να κάνω μια ευρύτερη επισήμανση σχετικά με τη σχέση μεταξύ παγκοσμιοποίησης και πολέμου, η οποία δεν είναι τόσο απλή, όσο πολλοί έχουν υποθέσει».
Μακροχρόνια πεποίθηση των δυτικών ελίτ ήταν ότι το εμπόριο είναι αγαθό της ειρήνης. Από τον καιρό του Ρούσβελτ ήταν μέρος του πολιτικού σχεδίου η πεποίθηση ότι οι χαμηλότεροι δασμοί και η απελευθέρωση του διεθνούς εμπορίου θα αποτελούσαν θεμέλια ειρήνης.
Αντίστοιχα, εξίσου πολιτικό και οικονομικό εγχείρημα ήταν η Ευρωπαϊκή Ένωση, τονίζει ο Κρούγκμαν, κάνοντας αναφορά στην Ευρωπαϊκή Κοινότητα Άνθρακα και Χάλυβα και στην ανάγκη να αλληλοσυνδεθούν η γαλλική με τη γερμανική βιομηχανία, ώστε να μην υπάρξει άλλος πόλεμος στην Ευρώπη. Και η Δυτική Γερμανία, θυμίζει, στη δεκαετία του 1960 άρχισε να επιδιώκει την εξομάλυνση των οικονομικών σχέσεων με τη Σοβιετική Ένωση, ελπίζοντας ότι θα ωθούσε την Ανατολή προς τη δημοκρατία. Το ρωσικό αέριο άρχισε να ρέει στη Γερμανία το 1973.
Μπορεί σε κάποιες περιπτώσεις το εμπόριο να προάγει την ειρήνη και την ελευθερία, αλλά σε άλλες περιπτώσεις αυταρχικοί ηγέτες, που ενδιαφέρονται περισσότερο για την εξουσία παρά για την ευημερία, χτίζουν οικονομικές σχέσεις ελπίζοντας να πάρουν συγχωροχάρτι: για χάρη των συμφερόντων τους, οι δημοκρατίες θα έκαναν τα στραβά μάτια στην κατάχρηση εξουσίας.
Πυρά για σχέσεις ΕΕ-Όρμπαν
Η Ευρωπαϊκή Ένωση, σημειώνει ο Κρούγκμαν, εδώ και χρόνια συμπορεύεται με τον Βίκτορ Όρμπαν της Ουγγαρίας, που έχει κατακρεουργήσει τη φιλελεύθερη δημοκρατία. Τυχαίες είναι οι τόσες μεγάλες ευρωπαϊκές και ιδιαίτερα γερμανικές επενδύσεις στην Ουγγαρία;
Και το μεγάλο ερώτημα: Ο Σι Τζινπίνγκ βλέπει την ενσωμάτωση της Κίνας στην παγκόσμια οικονομία ως λόγο για να αποφύγει τυχοδιωκτικές πολιτικές – όπως η εισβολή στην Ταϊβάν – ή ως λόγο για να εισπράξει μια αδύναμη δυτική απάντηση; Κανείς δεν ξέρει.
Λύση δεν είναι η επιστροφή στον προστατευτισμό, εξηγεί ο Κρούγκμαν, αλλά μάλλον πρέπει να ληφθούν πιο σοβαρά υπόψη οι πραγματικές ανησυχίες για την εθνική ασφάλεια σχετικά με το εμπόριο.
Οι χώρες της νομιμότητας, υποστηρίζει, δεν πρέπει να απομακρυνθούν από την υπεράσπιση της ελευθερίας. Πρέπει να αποδείξουμε στον αυταρχισμό ότι οι στενές οικονομικές σχέσεις δεν φοβίζουν τις δημοκρατίες, ούτε κλονίζουν την υπεράσπιση των δημοκρατικών αξιών.
Αυτό στην πράξη σημαίνει, καταλήγει ο Κρούγκαν, ότι η Ευρώπη πρέπει να κινηθεί γρήγορα για να διακόψει τις εισαγωγές ρωσικού πετρελαίου και φυσικού αερίου και ότι η Δύση πρέπει να προμηθεύσει την Ουκρανία με όπλα, όχι απλώς για να κρατήσει τον Πούτιν μακριά, αλλά για να καταγάγει μια ξεκάθαρη νίκη. Το διακύβευμα είναι πολύ μεγαλύτερο από την ίδια την Ουκρανία.