Οι διαδοχικές κρίσεις που βιώνει ο πλανήτης αναμφίβολα διαμορφώνουν ιστορικές συνθήκες που συντελούν σε βαθιές αλλαγές σε οικονομικό και (γεω)πολιτικό επίπεδο. H πανδημία και η διαχείρισή της τόσο σε διεθνές επίπεδο όσο και επίπεδο κρατών άνοιξε εκ νέου τη συζήτηση για το εάν όντως ο οδεύουμε προς μια αλλαγή οικονομικού παραδείγματος, θέτοντας ακόμη πιο επιτακτικά το ερώτημα περί της σταθερότητας του για δεκαετίες κυρίαρχου νεοφιλελευθερισμού.

Οι κρισιακές συνθήκες από τη μία κατέδειξαν -και συνεχίζουν να καταδεικνύουν- την αδυναμία των αγορών να ανταποκριθούν στις προκλήσεις που αναφύονται για την παγκόσμια οικονομία και τις κοινωνίες ξεχωριστά, από την άλλη αναδεικνύουν και τις ευθύνες του νεοφιλελεύθερου υποδείγματος για την πρόκληση των κρίσεων αυτών.

Αλληλουχία κρίσεων, αποτυχίες του νεοφιλελευθερισμού και ένας «νέος» κόσμος

Ο στασιμοπληθωρισμός και oι πετρελαϊκές κρίσεις της δεκαετίας του 1970 οδήγησαν στην κατάρρευση του συστήματος του Μπρέτον Γουντς, στον παραμερισμό του κεϋνσιανού οικονομικού μοντέλου και στην επικράτηση του νεοφιλελεύθερου δόγματος, με την εφαρμογή των οικονομικών πολιτικών της Σχολής του Σικάγου. Τα νεοκλασικά οικονομικά και στη συνέχεια η Συναίνεση της Ουάσιγκτον (επινοημένη το 1989 από τον Αμερικανό οικονομολόγο Τζον Γουίλιαμσον, εκπρόσωπο της Σχολής του Σικάγου και συνεργάτη του Ρόναλντ Ρίγκαν), που περιόριζαν δραματικά τον ρόλο του κράτους προς όφελος των αγορών και του ελεύθερου εμπορίου, διαμόρφωσαν μια νέα πραγματικότητα μέχρι και σήμερα.

H παγκόσμια χρηματοπιστωτική κρίση που ξέσπασε στις ΗΠΑ το 2007-2008 και μεταδόθηκε και στην Ευρωζώνη το 2010 φαίνεται πως αποτελεί σημείο καμπής για το νεοφιλελευθερισμό. Έπειτα από μία δεκαετία, το 2020 η πανδημική κρίση και δύο χρόνια αργότερα ο πόλεμος της Ρωσίας στην Ουκρανία συνιστούν πρόσθετα «επεισόδια» σε έναν «νέο» κόσμο γεμάτο προκλήσεις (κλιματική κρίση – πράσινη μετάβαση, 4η Βιομηχανική Επανάσταση – ψηφιακή μετάβαση, καταπολέμηση ανισοτήτων σε παγκόσμιο, περιφερειακό και εθνικό επίπεδο).

Η πανδημία κληροδότησε στον πλανήτη πληθωριστικές πιέσεις, αναταραχή στις εφοδιαστικές αλυσίδες και συνθήκες ενεργειακής κρίσης, που εντάθηκαν με τη γεωπολιτική αναταραχή στην Ουκρανία. Ταυτόχρονα, το χρέος έχει αυξηθεί δραματικά σε παγκόσμιο επίπεδο ως απόρροια κυρίως των απαιτούμενων δαπανών για την αντιμετώπιση των υγειονομικών και οικονομικών συνεπειών της πανδημίας. Ο πόλεμος στην Ουκρανία με τις κυρώσεις της Δύσης απέναντι στη Ρωσία, ενώ μαίνεται ο ανταγωνισμός ΗΠΑ – Κίνας, εντείνει τον γεωπολιτικό κατακερματισμό, αποτελώντας επιταχυντή των τάσεων απο-παγκοσμιοποίησης που έκαναν την εμφάνισή τους από τις αρχές του 21ου αιώνα.

Τι έδειξαν όλες οι παραπάνω κρίσεις και οι προεκτάσεις τους για το νεοφιλελευθερισμό; Την παντελή αδυναμία των «αυτορρυθμιζόμενων» αγορών να απαντήσουν σε αυτές. Στη χρηματοπιστωτική κρίση του 2007-2008, η οποία ξεκίνησε από τη «φούσκα» ακινήτων που έσκασε στις ΗΠΑ μετά τις πρακτικές που ακολουθήθηκαν με τα δάνεια στο πλαίσιο του «καπιταλισμού-καζίνο», κρατικές δαπάνες τρισεκατομμυρίων δολαρίων διέσωσαν τραπεζικούς κολοσσούς και εταιρείες. Στην πανδημία τα δημόσια συστήματα υγείας ανέλαβαν να σηκώσουν το βάρος της διαχείρισης της υγειονομικής κρίσης και οι κρατικές ενισχύσεις στις επιχειρήσεις και στους εργαζομένους να διασώσουν τις οικονομίες των χωρών. Στην πληθωριστική κρίση που βιώνουμε, η διαμόρφωση των τιμών ενέργειας με όρους αγορών έχει διαμορφώσει μη βιώσιμες συνθήκες για τις κοινωνίες.

Το τέλος της κυριαρχίας του νεοφιλελευθερισμού(;) και η συζήτηση για ένα νέο υπόδειγμα

H συζήτηση για την παρακμή του νεοφιλελεύθερου υποδείγματος δεν είναι νέα. Πριν από μερικούς μήνες ο Γάλλος οικονομολόγος Τομά Πικετί δήλωνε ότι «ο νεοφιλελευθερισμός είναι νεκρός από το 2008», τονίζοντας ότι «μετά την οικονομική κρίση του 2008 έχει ανοίξει μια νέα ιστορική περίοδος» και ότι «η πανδημία του κορονοϊού θα επιταχύνει τη μετάβαση αυτή», προσθέτοντας ότι «το ερώτημα είναι αν θα αντικατασταθεί από τον νεοεθνικισμό της ποικιλίας των Τραμπ – Μόντι – Μπολσονάρου – Brexit ή από μια νέα μορφή διεθνιστικού σοσιαλισμού». Τον Ιούνιο του 2016 ένα άρθρο που δημοσιεύθηκε από το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο (Neoliberalism: Oversold?) προκάλεσε ιδιαίτερη αίσθηση· ο διεθνής οικονομικός οργανισμός-συνώνυμος της προώθησης νεοφιλελεύθερης ατζέντας πολιτικών παραδεχόταν (εμμέσως) ότι κάποιες νεοφιλελεύθερες πολιτικές οδήγησαν σε όξυνση των ανισοτήτων, καλώντας μάλιστα, «με βάση το οικονομικό κόστος των ανισοτήτων», τους σχεδιαστές πολιτικών «να είναι πιο ανοιχτοί στην αναδιανομή απ’ ό,τι είναι». Στις αρχές του 2022 το περιοδικό-κήρυκας του οικονομικού (νεο)φιλελευθερισμού, ο Economist, κυκλοφόρησε με τίτλο «Η νέα εποχή του παρεμβατισμού – Το μεγάλο κράτος επιστρέφει», αποτιμώντας αρνητικά -κατά τη δική του οπτική-τη σχετική τάση.

Σε πρόσφατο άρθρο του ο νομπελίστας οικονομολόγος και πρώην επικεφαλής οικονομολόγος της Παγκόσμιας Τράπεζας Τζόζεφ Στίγκλιτζ τόνιζε ότι, όπως συνέβη και με άλλες πρόσφατες αναταράξεις στην παγκόσμια οικονομία, η εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία ανέδειξε την πλάνη τού να βασίζεται κάποιος μόνο στις αγορές για τον μετριασμό των κινδύνων και την ενίσχυση της ανθεκτικότητας των χωρών, υπογραμμίζοντας ότι ο νεοφιλελευθερισμός απέτυχε σε μία ακόμη δοκιμασία και γι’ αυτό πρέπει να αντικατασταθεί από ένα νέο οικονομικό όραμα, βασισμένο σε νέες αξίες: «Η σημερινή έλλειψη ανθεκτικότητας οφείλεται στη θεμελιώδη αποτυχία του νεοφιλελευθερισμού και στο πλαίσιο πολιτικής που στηρίζει. Οι αγορές από μόνες τους είναι κοντόφθαλμες και η χρηματιστικοποίηση της οικονομίας τις έχει κάνει ακόμη περισσότερο», επισημαίνει ο Στίγκλιτζ χαρακτηριστικά, καλώντας σε αναθεώρηση της παγκοσμιοποίησης και των κανόνων της, αφού «έχουμε πληρώσει υψηλό τίμημα για την υφιστάμενη (οικονομική) ορθοδοξία».

Εάν όντως το νεοφιλελεύθερο παράδειγμα στην παγκόσμια οικονομία πρόκειται να αντικατασταθεί από ένα νέο, ποια θα είναι τα χαρακτηριστικά του; Μια πρώτη απάντηση σε επίπεδο αρχών έδωσε πριν από έναν περίπου χρόνου η διακήρυξη της Συναίνεσης της Κορνουάλης από την G7. Η νέα Συναίνεση έθεσε την ανθεκτικότητα (resilience) ως έννοια-κλειδί για το μέλλον της παγκόσμιας οικονομικής διακυβέρνησης, φιλοδοξώντας να αντικαταστήσει τη νεοφιλελεύθερη Συναίνεση της Ουάσιγκτον με ένα νέο πολιτικοοικονομικό δόγμα.

Είναι αρκετά νωρίς για να απαντηθεί το αρχικό ερώτημα, εάν όντως, δηλαδή, βιώνουμε την αποεδραίωση του νεοφιλελευθερισμού ως κυρίαρχου οικονομικού και πολιτικού δόγματος – ίσως κάποιες εκτιμήσεις περί του τέλους του να μπορούν να χαρακτηριστούν παράτολμες. Επιπρόσθετα, η ιδεολογική απαξίωση του κράτους από τους θιασώτες του νεοφιλελευθερισμού δεν σημαίνει απαραίτητα ότι οι τελευταίοι δεν το χρησιμοποιούν για την εξυπηρέτηση των πολιτικοοικονομικών σκοπών τους, είτε πρόκειται για την προώθηση της πολιτικής τους ατζέντας είτε για τη διακίνηση ιδεών, όπως τόνισε χαρακτηριστικά σε πρόσφατο άρθρο του ο ιστορικός και φιλόσοφος της οικονομικής σκέψη Φίλιπ Μιρόφσκι. Οι συσχετισμοί και τα νέα δεδομένα που διαμορφώνουν οι πολλαπλές κρίσεις της εποχής μας όμως δημιουργούν, αν όχι τις προϋποθέσεις, αν μη τι άλλο το αίτημα, για ένα νέο κοινωνικό συμβόλαιο και μια στροφή σε σχέση με το οικονομικό μοντέλο που όχι μόνο δεν απάντησε στις προκλήσεις που έθεσαν οι κρίσεις, αλλά και προκάλεσε ορισμένες εξ αυτών. Η κρίση του 2007-2008 ήταν ένα «καμπανάκι» για τη νεοφιλελεύθερη παγκόσμια οικονομική τάξη και τη νεοφιλελεύθερη παγκοσμιοποίηση. Δύο ισχυρότερες κρίσεις αποτελούν πειστήριο ότι η οικονομικοπολιτική ορθοδοξία δεν μπορεί να παραμείνει ως έχει.

* Βαγγέλης Βιτζηλαίος, Συντονιστής του Κύκλου Διεθνών & Ευρωπαϊκών Αναλύσεων ΕΝΑ – Η ανάλυση περιλαμβάνεται στο 5ο Δελτίο Διεθνών & Ευρωπαϊκών Εξελίξεων του Ινστιτούτου Εναλλακτικών Πολιτικών ΕΝΑ

Ακολουθήστε τον ot.grστο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, στον ot.gr

Latest News

Πρόσφατα Άρθρα Experts
Κατώτατος μισθός, συλλογικές συμβάσεις και συντάξεις
Experts |

Κατώτατος μισθός, συλλογικές συμβάσεις και συντάξεις

Mε διαφορετικούς όρους κρατικής παρέμβασης παρατείνεται η μνημονιακή κατάργηση (Φεβρουάριος 2012) της Εθνικής Γενικής Συλλογικής Σύμβασης Εργασίας (ΕΓΣΣΕ) που καθόριζε στην Ελλάδα επί δεκαετίες τον κατώτατο μισθό