Ενώ ο πρώτος γύρος των προεδρικών εκλογών στη Βραζιλία, στις 2 Οκτωβρίου, άφησε πολλά ανοιχτά «μέτωπα» στη μεγαλύτερη χώρα και οικονομία της Λατινικής Αμερικής, ο δεύτερος γύρος αυτής της Κυριακής μπορεί να δημιουργήσει κι άλλα.

Οι δημοσκοπήσεις δείχνουν νίκη του αριστερού δις πρώην προέδρου Λουίς Ινάσιο Λούλα ντα Σίλβα έναντι του ακροδεξιού νυν προέδρου Ζαϊρ Μπολσονάρο.

Όμως η διαφορά στην πρόθεση ψήφου δεν είναι μεγάλη -το πολύ έξι μονάδες. Στον πρώτο γύρο αποδείχθηκε πολύ μικρότερη (5%) από το διψήφιο προβάδισμα που οι δημοσκόποι είχαν προβλέψει για τον Λούλα.

Πλέον ο Μπολσονάρο απειλεί ότι, σε περίπτωση ήττας, πιθανόν να μην αποδεχτεί το αποτέλεσμα, αφήνοντας ανοιχτό ακόμη και το ενδεχόμενο η Βραζιλία να βυθιστεί στη βία, όπως έκανε στις ΗΠΑ ο δεδηλωμένος φίλος του, Ντόναλντ Τραμπ.

Η τοξικότητα και η πόλωση έχουν σε κάθε περίπτωση παγιωθεί. Το στρατόπεδο Μπολσονάρο κατηγορεί όσους δεν ανήκουν στις τάξεις του ως «πράκτορες» του κομμουνισμού, του εκμαυλισμού, ακόμη και του σατανισμού.

Η πλευρά Λούλα βλέπει στους αντιπάλους της να βαδίζουν στο κακοτράχαλο «μονοπάτι» του φασισμού. Για τον αριστερό πρώην πρόεδρο, μια τρίτη θητεία στο ανώτατο πολιτειακό αξίωμα θα συνιστά μια ιστορική δικαίωση.

Για τη Βραζιλία, προειδοποιούν αναλυτές, ίσως να είναι η τελευταία ευκαιρία να σωθεί το δημοκρατικό πολίτευμά της.

Η τελευταία ευκαιρία

Στις δύο προεδρικές θητείες του, από το 2003 έως το 2010, ο Λούλα αναμόρφωσε την οικονομία προς όφελος όχι των λίγων, αλλά των πολλών. Κυρίως δε των πιο αδύναμων και επί χρόνια περιθωριοποιημένων τμημάτων της βραζιλιάνικης κοινωνίας.

Όταν αποχώρησε από το πόστο, το ποσοστό αποδοχής του ξεπερνούσε το 80%. Όμως μια σειρά σκανδάλων διαφθοράς έριξαν βαριά «σκιά» στο κόμμα του, το Κόμμα των Εργαζομένων. Τόσο ο ίδιος όσο και η Ντίλμα Ρούσεφ -στενή συνεργάτιδα και διάδοχός του στην προεδρία της Βραζιλίας, το 2011- βρέθηκαν στο εδώλιο του κατηγορουμένου.

Η οικονομολόγος Ρούσεφ αποπέμφθηκε το 2016 από το αξίωμα με απόφαση της Γερουσίας -δύο χρόνια πριν από το τέλος της δεύτερης θητείας της- κατηγορούμενη για «μαγείρεμα» του προϋπολογισμού. Όμως η Ομοσπονδιακή Γενική Εισαγγελία (MPF) δεν εντόπισε κανένα έγκλημα ή διοικητική παράβαση. Η υπόθεση έκλεισε μόλις τον περασμένο Σεπτέμβριο.

Στο μεσοδιάστημα ο Λούλα είχε περάσει από τις δικές του «Συμπληγάδες».

Τον Ιούλιο του 2017 καταδικάστηκε σε εννιάμισι χρόνια φυλάκιση για ξέπλυμα χρήματος και διαφθορά, σε μια πολιτικά υποκινούμενη -όπως προέκυψε αργότερα- δίκη. Πολλοί κατήγγειλαν μια μεθοδευμένη εκστρατεία «ξεδοντιάσματος» της ηγεσίας του Κόμματος των Εργαζομένων, με την οποία μπήκε από την «πίσω πόρτα» στην προεδρία ο κεντροδεξιός Μικέλ Τεμέρ (ως αντικαταστάτης της Ρούσεφ), ανοίγοντας το 2018 το δρόμο για την κατάληψη του αξιώματος από τον ακροδεξιό Μπολσονάρο.

Ο Λούλα πέρασε 580 ημέρες στη φυλακή, μέχρι που το 2019 το Ανώτατο Δικαστήριο της Βραζιλίας έκρινε παράνομο το μέτρο. Η καταδίκη του ακυρώθηκε οριστικά πέρυσι τον Μάρτιο.

Κάπως έτσι, η δυνατότητα να διεκδικήσει την προεδρία το 2018 έναντι του Μπολσονάρο είχε ήδη χαθεί. Τώρα ο πρώην μεταλλεργάτης, συνδικαλιστής και πολιτικός κρατούμενος στις φυλακές της χούντας επιδιώκει στα 77 του τη μεγάλη πολιτική επιστροφή με μια τρίτη προεδρική θητεία, που θα σώσει τη Βραζιλία από το χείλος της αβύσσου του μπολσοναρικού αυταρχισμού.

Μια εξτρεμιστική «διάβρωση» της χώρας

Ωστόσο, η χώρα του δεν είναι πια ίδια με αυτή που ο ίδιος παρέδωσε, όταν αποχώρησε το 2010 από την εξουσία.

Έπειτα από μόλις τέσσερα χρόνια παραμονής στην προεδρία, ο Ζαΐρ Μπολσονάρο έχει αφήσει σήμερα τόσο βαθύ αποτύπωμα στην πολιτική, στην οικονομία και στην κοινωνία, που αναλυτές τονίζουν ότι είναι ήδη νικητής, ανεξάρτητα από το αποτέλεσμα της κάλπης.

Με τη μισαλλοδοξία και τον εθνικιστικό εξτρεμισμό του έχει εμποτίσει μεγάλο μέρος του πληθυσμού, βάζοντας απέναντι στο «στόχαστρο» ιδεολογικούς αντιπάλους, προοδευτικούς, δημοσιογράφους, μη χριστιανούς, φτωχούς και μέλη της ΛΟΑΤΚΙ+ κοινότητας.

Έχει «πριονίσει» μεθοδικά τα θεμέλια του δημοκρατικού κράτους, σπέρνοντας αμφιβολίες για την ακεραιότητα του εκλογικού συστήματος, στοχοποιώντας δικαστές και εκθειάζοντας τον στρατό, κυρίως το τμήμα του που παραμένει πιστό σε αυτό τον δεδηλωμένο νοσταλγό της χούντας.

Έχει «μολύνει» και φανατίσει την εκλογική βάση του με έναν ουσιαστικά ανεξέλεγκτο οχετό παραπληροφόρησης στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, αλλά και σε αγαστή συνεργασία με ευαγγελιστές φονταμενταλιστές.

Ένοπλοι υποστηρικτές του δρουν πλέον με λογική πολιτοφυλακής, εμπλεκόμενοι ακόμη και σε δολοφονίες ψηφοφόρων του Λούλα.

Η Βραζιλία έχει εν τω μεταξύ υποστεί «μια διαδικασία αποβιομηχάνισης τα τελευταία χρόνια, με τις αγροτικές επιχειρήσεις να αποτελούν όλο και περισσότερο την κινητήρια δύναμη της οικονομίας», επισημαίνει στο Al Jazeera o Βραζιλιάνος  ερευνητής δημοσιογράφος Ραφαέλ Γκαρσία. Κι αυτό, εξηγεί, έχει ως αποτέλεσμα  «να έχει αυξηθεί η οικονομική επιρροή των παραδοσιακά συντηρητικών περιοχών -μια αλλαγή που αντανακλάται και πολιτιστικά, με τη βραζιλιάνικη κάντρι μουσική, το το Sertanejo, να γίνεται mainstream».

Η «γάγγραινα» του μπολσοναρισμού

Αντανάκλαση αυτού του τροφοδοτούμενου εθνικισμού ήταν άλλωστε το επί μέρους αποτέλεσμα των γενικών εκλογών που διεξήχθησαν στις 2 Οκτωβρίου στη Βραζιλία. Αφορούν όχι μόνο στην εκλογή προέδρου και αντιπροέδρου, αλλά και κυβερνητών, καθώς και στην εκλογή  σε ομοσπονδιακό και πολιτειακό επίπεδο νέων μελών των νομοθετικών σωμάτων.

Έχοντας ήδη «κανιβαλίσει» τον χώρο της παραδοσιακής Δεξιάς και εν μέρει του κέντρου, το (κατ’ όνομα) Φιλελεύθερο Κόμμα του Μπολσονάρο σημείωσε το καλύτερο εκλογικό του αποτέλεσμα.

Κέρδισε 99 έδρες στην Κάτω Βουλή του Κογκρέσου της Βραζιλίας -22 περισσότερες από το 2017- και μαζί με τους συμμάχους του ελέγχει πλέον το ήμισυ του νομοθετικού σώματος.

Η μεγαλύτερη έκπληξη ήταν ωστόσο στη Γερουσία, όπου το κόμμα του Μπολσονάρου και οι προεκλογικοί σύμμαχοί του κέρδισαν 13 από τις 27 έδρες που ήταν προς διεκδίκηση (επί συνόλου 81).

«Κόντρα σε όλους και σε όλα, κερδίσαμε 2 εκατομμύρια περισσότερες ψήφους φέτος από ό,τι το 2018», είχε γράψει -πανηγυρίζοντας γι’ αυτά τα εκλογικά αποτελέσματα- ο Μπολσονάρο σε ανάρτηση, τα ξημερώματα της 3ης Οκτωβρίου. «Εξασφαλίσαμε τις περισσότερες έδρες στην Κάτω Βουλή και στη Γερουσία, που ήταν η βασική προτεραιότητά μας».

Υπό αυτή την έννοια, ακόμα κι αν χάσει από τον Λούλα, ο Μπολσονάρο θα μπορεί να του κάνει τον πολιτικό βίο… αβίωτο, «τορπιλίζοντας» κάθε προοδευτική προεδρική πρωτοβουλία.

Εφιάλτης διαρκείας

«Η ιδέα ότι η Βραζιλία θα μπορούσε με κάποιο τρόπο να γυρίσει τον χρόνο πίσω εκλέγοντας τον Λούλα και να ανακτήσει την αισιοδοξία και την υπόσχεση των αρχών του 21ο αιώνα φάνταζε πάντα εκπληκτική», γράφει στο Foreign Affairs ο Μπράιαν Γουίντερ, ειδικός αναλυτής σε θέματα Βραζιλίας.

«Ακόμα κι αν ο Λούλα νικήσει, θα είναι εγκλωβισμένος στο Κογκρέσο, και δη σε μια κοινωνία που γενικά είναι πολύ πιο συντηρητική, από ό,τι ήταν όταν ο ίδιος ανέλαβε πρώτη φορά την προεδρία».

Πλέον «ο μπολσοναρισμός έχει βαθιές ρίζες», υπογραμμίζει στους Financial Times η Βραζιλιάνα πολιτικός επιστήμονας Καμίλα Ρόχα. Ακόμη κι εάν χάσει ο ακροδεξιός νυν πρόεδρος, προβλέπει, «θα μπορέσει να συνεχίσει το πολιτικό του κίνημα, γιατί έχει πολλά χρήματα».

Και κάπως έτσι, προειδοποιεί, «εκτιμώ ότι θα προσπαθήσει να επιστρέψει σε τέσσερα χρόνια». Είτε αυτοπροσώπως, είτε μέσω ενός πολιτικού επιγόνου του, σε περίπτωση που ο Ζαΐρ Μπολσονάρο βρεθεί τελικά αντιμέτωπος με τη Δικαιοσύνη.

Πηγή: in.gr

Ακολουθήστε τον ot.grστο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, στον ot.gr

Latest News

Πρόσφατα Άρθρα Επικαιρότητα