Το 1914 ένας Γερμανός μπορούσε να ανταλλάξει ένα δολάριο με πέντε μάρκα. Στο τέλος του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου η ισοδυναμία απαιτούσε 14 γερμανικά νομίσματα και τον Ιανουάριο του 1922 σκαρφάλωνε στα 191. Αλλά ακόμη και αυτή η δυσαναλογία έμοιαζε λίγη μπροστά σε αυτό που έφερνε το 1923. Τον Νοέμβριο εκείνης της χρονιάς ένα δολάριο ισοδυναμούσε με 4,42 τρισεκατομμύρια μάρκα. Το νόμισμα είχε καταρρεύσει – συνέπεια και της γαλλοβελγικής εισβολής στη Γερμανία ώστε η τελευταία να καταβάλει τις πολεμικές αποζημιώσεις. Οποιοσδήποτε επίδοξος αγοραστής χρειαζόταν 90 δισ. μάρκα για ένα κιλό πατάτες. Οι εργάτες, από την άλλη, πληρώνονταν τρεις φορές μέσα στην ίδια μέρα.

Οι εικόνες είναι μακρινές, αλλά έχουν περάσει – σαν σε φόντο ασπρόμαυρης ταπετσαρίας – στη συλλογική μνήμη κάθε φορά που επανεμφανίζεται στη γερμανική κοινωνία η συζήτηση για το «φάντασμα» του πληθωρισμού. Το 1923 στέκει εκεί ως ανάμνηση μιας Ευρώπης που υπνοβατούσε μετά το τέλος του Μεγάλου Πολέμου για να πέσει στο limbo του υπερπληθωρισμού, της ενεργειακής κρίσης και μιας πανδημίας (η οποία ολοκληρωνόταν μόλις εκείνη τη χρονιά). «Το μακρύ αδύνατο κορμί του Μπεν ήταν κατά τα τρία τέταρτα σκεπασμένο με τις κουβέρτες, κοκαλιάρικο και φριχτά σκεπασμένο, σε μια στάση πάλης και αγωνίας. Λες και δεν ήταν δικό του αυτό το κορμί, στρεβλωμένο και χωρισμένο, σαν να ‘τανε το κορμί κάποιου αποκεφαλισμένου εγκληματία. Το πρασινοκίτρινο χρώμα του προσώπου του είχε γυρίσει στο γκρίζο. Και μέσ’ από τούτη τη γρανιτική χροιά του θανάτου, που τη φωτίζανε δυο κόκκινες βούλες πυρετού, ξεφύτρωναν, σαν βούρλα, τριών ημερών σκληρά μαύρα γένια». Είναι αναμνήσεις από την ισπανική γρίπη, τις οποίες ο Τόμας Γουλφ θα περάσει στο «Γύρνα σπίτι, άγγελέ μου» (μετάφραση: Κοσμάς Πολίτης, εκδ. Μεταίχμιο, 2017). Το ανθρώπινο σφαγείο των χαρακωμάτων ακολουθούσε έτσι ο αμείλικτος φόρος αίματος για 50 εκατομμύρια ανθρώπους. Η ζωή έμοιαζε απορφανισμένη. Η «κανονικότητα» δεν θα επέστρεφε ποτέ.

Κανονικότητα

Κι όμως, επέστρεψε. Η επόμενη δεκαετία ονομάστηκε «χρυσή» και «θορυβώδης» μέσα στη διονυσιακή παραφορά της. Τα «Roaring twenties» άφησαν το αποτύπωμά τους στη λογοτεχνία, τον κινηματογράφο, το μαζικό θέαμα. Σε εκείνη τη δεκαετία επέστρεψαν, για παράδειγμα, αρκετοί αναλυτές μέσα στο 2020, όταν η ανθρωπότητα των 7 δισεκατομμυρίων εκβίαζε διδάγματα από ένα σωματίδιο με διάμετρο ένα δεκακισχιλιοστό του χιλιοστού. Ο αριστερόστροφος Τζέρεμι Λεντ είδε την κατάρρευση της «νεοφιλελεύθερης περιόδου» στο opendemocracy.net: «Οτιδήποτε κι αν φαντάζεστε για τις μακροπρόθεσμες επιπτώσεις της πανδημίας του κορωνοϊού, δεν έχετε μεγάλη φαντασία». Στο Bloomberg View, από την άλλη, ο δεξιόστροφος επενδυτής Γκάρι Σίλινγκ θεωρούσε ότι η «πανδημία θα καρφώσει το τελευταίο καρφί στο φέρετρο του παγκοσμιοποιημένου εμπορίου».

Ο Γιάσα Μουνκ, πάλι, συγγραφέας του εξαιρετικού «People Vs. Democracy» (Harvard Univeristy Press, 2018), ήταν πιο μετρημένος: «Σε ένα ή δύο χρόνια από τώρα», έγραφε τον περασμένο Μάιο στο «Atlantic», «ο ιός θα έχει γίνει πιθανότατα διαχειρίσιμο κομμάτι της ζωής μας – θα έχουν κυριαρχήσει αποτελεσματικές θεραπείες. Αλλά ο αντίκτυπός του στον παγκόσμιο πολιτισμό μόλις που θα έχει αρχίσει να ξεδιπλώνεται». Οικονομία, συστήματα υγείας, τουρισμός, κλιματική αλλαγή θα περιμένουν τη σειρά τους, όσο οι αναλυτές οχυρώνονται πίσω από τον «χρονοκεντρισμό». Είναι ο όρος που εφηύρε το 1974 ο κοινωνιολόγος Jib Fowles για να υποδείξει την «πεποίθηση των ανθρώπων ότι η εποχή στην οποία ζουν είναι η πιο σημαντική, οι άλλες ωχριούν μπροστά στη σύγκριση». Τους τελευταίους μήνες η Γερμανία – και συνακόλουθα, η Ευρώπη – επέτρεψε αρκετές χρονοκεντρικές σκέψεις στον εαυτό της. Με τον τρόπο αυτό αντιστέκεται στο αξίωμα των ιστορικών: η μεγάλη Ιστορία απεχθάνεται τις συγκρίσεις. Ευνοεί ενίοτε τις αναλογίες – και αυτές χωρίς αποχρώσεις διδακτισμού.

Γκρίζες ζώνες

Οι προβλέψεις που κατακλύζουν τους εφήμερους καζαμίες για τη δεκαετία που έρχεται – πιθανότατα και για τη μεθεπόμενη – είναι ομολογουμένως συναρπαστικές. Ανταποκρίνονται στην αρχέγονη γοητεία που ασκεί το ανείπωτο και το γκροτέσκο (υπό την αίρεση ότι άλλες τόσες αποδεικνύονται απλώς βαρετές). Υπόκεινται, ωστόσο, σε ένα από τα κριτήρια που έθεσε ο πρώιμος 20ός αιώνας, σχεδόν «συνομήλικο» με τον γερμανικό υπερπληθωρισμό: εκείνο της διαψευσιμότητας. Η δεκαετία του 1920 απέδειξε ότι η κανονικότητα επέστρεψε. Για να χαθεί και πάλι. Τα περάσματα από μια εποχή στην επόμενη μοιάζουν περισσότερο με πορώδεις γκρίζες ζώνες παρά με ευθείες. Περιέχουν σε ισόποσες δόσεις την αίσθηση της ελπίδας, του εφήμερου και της επανάληψης. Κατ’ αυτή την έννοια, ο κόσμος του 1923, εκείνος που γέννησε την «Ερημη χώρα», μοιράζεται αρκετά στοιχεία με τον κόσμο του 2023. Παραφράζοντας ένα δοκίμιο του Ελιοτ για τον «Οδυσσέα», έμοιαζε με ένα «τεράστιο πανόραμα ματαιότητας και αναρχίας», ενώ διψούσε για λύτρωση και αναγέννηση. Αποδείχθηκε εκ των υστέρων η δεκαετία του ονείρου, του μοντερνισμού, της τζαζ, του ομιλούντος κινηματογράφου, του «Μεγάλου Γκάτσμπι». Για να τη διαδεχθεί η δεκαετία της οικονομικής κρίσης, όταν η νοσταλγία για τη χαμένη αθωότητα συμβάδιζε με την απόγνωση της Υφεσης και τον «Θάνατο του εμποράκου».

Ακολουθήστε τον ot.grστο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, στον ot.gr

Latest News

Πρόσφατα Άρθρα Διεθνή