Με την οικονομική πραγματικότητα να χαρακτηρίζεται από αναιμική ανάπτυξη, χαμηλά επιτόκια και υψηλό συστημικό κίνδυνο τα τελευταία έτη, οι συλλογικές επενδύσεις αναδείχθηκαν σε δημοφιλείς επιλογές, αντικαθιστώντας καταθέσεις και μεμονωμένες τοποθετήσεις.

Το πιο αντιπροσωπευτικό όχημα συλλογικών επενδύσεων, τα Αμοιβαία Κεφάλαια (ΑΚ), διέπονται από το ευρωπαϊκό πλαίσιο των UCITS, ενώ τα τελευταία έτη καταλαμβάνουν ολοένα και σημαντικότερο μερίδιο στην ελληνική αγορά. Μια λιγότερο δημοφιλής μορφή συλλογικών επενδύσεων με δομή αρκετά όμοια με τα ΑΚ, είναι οι Οργανισμοί Εναλλακτικών Επενδύσεων (ΟΕΕ), που επενδύουν κατά βάση σε Εναλλακτικές Επενδύσεις (ΕΕ), ενώ σε ευρωπαϊκό επίπεδο, το πλαίσιό τους (AIFMD) αφορά κυρίως τους διαχειριστές τους με περιορισμένες προσπάθειες ρύθμισης και των ίδιων των οργανισμών.

Τα ΑΚ, ως οχήματα συλλογικών επενδύσεων έχουν καθιερωθεί ως μία από τις καταλληλότερες επιλογές για επενδυτές με περιορισμένη γνώση ή χρόνο, που δεν επιθυμούν οι ίδιοι να αναλάβουν τη διαχείριση των επενδύσεών τους. Παράγοντες έλξης αποτέλεσαν επίσης η διαφοροποίηση στον κίνδυνο και η ποικιλία των μορφών τους, έτσι που να ταιριάζουν σε κάθε προφίλ επενδυτή, ενώ είναι από τα πιο ρυθμισμένα και διαφανή επενδυτικά οχήματα, προσιτά στο ευρύ κοινό, με περιορισμούς που τα καθιστούν εξαιρετικά ασφαλή επιλογή σε σχέση με μεμονωμένες τοποθετήσεις αντίστοιχων χρηματοπιστωτικών μέσων.

Στο πλαίσιο των ΑΚ, εμπορεύματα, πολύτιμα μέταλλα και ακίνητα διατηρούνται σε χαμηλά επίπεδα, ενώ περιορισμοί υφίστανται και αναφορικά με τη στρατηγική τους, το μέγιστο ποσοστό επένδυσης ανά εκδότη και την ελάχιστη διασπορά μεταξύ τοποθετήσεων. Επιπλέον, υπόκεινται σε αυστηρότερα όρια για παράγωγα και εξωτερικό δανεισμό, ενώ σε συνδυασμό με την απαγόρευση short selling, καθιστούν τα επίπεδα μόχλευσης που μπορούν να επιτύχουν εξαιρετικά χαμηλά.

Τα ΑΚ, ανάλογα με το είδος των μέσων στα οποία επενδύουν, είναι ορισμένης μορφής, όπως Χρηματαγοράς, Ομολογιακά, Μετοχικά, Δείκτη, ενώ οφείλουν κατά βάση να επενδύουν σε μέσα που διαπραγματεύονται σε οργανωμένες αγορές και να διασφαλίζουν επαρκή ρευστότητα. Σχετικά με την ενημέρωση των επενδυτών, αυτή αφορά την επενδυτική πολιτική και τις αποδόσεις τους, στοιχεία για το προφίλ κινδύνου / απόδοσης, αναλυτικά στοιχεία επενδύσεων, ιστορικές αποδόσεις, πληροφορίες για τις χρεώσεις κατά την αγορά ή ρευστοποίηση μεριδίων, ή προμήθειες επί των αποδόσεων και σχετικές επιβαρύνσεις.

Κλείνοντας, τα ΑΚ απευθύνονται κατά κύριο λόγο σε ιδιώτες, παρόλο που μεγάλο μέρος καλύπτονται από επαγγελματίες και θεσμικούς επενδυτές, βάσει κατηγοριοποίησης MiFID. Κύρια μέθοδος προστασίας τους είναι η διαφοροποίηση, προβαίνοντας σε διασπορά του κεφαλαίου τους σε προϊόντα με χαμηλή συσχέτιση. Από την άλλη πλευρά, το εύρος των τοποθετήσεών τους τα οδηγεί σε υψηλή συσχέτιση της απόδοσής τους με τη γενικότερη πορεία οικονομιών και κλάδων, αντανακλώντας συχνά γενικότερες τάσεις της αγοράς.

Οι ΟΕΕ από την άλλη πλευρά, είναι οχήματα συλλογικών επενδύσεων που ομοιάζουν με τα ΑΚ ως προς το ότι αποτελούν χαρτοφυλάκιο επενδύσεων, κυρίως σε άυλα στοιχεία, ενώ διαφέρουν ως προς την ελευθερία τους να επενδύουν σε ΕΕ, ήτοι εμπορεύματα, πολύτιμα μέταλλα, ακόμη και κρυπτονομίσματα. Στις συλλογικές μορφές ΕΕ, περιλαμβάνονται μεταξύ άλλων τα hedge funds, το private equity και οι εταιρίες επενδύσεων ακίνητης περιουσίας, με τις δύο τελευταίες να διέπονται από διαφορετικό πλαίσιο. Ιστορικά, κάποιες από τις ΕΕ, όπως τα εμπορεύματα, δεν εμφάνισαν εντυπωσιακές αποδόσεις, ενώ άλλες, συλλογικής μορφής όπως τα hedge funds, με στρατηγικές μειωμένης συσχέτισης με την αγορά, έδειξαν διφορούμενα αποτελέσματα.

Οι ΟΕΕ απολαμβάνουν επίσης μεγαλύτερο περιθώριο ανάληψης κινδύνων μέσω μόχλευσης, μπορούν να υιοθετούν στρατηγικές που ενέχουν παράγωγα, δανεισμό και short selling, ενώ διέπονται από χαμηλότερες απαιτήσεις διαφοροποίησης. Έτσι προσφέρουν δυνητικά υψηλότερες αποδόσεις, αλλά και υψηλότερο κίνδυνο απώλειας κεφαλαίου, με τους περιορισμούς τους να υπαγορεύονται κυρίως από την επενδυτική τους στρατηγική και τους στόχους τους.

Αναφορικά με την παροχή πληροφόρησης, αυτή περιλαμβάνει περιοδικές εκθέσεις αποτελεσμάτων με λεπτομερή στοιχεία μόχλευσης, ιστορικές αποδόσεις, τη στρατηγική τους, παρεπόμενους κινδύνους και περιορισμούς, τη διαχείριση ρευστότητας, τα κόστη και οι επιβαρύνσεις. Έτσι, ενώ οι ΕΕ παρέχουν κατά περίπτωση επαρκή πληροφόρηση, η πληροφόρηση αυτή συνήθως δεν είναι αναλυτική αναφορικά με τις επιμέρους συναλλαγές.

Ακόμη, οι ΟΕΕ συνήθως απευθύνονται σε επαγγελματίες και θεσμικούς επενδυτές, με πείρα και γνώσεις και μόνο υπό προϋποθέσεις μπορούν να απευθύνονται σε ιδιώτες. Αυτό αντανακλάται ιδιαίτερα στην ελευθερία υιοθέτησης ιδιαίτερων στρατηγικών με ανάληψη πολύπλοκων θέσεων βάσει εξειδικευμένων γνώσεων. Έτσι, σε αντίθεση με την πρακτική της διαφοροποίησης των ΑΚ και την υψηλή συσχέτιση των αποδόσεών τους με την αγορά, στην περίπτωση π.χ. των hedge funds, οι στρατηγικές βασίζονται στην αντιστάθμιση κινδύνων (hedging) και παρεπόμενα τη χαμηλή συσχέτιση και μόνωση από τον κίνδυνο γενικότερων τάσεων της οικονομίας. Οι στρατηγικές τους, όντας πιο επιθετικές, αντανακλούν ιδιαίτερη πληροφόρηση και εξειδικευμένες προβλέψεις, χωρίς βέβαια αυτό να διασφαλίζει και επίτευξη υψηλότερων αποδόσεων έναντι της αγοράς, καθότι ο ιδιοσυγκρασιακός κίνδυνος είναι συχνότερα υψηλότερος.

Συμπερασματικά, οι δυο θεσμοί αποτελούν βασικά οχήματα συλλογικών επενδύσεων, με αρκετές ομοιότητες. Παρόλα αυτά, το πλαίσιο λειτουργίας και διαχείρισης των ΑΚ παρουσιάζει διαφορές από αυτό των ΟΕΕ σε βασικές περιοχές, όπως η αγορά στόχος, η ενημέρωση και προστασία των επενδυτών και οι επενδυτικοί περιορισμοί.

Τέλος, το πλαίσιο που καθορίζει τη λειτουργία των ΑΚ, παρότι δεν είναι πρόσφατο, είναι κάτι δυναμικό και εξελισσόμενο που αναμένεται να γίνει πολυπλοκότερο, ιδιαίτερα με τις πρόσφατες αυξητικές τάσεις που παρατηρούνται και στην Ελλάδα. Ακόμη, ενώ υφίστατο πλαίσιο διαχειριστών ΟΕΕ στη χώρα σύμφωνα με το ευρωπαϊκό AIFMD, το πλαίσιο σύστασης ΟΕΕ με τον νόμο 4706/2020 είναι πρόσφατο, εκδηλώνοντας την πρόθεση του νομοθέτη και των Εποπτικών Αρχών περαιτέρω ενίσχυσης του θεσμού. Συνεπώς, οι εταιρείες διαχείρισης, αναλόγως της στρατηγικής που επιλέγουν και του επιχειρηματικού τους μοντέλου, θα πρέπει να είναι διαρκώς ενημερωμένες αναφορικά με τις ενέργειες που απαιτούνται προκειμένου να συμμορφωθούν.

*Κωνσταντίνος Τσερμενίδης, Supervising Senior Advisor, Συμβουλευτικό Τμήμα, Χάρις Χαντζή, Advisor, Συμβουλευτικό Τμήμα, KPMG

Ακολουθήστε τον ot.grστο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, στον ot.gr

Latest News

Πρόσφατα Άρθρα Experts