Η περαιτέρω βελτίωση της ανταγωνιστικότητας της χώρας αποτελεί κρίσιμο παράγοντα για την επιτάχυνση της ανάπτυξης, αναφέρεται στην Έκθεση της Τράπεζας της Ελλάδος για τη Νομισματική Πολιτική 2020-2021.

Την περίοδο 2007-2019 η ανταγωνιστικότητα της ελληνικής οικονομίας σε όρους σχετικών τιμών και κόστους εργασίας βελτιώθηκε, ως συνέπεια των πολιτικών που εφαρμόστηκαν για την αντιμετώπιση της κρίσης χρέους, επισημαίνεται χαρακτηριστικά. Η βελτίωση αυτή είχε ως αποτέλεσμα την ενίσχυση του εξωστρεφούς προσανατολισμού της χώρας. Ωστόσο, σε όρους διαρθρωτικής ανταγωνιστικότητας, παρά τη βελτίωση η οποία παρατηρείται σε ορισμένους δείκτες, η Ελλάδα φαίνεται να εξακολουθεί να υπολείπεται σε σχέση με το μέσο όρο των χωρών-μελών της ζώνης του ευρώ.

Δείκτες διαρθρωτικής ανταγωνιστικότητας της Ελλάδος

Οι εν δυνάμει επενδυτές, στη διαδικασία λήψης αποφάσεων σχετικά με τη χώρα όπου πρόκειται να επενδύσουν, πέραν των παραγόντων που συνδέονται με την ανταγωνιστικότητα σε όρους σχετικών τιμών και κόστους ανά μονάδα εργασίας, εξετάζουν και παράγοντες ποιοτικούς οι οποίοι θα μπορούσαν να δυσχεράνουν ή να διευκολύνουν την υλοποίηση και την αποδοτικότητα της επένδυσής τους.

Τέτοιοι παράγοντες περιλαμβάνουν μεταξύ άλλων την αποτελεσματική λειτουργία των θεσμών και της δικαιοσύνης, την οικονομική ελευθερία, την ευελιξία των αγορών και τη φορολόγηση των επιχειρήσεων. Οι δείκτες διαρθρωτικής ανταγωνιστικότητας αποτυπώνουν την τρέχουσα κατάσταση της χώρας, όπως διαμορφώνεται υπό την επίδραση των ανωτέρω παραγόντων και το εύρος πραγματοποίησης μεταρρυθμίσεων. Επίσης καταγράφουν τόσο τη σχετική όσο και την απόλυτη θέση στην οποία βρίσκεται κάθε χώρα.

Η σχετική θέση (rank-κατάταξη) αναφέρεται στο πού τοποθετείται η επίδοση της χώρας σε σχέση με άλλες χώρες, ενώ η απόλυτη θέση (score-βαθμολογία) κατά πόσον η βαθμολογία της χώρας κινείται ανοδικά ή καθοδικά.

Επιπλέον, καθώς η συλλογή στοιχείων για την κατάρτιση των δεικτών βασίζεται κυρίως σε επιχειρηματικές έρευνες, οι εν λόγω δείκτες επηρεάζονται από τις μεταβολές στις γενικότερες μακροοικονομικές συνθήκες. Η διαρθρωτική ανταγωνιστικότητα της ελληνικής οικονομίας, αν και παραμένει συγκριτικά χαμηλή σε ευρωπαϊκό και διεθνές επίπεδο, εμφανίζει βελτίωση σε ορισμένους τομείς. Η μείωση του κόστους των επιχειρήσεων σε όρους φορολογίας και εργοδοτικών εισφορών και η αύξηση της αποτελεσματικότητας του δημόσιου τομέα είναι μερικοί από αυτούς.

Πιο αναλυτικά:

• Ο οργανισμός World Economic Forum καταρτίζει το σύνθετο Διεθνή Δείκτη Ανταγωνιστικότητας (WEF-GCI), ο οποίος συντίθεται από 12 πυλώνες (θεσμοί, υποδομές, υιοθέτηση ΤΠΕ, μακροοικονομική σταθερότητα, υγεία, δεξιότητες, αγορά προϊόντων, αγορά εργασίας, χρηματοπιστωτικό σύστημα, μέγεθος αγοράς, δυναμισμός επιχειρήσεων, ικανότητα καινοτομίας). Η Ελλάδα, παρόλο που βελτίωσε την αξιολόγησή της στην πλέον πρόσφατη έκθεση για το 2019 κατά 0,5 της ποσοστιαίας μονάδας, κατατάχθηκε 59η μεταξύ 141 χωρών, δύο θέσεις χαμηλότερα σε σχέση με την προηγούμενη έκθεση.

Οι πυλώνες με τις καλύτερες επιδόσεις για την Ελλάδα περιλαμβάνουν την υγεία (23η), τις υποδομές (37η), ενώ οι πλέον αδύναμοι παραμένουν το χρηματοπιστωτικό σύστημα (115η), εξαιτίας της περιορισμένης χρηματοδότησης των μικρομεσαίων επιχειρήσεων (ΜΜΕ) και της κατάστασης όσον αφορά τη σταθερότητα των τραπεζών και τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια, και η αγορά εργασίας (111η), εξαιτίας της υψηλής φορολογίας και της μειωμένης ευελιξίας στη διαμόρφωση των μισθών.

• Το International Institute for Management Development δημοσιεύει το σύνθετο δείκτη διεθνούς κατάταξης της ανταγωνιστικότητας (IMD-WCR), που συντίθεται από τέσσερις υποδείκτες (οικονομική επίδοση, αποτελεσματικότητα δημόσιου τομέα, αποτελεσματικότητα επιχειρήσεων, υποδομές). H Ελλάδα κατέγραψε βελτίωση το 2020 κατά 9 θέσεις, κατατασσόμενη 49η μεταξύ 63 οικονομιών, καθώς βελτιώθηκαν οι υποδείκτες κυρίως της αποτελεσματικότητας και δευτερευόντως της μακροοικονομικής επίδοσης και των υποδομών. Οι σημαντικότερες προκλήσεις είναι η διεύρυνση της παραγωγικής βάσης μέσω αύξησης των επενδύσεων πάγιου κεφαλαίου, η βελτίωση της πρόσβασης των επιχειρήσεων στη χρηματοδότηση, η επιτάχυνση του ψηφιακού μετασχηματισμού σε όλη την οικονομία, η στοχευμένη ενίσχυση δυναμικών και εξωστρεφών κλάδων και η υιοθέτηση ενός περισσότερο φιλικού προς την ανάπτυξη φορολογικού μίγματος.

• Η Παγκόσμια Τράπεζα δημοσιεύει το σύνθετο δείκτη «ευχέρειας του επιχειρείν» (WB-EDB), ο οποίος συντίθεται από δέκα πυλώνες (έναρξη επιχειρηματικής δραστηριότητας, άδειες οικοδομής, ηλεκτροδότηση, μεταγραφή ακίνητης περιουσίας, λήψη πιστώσεων, προστασία μικροεπενδυτών, καταβολή φόρων, διασυνοριακό εμπόριο, εφαρμογή συμβάσεων, διαδικασίες πτώχευσης). Σύμφωνα με την τελευταία έκθεσή της (2019), η θέση της Ελλάδος επιδεινώθηκε και η χώρα κατατάσσεται 79η από 72η το 2018. Βελτίωση καταγράφηκε στη διαδικασία έναρξης επιχειρηματικής δραστηριότητας (WB-SB), στην προστασία των δικαιωμάτων μειοψηφίας και το χρόνο εγγραφής στο μητρώο επιχειρήσεων, ενώ η πρόσβαση σε χρηματοτοδότηση και η εφαρμογή συμβάσεων χειροτέρευσε.

• Ο σύνθετος δείκτης διεθνούς διακυβέρνησης της Παγκόσμιας Τράπεζας περιλαμβάνει έξι διακριτούς δείκτες (WB-WGI, εκπροσώπηση και λογοδοσία, πολιτική σταθερότητα και απουσία βίας/τρομοκρατίας, αποτελεσματικότητα δημόσιου τομέα, ποιότητα των θεσμών, κράτος δικαίου, έλεγχος της διαφθοράς). Η επίδοση της Ελλάδος βελτιώθηκε όσον αφορά την πολιτική σταθερότητα και την απουσία βίας/τρομοκρατίας (47η από 51η), καθώς και την ποιότητα των θεσμών (62η από 75η).

• Ο οργανισμός Tax Foundation καταρτίζει το σύνθετο δείκτη φορολογικής ανταγωνιστικότητας (ITCI), ο οποίος εξετάζει πάνω από 40 μεταβλητές φορολογικής πολιτικής. Η Ελλάδα παρέμεινε σταθερά στην 29η θέση, αν και η επίδοσή της σε απόλυτους όρους βελτιώθηκε κατά 2,5 ποσοστιαίες μονάδες εξαιτίας μειώσεων στους συντελεστές φορολόγησης των εταιριών και των μερισμάτων. Αντίθετα, χαμηλές επιδόσεις καταγράφονται στη φορολόγηση της κατανάλωσης και της ακίνητης περιουσίας.

• Ο οργανισμός Heritage Foundation καταρτίζει το σύνθετο δείκτη οικονομικής ελευθερίας (Heritage Economic Freedom), όπου η Ελλάδα κατατάχθηκε 100ή μεταξύ 180 χωρών αναβαθμιζόμενη κατά 6 θέσεις, κυρίως λόγω της βελτίωσης στον τομέα της ακεραιότητας της κυβέρνησης.

• Το Ινστιτούτο Frazer καταρτίζει το σύνθετο δείκτη οικονομικής ελευθερίας (Frazer Economic Freedom), αποτελούμενο από πέντε κατηγορίες (μέγεθος της κυβέρνησης και φορολογία, ιδιωτική περιουσία και κράτος δικαίου, αξιοπιστία του νομίσματος, ρυθμιστικό πλαίσιο στις συναλλαγές εμπορίου και δασμών, ρυθμιστικό πλαίσιο επιχειρήσεων, αγορών εργασίας και κεφαλαίων), όπου αξιολογούνται κυβερνητικές πολιτικές. Βελτιωμένη είναι η κατάταξη της Ελλάδος (92η από 102η θέση) στην τελευταία έκθεση του 2020.

• Ο οργανισμός Transparency International καταρτίζει το σύνθετο δείκτη αντίληψης της διαφθοράς (CPI) εξετάζοντας συμπεριφορές διαφθοράς στο δημόσιο τομέα (δωροδοκία, εκτροπή δημόσιων πόρων, χρήση δημόσιου αξιώματος για ιδιωτικό όφελος, νεποτισμός στη δημόσια διοίκηση, επιρροή ομάδων συμφερόντων στη λειτουργία του κράτους), όπου η Ελλάδα το 2020 κατατάχθηκε 59η μεταξύ 180 χωρών, μία θέση υψηλότερα από ό,τι στην έκθεση του προηγούμενου έτους. Ωστόσο, από το 2012 καταγράφει τη μεγαλύτερη σωρευτική ανέλιξη (κατά 14 θέσεις). Οι χώρες με καλή επίδοση στο δείκτη αυτό επενδύουν περισσότερο στις υπηρεσίες υγείας και είναι λιγότερο πιθανό να παραβιάσουν δημοκρατικούς κανόνες.

• Το Ινστιτούτο Legatum καταρτίζει το σύνθετο δείκτη ευημερίας (Legatum Prosperity), συνθέτοντας δώδεκα κατηγορίες (ασφάλεια και προστασία, προσωπική ελευθερία, διακυβέρνηση, κοινωνικό κεφάλαιο, επενδυτικό περιβάλλον, συνθήκες επιχειρείν, πρόσβαση στις αγορές και υποδομές, ποιότητα στην οικονομία, συνθήκες διαβίωσης, υγεία, παιδεία, φυσικό περιβάλλον), στον οποίο η θέση της Ελλάδος αναβαθμίστηκε κατά μία θέση (από 42η σε 41η) σύμφωνα με τα πλέον πρόσφατα στοιχεία του 2020.

Σύγκριση με το μέσο όρο των χωρών-μελών της ζώνης του ευρώ

Διαχρονικά, η κατάταξη της Ελλάδος υπολείπεται στους κυριότερους δείκτες διαρθρωτικής ανταγωνιστικότητας σε σχέση με τις χώρες της ζώνης του ευρώ, καθώς χαμηλότερη (υψηλότερη) τιμή αντιστοιχεί σε καλύτερη (χειρότερη) κατάταξη.

Μάλιστα, ενώ οι δείκτες για τις χώρες της ζώνης του ευρώ κατά μέσο όρο δεν εμφανίζουν έντονη διακύμανση, στην περίπτωση της Ελλάδος παρουσίασαν σημαντική επιδείνωση κατά την περίοδο της χρηματοοικονομικής κρίσης και σταδιακή επανάκαμψη στη συνέχεια.

Οι χώρες της ζώνης του ευρώ έχουν, όπως αναμενόταν, υψηλότερη βαθμολογία από την Ελλάδα, καθώς υψηλότερη (χαμηλότερη) τιμή καταδεικνύει καλύτερη (χειρότερη) βαθμολογία .

Με εξαίρεση τους δείκτες διακυβέρνησης, η κατάταξη της Ελλάδος είναι χαμηλότερη από το μέσο όρο των χωρών της ζώνης του ευρώ, ενώ σε αρκετούς δείκτες η χώρα κατατάσσεται μεταξύ των τελευταίων στη ζώνη του ευρώ, παρά την πρόοδο που έχει επιτευχθεί τα τελευταία χρόνια.

Η διαφορά μεταξύ κατάταξης και βαθμολογίας φανερώνει τη μεγαλύτερη ταχύτητα στην πραγματοποίηση μεταρρυθμίσεων σε άλλες χώρες της ζώνης του ευρώ.

Ακολουθήστε τον ot.grστο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, στον ot.gr

Latest News

Πρόσφατα Άρθρα Οικονομία