Η κυβέρνηση Μπάιντεν εξετάζει την έκδοση προεδρικού διατάγματος για τον περιορισμό των μεγάλων επιχειρήσεων, μια ενέργεια που υπερβαίνει την παραδοσιακή αντιμονοπωλιακή πολιτική των ΗΠΑ.

Σύμφωνα με πληροφορίες, ο Λευκός Οίκος σχεδιάζει προεδρικό διάταγμα που θα ζητά από τις κυβερνητικές υπηρεσίες να ενισχύσουν την εποπτεία τους σε βιομηχανίες τις οποίες θεωρεί ότι κυριαρχούνται από ένα μικρό αριθμό εταιρειών, σε μια προσπάθεια να ελεγχθεί η δύναμη των μεγάλων επιχειρήσεων στην αμερικανική οικονομία.

Το εκτελεστικό διάταγμα, το οποίο ο Πρόεδρος Μπάιντεν μπορεί να υπογράψει ακόμη και την επόμενη εβδομάδα, θα οδηγεί τις ρυθμιστικές αρχές για βιομηχανίες που ποικίλλουν από αεροπορικές εταιρείες μέχρι τη γεωργία να επανεξετάσουν τη διαδικασία λήψης κανονισμών προκειμένου να ενισχυθεί ο ανταγωνισμός και να δοθούν στους καταναλωτές, εργαζόμενους και προμηθευτές περισσότερα δικαιώματα για να αντιμετωπίσουν τους μεγάλους παραγωγούς. Όπως αναφέρει η Wall Street Journal, ο στόχος είναι να διευρυνθεί ο τρόπος με τον οποίο οι διαμορφωτές πολιτικής προσεγγίζουν τη συγκέντρωση επιχειρήσεων στις ΗΠΑ, υπερβαίνοντας την παραδοσιακή αντιμονοπωλιακή πολιτική που εστιάζει στο μπλοκάρισμα των μεγάλων συγχωνεύσεων.

Για παράδειγμα, εταιρείες σε βιομηχανίες που ελέγχονται από έναν μικρό αριθμό μεγάλων εταιρειών ίσως βρεθούν αντιμέτωπες με νέους κανόνες για τη δημοσίευση των προμηθειών που χρεώνουν τους πελάτες ή για τις σχέσεις τους με προμηθευτές. Όπως είναι φυσικό, αναμένεται να υπάρξει αντίδραση από τους μεγάλους επιχειρηματικούς ομίλους και από μέλη των Ρεπουμπλικανών. Επιχειρήσεις και νομικές ομάδες συντηρητικών μπορεί να προσφύγουν νομικά κατά των νέων κανονισμών όπως έχουν ήδη κάνει για τις κυβερνητικές ενέργειες με στόχο τον περιορισμό εξόρυξης πετρελαίου και φυσικού αερίου σε ομοσπονδιακά εδάφη και την επέκταση του μορατόριουμ για το πάγωμα των εξώσεων. Οι πλευρές που αντιδρούν ελπίζουν ότι οι συντηρητικοί δικαστές που διόρισε ο πρώην Πρόεδρος Ντόναλντ Τραμπ θα βοηθήσουν στο να ακυρωθούν αυτοί οι νέοι κανονισμοί. «Θεωρώ ότι ο τρόπος που προωθείται αυτή η πρωτοβουλία είναι αμφισβητήσιμος,» δήλωσε ο Ντάγκλας Χολτς-Ικιν, οικονομολόγους εργάστηκε για την κυβέρνηση Τζόρτζ Μπους και ο οποίος συμβουλεύει νομοθέτες και υποψηφίους των Ρεπουμπλικανών. «Εχουν αποφασίσει ότι οικονομία δεν είναι ανταγωνιστική, όμως εάν κοιτάξεις καλύτερα στα στοιχεία δεν βλέπεις κάποια ριζική αύξηση συγκέντρωσης.»

Ο Χολτς-Ικιν, ο οποίος είναι επικεφαλής του American Action Forum –ενός συντηρητικού think tank- πρόσθεσε ότι το πιθανό προεδρικό διάταγμα βασίζεται στην «φιλοσοφική υπόθεση ότι ο ιδιωτικός τομέας είναι λάθος και ότι η κυβέρνηση είναι καλύτερη.»

Η προσέγγιση στις μεγάλες επιχειρήσεις θα είναι παρόμοια με αυτό που Μπάιντεν αποκάλεσε μέθοδο «ολιστικής κυβέρνησης» για την αντιμετώπιση άλλων προτεραιοτήτων, όπως η αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής και η φυλετική ανισότητα. Το σχέδιο του εκτελεστικού διατάγματος ανέφερε για πρώτη φορά σε δημοσίευμά του το Reuters.

Η Εμιλι Σίμος, εκπρόσωπος του Λευκού Οίκου, διευκρίνισε ότι ακόμη δεν έχει ληφθεί καμιά απόφαση για το θέμα, ωστόσο επισήμανε ότι ο κ. Μπάιντεν είχε καταστήσει σαφές στη διάρκεια της προεκλογικής εκστρατείας του ότι ήθελε η κυβέρνηση να κάνει περισσότερα για τον περιορισμό της κυριαρχίας κάποιων επιχειρήσεων σε ορισμένους τομείς της βιομηχανίας. Πρόσθεσε, δε, ότι ο πρόεδρος έχει ζητήσει στο παρελθόν την παροχή περισσότερης προστασίας στους μικρούς αγρότες απέναντι στον συγκεντρωτισμό ανάμεσα σε διανομείς και κατασκευαστές αγροτικών μηχανημάτων, ενώ έχει ζητήσει τον περιορισμό της δυνατότητας των εργοδοτών να αναγκάζουν τους εργαζόμενους να υπογράφουν συμβάσεις που περιορίζουν τη δυνατότητά τους να μπορούν να εργαστούν σε άλλες επιχειρήσεις.

Το προεδρικό διάταγμα που εξετάζεται θα ακολουθεί τα χνάρια ενός διατάγματος με παρόμοιους στόχους που υπέγραψε ο πρώην Πρόεδρος Μπαράκ Ομπάμα τον Απρίλιο του 2016. Ορισμένοι υποστηρικτές της επιθετικής αντιμονοπωλιακής δράσης τονίζουν ότι το διάταγμα ήταν ασαφές και εκδόθηκε κοντά στο τέλος της θητείας του Ομπάμα με αποτέλεσμα να μην φέρει σημαντικά αποτελέσματα. Το διάταγμα Ομπάμα ζήτησε από υπηρεσίες να αναγνωρίσουν σε 60 ημέρες τα όρια στον ανταγωνισμό σε βιομηχανίες που εποπτεύουν και να προτείνουν νέους κανόνες για την υποστήριξη καταναλωτών και μικρών επιχειρήσεων. Το υπουργείο Εμπορίου ενίσχυσε τον ανταγωνισμό για τα πακέτα καλωδιακής και δορυφορικής τηλεόρασης, το υπουργείο Γεωργίας έδωσε σε μικρούς πτηνοτρόφους περισσότερη προστασία απέναντι σε συσκευαστές κρέατος και το υπουργείο Μεταφορών απαίτησε από τις αεροπορικές εταιρείες να δημοσιεύον με μεγαλύτερη σαφήνεια τις χρεώσεις αποσκευών. Ο Τραμπ ακύρωσε τα μέτρα για την πτηνοτροφία και τις αεροπορικές, όμως δεν είχε προτεραιότητα την πολιτική κατά της συγκέντρωσης. «Πιστεύω ότι το διάταγμα Ομπάμα λειτούργησε καλά, όμως ήρθε στο τέλος της θητείας του και αυτά τα πράγματα χρειάζονται χρόνο,» δήλωσε ο Τζέισον Φέρμαν, επικεφαλής του Συμβουλίου Οικονομικών Συμβούλων του Ομπάμα. «Με περισσότερο χρόνο μπροστά, το εκτελεστικό διάταγμα έχει τη δυνατότητα να προσφέρει πολύ περισσότερα,» τόνισε ο Φέρμαν, καθηγητής οικονομικών στο Χάρβαρντ.

Η στόχευση της κυβέρνησης Μπάιντεν στη δύναμη των μεγάλων επιχειρήσεων γίνεται εν μέσω αυξανόμενης δικομματικής στήριξης σε πιο σκληρά αντιμονοπωλιακά μέτρα, ειδικά σε μεγάλες τεχνολογικές εταιρείες όπως οι Amazon.com, Apple Inc, Facebook Inc, και η Google της Alphabet Inc. Επιτροπή της Βουλής των Αντιπροσώπων ενέκρινε την προηγούμενη εβδομάδα νομοθετικό πακέτο που προβλέπει τον περιορισμό της κυριαρχίας των τεχνολογικών γιγάντων στην αγορά, με μέτρα όπως η απαγόρευση των μεγάλων πλατφόρμων να προωθούν τα δικά τους προϊόντα ή υπηρεσίες. Τα μέτρα χρειάζονται την έγκριση της Βουλής των Αντιπροσώπων και της Γερουσίας για να γίνουν νόμος.

Ο Πρόεδρος Μπάιντεν διόρισε την Λίνα Καν, προεξέχουσα επικριτή των τεχνολογικών εταιρειών, επικεφαλής της Ομοσπονδιακής Επιτροπής Εμπορίου, μια από τις δύο ομοσπονδιακές υπηρεσίες που χειρίζονται τέτοιες υποθέσεις. Ωστόσο, ομοσπονδιακό δικαστήριο τη Δευτέρα δυσκόλεψε τις προσπάθειες για περιορισμό της δύναμης των μεγάλων τεχνολογικών εταιρειών, απορρίπτοντας αντιμονοπωλιακές αγωγές κατά της Facebook που έκαναν η ομοσπονδιακή κυβέρνηση και 46 πολιτείες τον περασμένο Δεκέμβριο.

Προοδευτικοί ακαδημαϊκοί και ακτιβιστές τα τελευταία χρόνια προωθούν νέες προσεγγίσεις στην πολιτική των μεγάλων επιχειρήσεων και ορισμένες έχουν ήδη υποβληθεί στην κυβέρνηση Μπάιντεν. Ο Τιμ Γου, υποστηρικτής αυστηρότερης αντιμονοπωλιακής πολιτικής έχει σήμερα θέση αξιωματούχου στο Εθνικό Οικονομικό Συμβούλιο του Λευκού Οίκου και χειρίζεται την πολιτική για την τεχνολογία και τον ανταγωνισμό. Ο Γου εργάζεται πάνω στο εκτελεστικό διάταγμα, σύμφωνα με πληροφορίες. Ο Γου, όταν ήταν καθηγητής Νομικής στο πανεπιστήμιο Κολούμπια το 2017 έγραψε άρθρο καλώντας τους διαμορφωτές πολιτικής να εξετάσουν εναλλακτικές στην αντιμονοπωλιακή νομοθεσία που θα λειτουργήσουν καταλυτικά στον ανταγωνισμό.

Παρόμοιο επιχείρημα, σε έκθεση το Νοέμβριο του 2020, παρουσίασε το Κέντρο Ισότιμης Ανάπτυξης της Ουάσιγκτον, με επικεφαλής τότε την Χέδερ Μπούσει, σήμερα μέλος του Συμβουλίου Οικονομικών Συμβούλων του Μπάιντεν, που ζητούσε από τη νέα κυβέρνηση να δεσμευτεί για μια ολιστική κυβερνητική προσέγγιση στην πολιτική ανταγωνισμού. Ο Γου ήταν εκ των συγγραφέων αυτής της έκθεσης.

Οι υποστηρικτές αυτής της προσέγγισης λένε ότι οι ρυθμιστικές αρχές συχνά εστιάζουν στην προώθηση των εταιρειών και βιομηχανιών που εποπτεύουν και ότι θα μπορούσε να κάνει τη διαφορά για τον Λευκό Οίκο το να τους κατευθύνει να κάνουν περισσότερα για την μείωση της ισχύος αυτών των εταιρειών. «Είναι σημαντικό να υπάρχει πίεση από τον Λευκό Οίκο προς τις υπηρεσίες να σκέφτονται περισσότερο για την προώθηση του ανταγωνισμού όταν ωφελεί το κοινό, ακόμη κι όταν δεν είναι καλοδεχούμενο από την βιομηχανία που ρυθμίζεται,» δήλωσε ο Καρλ Σαπίρο, οικονομολόγος στο Πανεπιστήμιο Μπέρκλει της Καλιφόρνια, ο οποίος εργάστηκε στην αντιμονοπωλιακή πολιτική στις κυβερνήσεις Κλίντον και Ομπάμα.

Μεταφράστηκε στα Ελληνικά από τον Οικονομικό Ταχυδρόμο

Πρόσφατα Άρθρα