Είτε μιλάμε για μια τέταρτη, πέμπτη ή έκτη βιομηχανική επανάσταση, συχνά βλέπουμε να πυροδοτούνται δημόσιες συζητήσεις. Παρά τις διαφορετικές απόψεις επί του θέματος, το βέβαιο είναι πως βιώνουμε μια βαθιά βιομηχανική επανάσταση, η οποία περιλαμβάνει μια διπλή πρόκληση: αφενός, να καταστεί η βιομηχανία μας οικολογικότερη και κυκλικότερη και, αφετέρου, να επιτύχει τον ψηφιακό μετασχηματισμό της.
Είναι μια επανάσταση που καθοδηγείται από διάφορους παράγοντες: τις δεσμεύσεις μας βάσει της Συμφωνίας του Παρισιού, την επιδίωξη της παγκόσμιας ανταγωνιστικότητας, την ανάγκη προσαρμογής των αγορών εργασίας, την ευαισθησία των καταναλωτών και, τελευταίο αλλά όχι λιγότερο σημαντικό, την κοινή γνώμη.
Η καταπολέμηση της κλιματικής αλλαγής και οι στόχοι βιώσιμης ανάπτυξης του ΟΗΕ είναι σαφώς βασικοί πυλώνες της δράσης της ΕΕ, και πρέπει να φροντίσουμε ώστε όλες οι συνιστώσες της κοινωνίας και της βιομηχανίας να τις αντιλαμβάνονται και να τις βιώνουν ολοένα και περισσότερο ως ευκαιρία και λιγότερο ως βάρος.
Η Ευρωπαϊκή Πράσινη Συμφωνία, το Σχέδιο δράσης για την κυκλική οικονομία, η πρόσφατα επικαιροποιημένη Νέα βιομηχανική στρατηγική για την Ευρώπη, η Δέσμη μέτρων προσαρμογής στον στόχο του 55 % που παρουσιάστηκε πρόσφατα μέσα στον Ιούλιο, καθώς και όλες οι σχετικές δραστηριότητες και νομοθετικές πρωτοβουλίες, αποτελούν μέσα καθοριστικής σημασίας για τη μετουσίωση των δημόσιων συζητήσεων σε καθημερινή πραγματικότητα παντού στην Ευρώπη χωρίς να αφεθεί κανείς στο περιθώριο αυτής της συλλογικής προσπάθειας.
Οι πρώτες ύλες, και ιδίως οι κρίσιμες πρώτες ύλες, βρίσκονται στον πυρήνα αυτής της διαδικασίας. Η ψηφιοποίηση και η ενίσχυση του οικολογικού προσανατολισμού της βιομηχανίας και της κοινωνίας της ΕΕ προϋποθέτει τεχνολογίες οι οποίες εξαρτώνται από τις πρώτες ύλες. Η αιολική ενέργεια, για παράδειγμα, προέρχεται από ανεμογεννήτριες που περιέχουν, μεταξύ άλλων, σπάνιες γαίες. Η ΕΕ εξαρτάται σε ποσοστό σχεδόν 100% από την Κίνα για την προμήθεια αυτών των υλών.
Παρόμοια κατάσταση επικρατεί και όσον αφορά πολλές τεχνολογίες ζωτικής σημασίας για την πράσινη και την ψηφιακή μετάβαση, από τους συσσωρευτές μέχρι τα φωτοβολταϊκά, από τη ρομποτική μέχρι τις κυψέλες καυσίμου. Το Σχέδιο δράσης της ΕΕ για τις κρίσιμες πρώτες ύλες και η επικαιροποιημένη βιομηχανική στρατηγική προσδιορίζουν 30 υλικά και 137 προϊόντα αντίστοιχα που είναι απαραίτητα για τη βιομηχανία και την κοινωνία μας και από τα οποία εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό η ΕΕ.
Αυτά είναι ανησυχητικά στοιχεία, αλλά επιβεβαιώνουν επίσης την πραγματικότητα. Τους τελευταίους λίγους μήνες η προσοχή της κοινής γνώμης στράφηκε σαφέστερα σε αυτές τις εξαρτήσεις, καθώς η πανδημία COVID-19 ανέδειξε την ανάγκη η βιομηχανία και η κοινωνία της ΕΕ στο σύνολό τους να καταστούν ανθεκτικότερες και στρατηγικά αυτόνομες, ειδικότερα σε ζητήματα όπως τα εμβόλια, τα φάρμακα και τα ιατροτεχνολογικά προϊόντα. Επομένως, έχει φτάσει η ώρα για ανάληψη δράσης όσον αφορά αυτούς τους κρίσιμους παράγοντες και πρέπει να χρησιμοποιήσουμε όλα τα μέσα για να διορθώσουμε τις εξαρτήσεις μας μέσω ενός στρατηγικού οράματος.
Το Σχέδιο δράσης της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για τις κρίσιμες πρώτες ύλες, για το οποίο η Ευρωπαϊκή Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή (ΕΟΚΕ) δημοσίευσε πρόσφατα τη γνωμοδότησή της CCMI/177, είναι ένα καλό μέσο που συνδυάζει μέτρα για τη διόρθωση των υφιστάμενων ελλείψεων με δράσεις για τον μετριασμό πιθανών μελλοντικών προβλημάτων. Η ΕΟΚΕ πιστεύει ότι οι δράσεις που σχεδιάζει η Ευρωπαϊκή Επιτροπή είναι απαραίτητες για τη διατήρηση και την ενίσχυση της βιομηχανικής βάσης της ΕΕ.
Αυτό είναι ένα πολύ σημαντικό πρώτο σημείο: για πολύ καιρό, αφήσαμε αυτό το ζήτημα στην ελεύθερη αγορά και τη βιομηχανία, ελπίζοντας ότι θα ρυθμιστεί από μόνο του. Ωστόσο, πρέπει τώρα να αναγνωρίσουμε ότι, μολονότι οι επιχειρήσεις πρέπει να είναι ελεύθερες να κατασκευάζουν τις αλυσίδες εφοδιασμού τους, πρέπει να διασφαλίσουμε ορισμένους κρίκους αυτών των αλυσίδων που θεωρούμε στρατηγικής σημασίας για την ΕΕ.
Πιο συγκεκριμένα, η ΕΕ χρειάζεται υποστηρικτικά μέσα του εφοδιασμού από βιώσιμες πρωτογενείς πηγές στην Ευρώπη. Απαιτούνται χρηματοδοτικά μέσα για βιώσιμα έργα, καθώς και βελτιωμένες διαδικασίες αδειοδότησης, όπως η δημόσια αποδοχή τους από τους πολίτες και τις τοπικές κοινότητες και η μεγαλύτερη συμμετοχή τους σε αυτές. Επίσης αυτό συνδέεται σε μεγάλο βαθμό με την ανάγκη να διατηρηθούν οι εξορυκτικές και μεταποιητικές ικανότητες στην ΕΕ. Πρέπει να υποστηρίξουμε τους εργαζομένους και τις περιφέρειες μέσω καλύτερης επιμόρφωσης και ενός βαθύτερου δεσμού με την τριτοβάθμια εκπαίδευση και την επαγγελματική κατάρτιση, συμπεριλαμβανομένων των επενδύσεων στην κατάρτιση και στην επιμόρφωση των εργαζομένων, και στη διδασκαλία εξειδικευμένων γνωστικών πεδίων όπως η γεωλογία, η μεταλλουργία και η εξόρυξη, ακόμη και σε προπτυχιακό επίπεδο.
Ταυτόχρονα, και αυτό είναι το δεύτερο σημείο, πρέπει να επενδύσουμε σε δραστηριότητες που μπορούν να υποβοηθήσουν την υποκατάσταση, κάτι που θα είναι εφικτό μόνο με σημαντικές και συνεχείς επενδύσεις σε προγράμματα έρευνας και ανάπτυξης για την ανακάλυψη νέων υλικών και διαδικασιών για την εξασφάλιση δικαιολογημένης υποκατάστασης.
Μαζί με τις πρωτογενείς πηγές και την υποκατάσταση, το τρίτο βασικό στοιχείο είναι η κυκλική επαναχρησιμοποίηση και οι δευτερογενείς πηγές εφοδιασμού από απόβλητα. Για να γίνει αυτό, πρέπει να επενδύσουμε στην έρευνα και την ανάπτυξη, αλλά πρέπει επίσης να αξιολογήσουμε προσεκτικά τα απόβλητα που εξάγουμε εκτός Ευρώπης, ενώ ταυτόχρονα πρέπει να χαρτογραφούμε —το συντομότερο δυνατό— τον δυνητικό εφοδιασμό δευτερογενών κρίσιμων πρώτων υλών από τα αποθέματα και τα απόβλητα της ΕΕ.
Όσον αφορά την εξωτερική διάσταση, η ΕΕ πρέπει να διαφοροποιήσει τις εμπορικές της σχέσεις, στηρίζοντας παράλληλα τις αναπτυσσόμενες χώρες. Οι δύο αυτοί στόχοι συμβαδίζουν, δεδομένου ότι οι προσπάθειές μας θα πρέπει να αποσκοπούν στη σύναψη στρατηγικών εταιρικών σχέσεων με ομόφρονα κράτη σε πολυμερές πλαίσιο, το οποίο μπορεί αφενός να συμβάλει στην αποφυγή διαταραχών του εφοδιασμού της βιομηχανίας της ΕΕ και αφετέρου να συμβάλει στην ευημερία και την πρόοδο των αναπτυσσόμενων τρίτων χωρών. Στο πλαίσιο αυτό, υπάρχουν τρία πολύ συγκεκριμένα στοιχεία που πρέπει να υπογραμμιστούν: α) τα αμοιβαία πλεονεκτήματα της ένταξης των χωρών των Δυτικών Βαλκανίων στην αλυσίδα εφοδιασμού της ΕΕ, β) η επείγουσα ανάγκη να ενισχυθεί ο ρόλος του ευρώ στο εμπόριο κρίσιμων πρώτων υλών και γ) η ανάγκη να ληφθεί περισσότερο υπόψη η δεοντολογική διάσταση κατά την κατάρτιση του ευρωπαϊκού καταλόγου κρίσιμων πρώτων υλών.
Συνολικά, επιθυμούμε να δούμε τη βιομηχανία της ΕΕ να ανθίζει κατά τρόπο οικολογικό και ψηφιακό, αλλά δεν επιθυμούμε να δούμε τη βιομηχανία και την κοινωνία μας να μεταβαίνουν από μία μορφή εξάρτησης (π.χ. την εξάρτηση από ορισμένα ορυκτά καύσιμα) σε μια άλλη πλήρη εξάρτηση από ορισμένες κρίσιμες πρώτες ύλες. Για να το αποφύγουμε αυτό και για να εξασφαλίσουμε ότι η οικολογική και η ψηφιακή μετάβαση θα ενισχύσουν την ανθεκτικότητα, την ανταγωνιστικότητα και την κοινωνική δικαιοσύνη, πρέπει να επενδύσουμε στην έρευνα και ανάπτυξη, στη βιώσιμη εγχώρια εξόρυξη, στην ανάκτηση πολύτιμων υλικών από τα απόβλητα, στην κατάρτιση και επανειδίκευση ειδικευμένου εργατικού δυναμικού, καθώς και στη δημιουργία ίσων όρων ανταγωνισμού σε πολυμερές επίπεδο. Αυτό είναι απαραίτητο έτσι ώστε οι οικολογικές και ψηφιακές επαναστάσεις να είναι επιτυχείς και να ωφελούν τη βιομηχανία και την κοινωνία της ΕΕ στο σύνολό τους, χωρίς να αφήνουν κανέναν εργαζόμενο, περιοχή ή χώρα του κόσμου στο περιθώριο.
* Pietro Francesco De Lotto , Πρόεδρος της Συμβουλευτικής Επιτροπής Βιομηχανικών Μεταλλαγών της Ευρωπαϊκής Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής
Latest News
Η δύσκολη πρόκληση της ΕΚΤ στην πολιτική μείωσης των επιτοκίων
Η ΕΚΤ καλείται να ισορροπήσει ανάμεσα στη στήριξη της οικονομίας και στη διατήρηση σταθερού πληθωρισμού
Γιώργος Αλογοσκούφης: Πριν και Μετά τη Μεταπολίτευση Θεσμοί, Πολιτική και Οικονομία στην Ελλάδα
O Γ. Αλογοσκούφης εξετάζει, αναλύει και ερμηνεύει την εξέλιξη του κράτους και της οικονομίας της μεταπολεμικής Ελλάδας, πριν και μετά τη μεταπολίτευση του 1974
Πού βλέπουν 28 οίκοι το ΑΕΠ και τον πληθωρισμό το 2025 και 2026
Σύμφωνα με τη Focus Economics o ρυθμός μεταβολής του ΑΕΠ προβλέπεται το 2025 να κυμανθεί κοντά στην πρόβλεψη του 2024