Η κυβέρνηση της Ιταλίας απηύθυνε έκκληση προς τις κορυφαίες ιταλικές επιχειρήσεις να μην συμμετέχουν στην προγραμματισμένη για σήμερα τηλεδιάσκεψή τους με τον Βλαντιμίρ Πούτιν και τους εκπροσώπους σημαντικών ρωσικών επιχειρήσεων. Παράλληλα, ωστόσο, έσπευσε να διευκρινίσει ότι πρόκειται για μια ιδιωτική και όχι κυβερνητική πρωτοβουλία, η οποία δεν έχει σχέση με την πολιτική – έστω και αν η συγκεκριμένη επικοινωνία συμφωνήθηκε τον περασμένο Νοέμβριο, εν γνώσει του ιταλικού υπουργείου Εξωτερικών.

Η κίνηση, σε κάθε περίπτωση, έμοιζε να είναι λογική, καθώς η τηλεδιάσκεψη – η οποία τελικώς πραγματοποιήθηκε – υπήρχε η εκτίμηση (και ο φόβος) πως θα έστελνε το μήνυμα ότι, παρά την κρίση και την απειλή πολέμου στην Ουκρανία, σε επίπεδο οικονομίας και επιχειρήσεων ισχύει το γνωστό «business as usual». Κάτι τέτοιο δε, με τη σειρά του, θα μπορούσε να οδηγήσει στο συμπέρασμα ότι οι κυρώσεις με τις οποίες απειλεί η Δύση είτε θα είναι «άνευρες» και άνευ ουσιαστικού αντικρίσματος και αυτή τη φορά είτε θα συναντήσουν τη σφοδρή αντίδραση του επιχειρηματικού κόσμου της Ιταλίας.

Ο πέμπτος μεγαλύτερος εταίρος

Για να μην ξεχνιόμαστε, πάντως, πρόκειται για μία χώρα η οποία ήταν ο πέμπτος μεγαλύτερος εμπορικός εταίρος της Ρωσίας το 2020. Επίσης, κατά το πρώτο εντεκάμηνο του περυσινού έτους, οι διμερείς συναλλαγές αυξήθηκαν περαιτέρω, κατά 54%, για να φτάσουν τα 27,5 δισ. δολάρια (με την αξία των ιταλικών εξαγωγών να ανέρχεται σε 11 δισ.).

«Η Ιταλία είναι από τους κορυφαίους εξαγωγείς προς τη Ρωσία και η κεντρική ιδέα είναι να ενισχύσουμε τον διάλογο ανάμεσα στις δύο πλευρές», δήλωσε χαρακτηριστικά ένας από τους διοργανωτές της επίμαχης τηλεδιάσκεψης, στην οποία αρχικά επρόκειτο να λάβουν μέρος οι επικεφαλής 20-25 ομίλων, ανάμεσα στους οποίους η Generali και η UniCredit. «Για εμάς είναι κρίσιμο να ενισχυθεί ο διάλογος σε οικονομικό και επιχειρηματικό επίπεδο ανάμεσα σε Ιταλία και Ρωσία», είπε και ο πρόεδρος του Εμπορικού Επιμελητηρίου των δύο χωρών, Μάρκο Τροντσέτι, ο οποίος είναι και CEO της Pirelli.

Αυτός, άλλωστε, είναι και ο λόγος για τον οποίο και η κυβέρνηση του Μάριο Ντράγκι εμφανίζεται αντίθετη όχι απλώς με το σενάριο που πολέμου, αλλά και της επιβολής σκληρών οικονομικών κυρώσεων σε βάρος της Μόσχας. Μάλιστα, ο Ιταλός πρωθυπουργός είχε δηλώσει, πριν τη σύνοδο κορυφής της ΕΕ τον Δεκέμβριο, ότι ο Πούτιν δεν επιδιώκει να εισβάλει στην Ουκρανία και επιδιώκει μια πολιτική λύση – ενώ αργότερα είχε ισχυριστεί και ότι η ΕΕ δεν μπορεί να επιδράσει ιδιαιτέρως στη στάση της Ρωσίας στο Ουκρανικό.

Εταίρος και στον Nord Stream 2

Η υπόθεση θυμίζει σε μεγάλο βαθμό την αντίστοιχη που αφορά στις σχέσεις που έχει με τη Ρωσία η Γερμανία. Όντας ο δεύτερος μεγαλύτερος εμπορικός της εταίρος μετά την Κίνα, οι διαδοχικές κυβερνήσεις της – παλαιότερα του Σρέντερ, στη συνέχεια της Μέρκελ και σήμερα του Σολτς – έχουν κάθε λόγο να τηρούν ανοιχτούς διαύλους επικοινωνίας, που θα διευκολύνουν τα συμφέροντα των γερμανικών επιχειρήσεων.

Αξίζει να σημειωθεί ότι τόσο η Γερμανία όσο και η Ιταλία, μέσω επιχειρήσεών τους, συμμετέχουν στην κοινοπραξία που διαχειρίζεται την κατασκευή και λειτουργία του αγωγού φυσικού αερίου Nord Stream 2. Παρά δε το γεγονός ότι η ιταλική ενεργειακή ENI αποφάσισε χθες να μην λάβει μέρος στη σημερινή τηλεδιάσκεψη, Βερολίνο και Ρώμη εξακολουθούν να στηρίζουν τη λειτουργία του αγωγού και την αποσύνδεσή της από την κρίση στην Ουκρανία.

Δεν είναι λίγοι, βεβαίως, εκείνοι που θεωρούν ότι η ανάπτυξη των επιχειρηματικών σχέσεων με τη Γερμανία, την Ιταλία και άλλες χώρες αποτελεί άλλο ένα «κόλπο» του Πούτιν προκειμένου να διχάσει την Ευρώπη. «Αναμένει ότι οι μεγάλες επιχειρήσεις μπορούν να αποδυναμώσουν την πολιτική της Δύσης έναντι της Ρωσίας», είπε στους FT ο Αλεξάντερ Γκαμπούεφ, στέλεχος του ινστιτούτου Carnegie της Μόσχας. Προσθέτοντας, μάλιστα, πως στη συγκεκριμένη συγκυρία, το Κρεμλίνο αντιμετωπίζει την Ιταλία ως έναν από τους αδύναμους κρίκους της ΕΕ.

Η Ευρώπη θα πληρώσει το κόστος

Παρ’ όλα αυτά, ουδείς μπορεί να παραγνωρίσει την πραγματικότητα: Οι οικονομικοί-επιχειρηματικοί δεσμοί της Ευρώπης με τη Ρωσία είναι ασύγκριτα μεγαλύτεροι και σημαντικότεροι σε σύγκριση με τους αντίστοιχους των ΗΠΑ. Κάτι που σημαίνει, πολύ απλά, ότι σε περίπτωση κατά μέτωπο αντιπαράθεσης, οι Ευρωπαίοι είναι αυτοί που θα έχουν το μεγαλύτερο κόστος.

Κάτι ανάλογο ισχύει και σε επίπεδο ενέργειας. Η προσπάθεια δε των Αμερικανών να διασφαλίσουν επαρκείς ποσότητες αερίου και πετρελαίου από εναλλακτικές πηγές, σε περίπτωση που η Μόσχα κλείσει τις στρόφιγγες, δεν δείχνει να πείθει.

Ακολουθήστε τον ot.grστο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, στον ot.gr

Latest News

Πρόσφατα Άρθρα Επικαιρότητα