Τα διεθνή πρακτορεία μεταδίδουν ότι η Τζόρτζια Μελόνι και ο Μάριο Ντράγκι διασταύρωσαν για πρώτη φορά τα ξίφη τους, έστω και εμμέσως, λίγες ημέρες πριν την παρθενική συνεδρίαση της νέας ιταλικής βουλής. Πρόκειται για κάτι μάλλον αναμενόμενο.
Η εξέλιξη αυτή, άλλωστε, θα εκκινήσει τη διαδικασία για τον σχηματισμό της επόμενης κυβέρνησης. Έτσι, ο απερχόμενος πρωθυπουργός κάνει ό,τι μπορεί προκειμένου να «οριοθετήσει» τον πλαίσιο στο οποίο η διάδοχός του θα πρέπει να ασκήσει πολιτική – κι αυτή, με τη σειρά της, επιχειρεί να το διευρύνει.
- Διαβάστε επίσης: Πώς η Ιταλία έβαλε τα «γυαλιά» στη Γερμανία
Δεν είναι τυχαίο, επίσης, ότι το «Μήλο της Έριδος» είναι το Ταμείο Ανάκαμψης και η διαχείριση των κονδυλίων του. Αυτό, άλλωστε, ανησυχεί σε αυτή τη φάση περισσότερο τους υπόλοιπους Ευρωπαίους και όχι η ιδεολογική και πολιτική προέλευση της Μελόνι και των Αδελφών της Ιταλίας, που έχουν τις ρίζες τους στον ιταλικό νεοφασισμό.
Η Ρώμη καθησυχάζει τις Βρυξέλλες…
Παρ’ όλα αυτά, Μελόνι και Ντράγκι συνεχίζουν να διατηρούν ένα επίπεδο στις δημόσιες εμφανίσεις τους. Αμφότεροι δε παραδέχονται ότι βρίσκονται σε συχνή επικοινωνία, προτάσσοντας το καλό και το συμφέρον της Ιταλίας.
- Διαβάστε επίσης: Χίλια κομμάτια η ΕΕ για το ενεργειακό
Όλα δείχνουν, μάλιστα, ότι αυτό έχει καθησυχάσει σε μεγάλο βαθμό τις Βρυξέλλες. Με αποτέλεσμα οι τόνοι να έχουν πέσει και να μην έχουν σχέση με τις επιθετικές και απειλητικές δηλώσεις τις οποίες είχε κάνει η Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν δύο 24ωρα πριν τις εκλογές της 25ης Σεπτεμβρίου.
Τη στιγμή, όμως, που η «ακροδεξιά απειλή» μοιάζει να είναι (για την ώρα τουλάχιστον) υπό έλεγχο, η ΕΕ έχει αποκτήσει έναν άλλο πονοκέφαλο. Επί της ουσίας πιο σοβαρό, καθώς προκαλείται από τη στάση της ευρωπαϊκής υπερδύναμης, που δεν είναι άλλη από τη Γερμανία.
… το Βερολίνο βάζει φωτιές
Πράγματι, με τη στάση που τηρούν στο ζήτημα της ενεργειακής κρίσης και των δημοσιονομικών, ο Όλαφ Σολτς και η κυβέρνησή του έχουν κυριολεκτικά… βγάλει από τα ρούχα τους αρκετούς από τους υπόλοιπους εταίρους. Κι αυτό διότι, για μια ακόμη φορά, το Βερολίνο βάζει μπροστά το εθνικό του συμφέρον, υπονομεύοντας περαιτέρω την έννοια της «ευρωπαϊκής αλληλεγγύης» – ή, έστω, ό,τι έχει απομείνει από αυτήν.
Ο Γερμανός καγκελάριος είχε, τις τελευταίες ημέρες, πολλές ευκαιρίες να συνειδητοποιήσει το κλίμα που διαμορφώνεται για τον ίδιο, την κυβέρνησή του και τη χώρα του. Με πιο πρόσφατη τη συνάντησή του με τον πρωθυπουργό της Ισπανίας, Πέδρο Σάντσεθ, τον οποίο επισκέφθηκε την Τετάρτη.
«Πάντοτε υπήρχαν συζητήσεις στη διάρκεια της πανδημίας για τις απαντήσεις που θα δίνονται σε εθνικό επίπεδο, που ασφαλώς πρέπει να δοθούν. Λογικά, όμως, οφείλουμε να δώσουμε και μια απάντηση σε ευρωπαϊκό επίπεδο. Με στόχο να υπερασπίσουμε κάτι πολύ σημαντικό: Τους όρους για τον ισότιμο ανταγωνισμό, την ενιαία αγορά. Κάτι που σημαίνει ότι δεν θα βγούμε από αυτή την κρίση με μεγαλύτερες οικονομικές διαφορές».
Τα «καρφιά» του Σάντσεθ
Αυτά είπε ο Σάντσεθ κατά την κοινή συνέντευξη Τύπου που έδωσε με τον Σολτς. Και προφανώς, δεν χρειάζεται να είναι κανείς ειδικός στα ευρωπαϊκά για να συνειδητοποιήσει τα «καρφιά» που περιείχαν τα λόγια του – όπως και εκείνα που προήλθαν από τα στόματα άλλων «επωνύμων».
Όσο για το τι ήταν αυτό που τα προκαλεί, δεν αποτελεί μυστικό. Η ανακοίνωση του «πακέτου» των 200 δισ. ευρώ για τη στήριξη της γερμανικής οικονομίας, νοικοκυριών και κυρίως επιχειρήσεων, ερμηνεύθηκε ως πρόκληση από τη Μαδρίτη και αρκετές άλλες πρωτεύουσες.
Δικαίως. Διότι την ίδια στιγμή, το Βερολίνο συνεχίζει να παίζει… κατενάτσιο όσον αφορά στην υιοθέτηση, σε ευρωπαϊκό επίπεδο, μιας σειράς μέτρων που θα ανακούφιζαν τους πιο αδύναμους κι εκείνους που είναι πολύ πιο εκτεθειμένοι δημοσιονομικά, με βάση το ποσοστό του χρέους τους και το έλλειμα στο ισοζύγιό τους.
Τα «όχι» της Γερμανίας
Για του λόγου το αληθές, το «όχι» απέναντι στη θέσπιση γενικού πλαφόν για την τιμή του εισαγόμενου φυσικού αερίου και τα υπόλοιπα μέτρα που πρότειναν οι «15» στην επιστολή τους εξακολουθεί να ισχύει. Μένει δε να φανεί εάν και κατά πόσο θα αρθεί μετά την πρόταση της Κομισιόν στους «27» στην έκτακτη σύνοδο κορυφής της Πράγας.
Επίσης, η αλλαγή του Συμφώνου Σταθερότητας και Ανάπτυξης και των ορίων για το χρέος και το έλλειμμα, ώστε να καταστεί πιο ευέλικτο και να ανταποκρίνεται στα νέα δεδομένα, μετά τις αλλεπάλληλες κρίσεις, μοιάζει να αποτελεί «κόκκινο πανί» για τη Γερμανία και ειδικά για τον υπουργό Οικονομικών της, Κρίστιαν Λίντνερ.
Επιπλέον, δεν διαφαίνεται διέξοδος ούτε στο «καυτό» ζήτημα της πανευρωπαϊκής εγγύησης στις τραπεζικές καταθέσεις, η οποία αποτελεί προϋπόθεση εκ των ων ουκ άνευ για την ολοκλήρωση της τραπεζικής ένωσης – χωρίς την οποία είναι φανερό ότι δεν μπορεί να ολοκληρωθεί και η ενιαία αγορά.
Τέλος εποχής για τη Γερμανία;
Το κλίμα μοιάζει, λοιπόν, να βαραίνει επικίνδυνα για τη Γερμανία, η οποία για πρώτη φορά απειλείται με μια τόσο επώδυνη ήττα σε ευρωπαϊκό επίπεδο. Μια ήττα η οποία, με τη σειρά της, θα θέσει τέλος στην πολυετή περίοδο της απόλυτης και αδιαμφισβήτητης ηγεμονίας της στην Ευρώπη.
Αυτή τη φορά, εξάλλου, το Βερολίνο δεν έχει απέναντί του κάποιους αδύναμους και «τεμπέληδες» του Νότου. Πλέον, καλείται να αναμετρηθεί με τα υπόλοιπα μεγαθήρια, χωρίς τα οποία πρακτικά δεν μπορεί να υπάρξει ΕΕ. Συμπεριλαμβανομένης της Γαλλίας του Εμανουέλ Μακρόν, έστω κι αν η στάση που προσπαθεί να τηρήσει το Παρίσι είναι πιο ισορροπημένη.
Οι δηλώσεις και οι δημόσιες παρεμβάσεις αυτής της εβδομάδας αποδεικνύουν ότι ακριβώς έτσι έχουν τα πράγματα και γεννούν σοβαρά ερωτήματα για την επόμενη ημέρα.
Μπαράζ επικρίσεων
Ο πρωθυπουργός του Βελγίου, για παράδειγμα, Αλεξάντερ ντε Κρόο, ήταν ξεκάθαρος για το γερμανικό «πακέτο». Όπως είπε σε συνέντευξη Τύπου, «τέτοιου είδους ανισορροπίες στις δημοσιονομικές δαπάνες είναι επικίνδυνες» και απειλούν «να υποβαθμίσουν την ενιαία αγορά της Ευρώπης, επειδή απλούστατα ο καθένας κάνει το δικό του».
Είναι γνωστό, επίσης, ότι δύο Επίτροποι, ο Γάλλος Τιερί Μπρετόν και ο Ιταλός Πάολο Τζεντιλόνι, προκάλεσαν αίσθηση με το άρθρο τους που δημοσιεύτηκε σε αρκετά ευρωπαϊκή ΜΜΕ, στο οποίο αναφέρουν ανάμεσα στα άλλα: «Είναι σημαντικότερο από ποτέ να αποφύγουμε τον κατακερματισμό της εσωτερικής αγοράς με το στήσιμο μια κούρσας επιδοτήσεων και θέτοντας υπό αμφισβήτηση τις αρχές της αλληλεγγύης και της ενότητας που αποτελούν τα θεμέλια του ευρωπαϊκού μας σχεδίου».
Οι ίδιοι προτείνουν και ένα νέο γύρο κοινού δανεισμού των «27», μέσω της έκδοσης ευρωομολόγων. Κάτι που, όλως τυχαίως, είχε υποστηρίξει πρόσφατα και το ΔΝΤ, παρεμβαίνοντας στη διαδικασία για την αναθεώρηση του Συμφώνου Σταθερότητας και Ανάπτυξης – για να εισπράξει μια ακόμη κατηγορηματική άρνηση του Βερολίνου.
Από την πλευρά του, ο πρόεδρος του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου, Σαρλ Μισέλ, με άρθρο του στους Financial Times τάχθηκε υπέρ της δημιουργίας μιας «γνήσιας ενεργειακής ένωσης». Η δε Μαργκρέτ Βεστάγκερ, αντιπρόεδρος της Κομισιόν, διεμήνυσε προς τη Γερμανία ότι «παρακολουθούμε στενά τις εξελίξεις – η συνοχή της ενιαίας αγοράς αποτελεί κλειδί».
Ο Ντράγκι τα είπε με το όνομά τους!
Ακόμη και ο Ντράγκι έδειξε να συμπλέει απολύτως με την Μελόνι σε αυτό το θέμα, λέγοντας χαρακτηριστικά: «Όντας αντιμέτωποι με τις κοινές απειλές των καιρών μας, δεν μπορούμε να διαχωριζόμαστε με βάση το περιθώριο που μας δίνουν οι εθνικοί μας προϋπολογισμοί».
Ο πρώην επικεφαλής της ΕΚΤ είπε, πρακτικά, τα πράγματα με το όνομά τους: Η Γερμανία, με το μικρό σχετικά χρέος και το πλεόνασμα που της διασφαλίζουν οι εξαγωγές της, δεν έχει δικαίωμα να διασφαλίζει και να ενισχύει την ανταγωνιστικότητα της δικής της οικονομίας, αφήνοντας τους εταίρους της ακόμη πιο πίσω, καθώς δεν έχουν τις ίδιες δυνατότητες και οι ισχύοντες κανόνες δεν τους επιτρέπουν να ακολουθήσουν μια πιο «επεκτατική» πολιτική.
Το ερώτημα που τίθεται, βεβαίως, είναι το εξής: Θα αποφασίσουν οι υπόλοιποι «26» ή όσοι από αυτούς συμμερίζονται τις παραπάνω ανησυχίες, να επιβάλουν στο Βερολίνο να ακολουθήσει μια πιο «ευρωπαϊκή» γραμμή; Και αν ναι, πώς θα το καταφέρουν;