Πριν από καμιά σαρανταριά χρόνια, τη χαρισάμενη προδιαδικτυακή εποχή, έκανα τακτικά παρέα με έναν συνομήλικό μου που θα μπορούσε κάλλιστα να διδάσκεται στα σχολεία ως αρχέτυπο της χαμηλής αυτοεκτίμησης. Αισθητά πιο ευπαρουσίαστος από όσο νόμιζε ο ίδιος ότι είναι και ασυγκρίτως πιο ευφυής από όσο αποτιμούσε τον εαυτό του, έπαιρνε συστηματικά μηδέν στη συναισθηματική νοημοσύνη και δεν υπήρχε περίπτωση να μη δει ως μισοάδειο οποιοδήποτε μισογεμάτο ποτήρι τού σέρβιρε η τύχη για να τον δροσίσει. Ολημερίς κι ολονυχτίς μού κλαιγόταν για μια ανεπάρκεια που δεν υφίστατο παρά μονάχα στη φαντασία του. Αποκορύφωμα του αυτοοικτιρμού του και η ευκαιρία για να του τα ψάλω από την καλή και από την ανάποδη, γεγονός που πυροδότησε αρχικά την αραίωση και κατόπιν τη λήξη των συναντήσεών μας, ήταν η γνωριμία του δι’ αλληλογραφίας μ’ ένα κορίτσι (γράφαμε ακόμη γράμματα) που πολύ θα ήθελε να το γνωρίσει εκ του σύνεγγυς, αλλά παρέλυε εκ των προτέρων και μόνο στην ιδέα ότι δεν πρόκειται επ’ ουδενί να σταθεί στο ύψος των περιστάσεων. «Εχεις δίκιο», του είπα εν τέλει απαυδισμένος, ύστερα από αναρίθμητες άκαρπες προσπάθειες να τον μεταπείσω, «καλύτερα να την ξεχάσεις».

Η καταπολέμηση της χαμηλής αυτοεκτίμησης ήταν ένας από τους πρώτους ευγενείς στόχους της πολιτικής ορθότητας, όταν έσκασε μύτη, εκεί γύρω στις αρχές της δεκαετίας του 1990. Είτε είχες πραγματικά λόγους να «νιώθεις σαν σκουπίδι» είτε ολότελα φανταστικούς, δεν βοηθούσε καθόλου την κατάστασή σου να γυρίζουν το μαχαίρι στην πληγή σου με ανελέητο λεκτικό μπούλινγκ. Αυτό που δεν έλαβαν υπ’ όψιν τους οι μύστες της πολιτικής ορθότητας, με αποτέλεσμα να καταλήξουν σε επινοητές ευφημισμών, είναι πως υφίστανται πολλοί άλλοι τρόποι για να πληγώσεις κάποιον πέρα και πίσω από τις λέξεις: το βλέμμα σου, το ύφος σου, η στάση σου, οι αυτοματισμοί στην κοινωνική σου συμπεριφορά που υποδηλώνουν ότι δεν άλλαξε και τίποτε επί της ουσίας, βρε αδερφέ, επειδή χθες αποκαλούσες κάποιον «χοντρό» και σήμερα τον αποκαλείς «υπέρβαρο». Τα άτομα χαμηλής αυτοεκτίμησης, διαρκώς στην τσίτα έτσι κι αλλιώς, κάτι τέτοια τα πιάνουν στον αέρα.

Κάπου εδώ έγιναν της μόδας και τα βιβλία Αυτοβελτίωσης. Ηρθαν να καλύψουν ένα κενό που δεν το κάλυπτε επαρκώς η λογοτεχνία ή όποια άλλη τέχνη σε καλεί να «μεθέξεις» στα πάθη των ηρώων της. Οχι, δεν χρειάζεται να μπεις στον κόπο. Τα βιβλία Αυτοβελτίωσης δεν σου ζητούν να ταυτιστείς με ιδανικές περσόνες· ταυτίζουν τις ιδανικές περσόνες μαζί σου. Ο Αϊνστάιν δεν ήταν απλώς σκράπας στο σχολείο (εν μέρει ψευδές κι αυτό: ήταν σκράπας μονάχα στα μαθήματα κλασικής κατεύθυνσης που δεν τον ενδιέφεραν καθόλου)· εσύ είσαι σκράπας, όπως ήταν και ο Αϊνστάιν, άρα – τι κάνει νιάου νιάου στα κεραμίδια; – τίποτε δεν σε εμποδίζει να γίνεις Αϊνστάιν. Τόσο εύκολα και τόσο πρόστυχα. Μια σειρά από παράλληλες μόδες που κολάκευαν εξίσου τον ναρκισσισμό μας (τα reality τηλεπαιχνίδια, τα social media, η ψηφιακή επεξεργασία φωτογραφιών, ακόμη και οι selfies) καλλιέργησαν το έδαφος για να καρπίσει ο σπόρος των βιβλίων Αυτοβελτίωσης, το νέο οξύμωρο: δεν χρειάζεται καν να (αυτο)βελτιωθούμε· είμαστε ήδη εξαιρετικοί, μόνο που δεν το έχουμε πάρει χαμπάρι. Από το «Είσαι γαμάτος – Είσαι γαμάτη: Σταμάτα να αμφισβητείς το μεγαλείο σου και ζήσε μια καταπληκτική ζωή» (2019) της Τζεν Σινσίρο έως το «Είμαι ό,τι καλύτερο μου έχει συμβεί» (2022) της Ροσέτα Φόρνερ, μια ολοένα και αυξανόμενη φουρνιά βιβλίων Αυτοβελτίωσης γαλουχούν την πιο απροετοίμαστη γενιά· τη γενιά της πιο αυτάρεσκης αυτοκαταστροφής.

Ακολουθήστε τον ot.grστο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, στον ot.gr

Latest News

Πρόσφατα Άρθρα Opinion