Κάθε φορά που αποφασίζεται να επιβληθεί ένας φόρος στην Ελλάδα συνήθως συμβαίνει γιατί τα κρατικά έσοδα υστερούν και οι κυβερνόντες προσφεύγουν στην εύκολη λύση της υπερφορολόγησης μισθών, συντάξεων, ακινήτων, προϊόντων για να καλύψουν τις «μαύρες τρύπες» του προϋπολογισμού. Άλλες φορές το πράττουν για να γίνει μία μετάθεση του φορολογικού βάρους από μία κοινωνική – παραγωγική ομάδα σε μία άλλη γιατί εκτιμούν ότι δεν μοιράζονται δίκαια τα φορολογικά βάρη ή γιατί έτσι επιλέγουν με βάση το ιδεολογικό τους πρόσημο.

Ωστόσο, καλό θα ήταν να διαβάσουν όλοι την πρόσφατη έκθεση που έδωσε στη δημοσιότητα το Κέντρο Φιλελεύθερων Μελετών (ΚΕΦΙΜ) και η οποία καταγράφει την αύξηση του κόστους διαβίωσης από υπερφορολόγηση, πληθωρισμό και τιμωρητικούς φόρους στον τρόπο ζωής μας την περίοδο 2008 – 2021.

Οι συγγραφείς της μελέτης ο καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Πελοποννήσου και πρόεδρος του ΚΕΠΑ κ. Παναγιώτης Λιαργκόβας και ο συντονιστής ερευνητικών προγραμμάτων του ΚΕΦΙΜ και υποψήφιος Διδάκτωρ του Πανεπιστημίου Μακεδονίας κ. Κωνσταντίνος Σαραβάκος είναι κάτι παραπάνω από σαφείς στο εισαγωγικό τους σημείωμα χαρακτηρίζοντας «αναποτελεσματική και με βαριές επιπτώσεις για τα πραγματικά εισοδήματα των ατόμων και των νοικοκυριών την πολιτική της υπερφορολόγησης και των τιμωρητικών φόρων κατά τις περιόδους των κρίσεων το διάστημα 2008-2021»

Ιδιαίτερα, η μελέτη τεκμηριώνει ότι η υπερφορολόγηση όχι μόνο επιδεινώνει σημαντικά το επίπεδο διαβίωσης των πολιτών, αλλά και οδηγεί στο παράδοξο της μείωσης των κρατικών εσόδων σε σχέση με τα ποσά που θα εισπράττονταν με χαμηλότερους συντελεστές. Να γιατί κάθε φορά που ο εκάστοτε υπουργός Οικονομικών όταν επικαλείται τα δημόσια έσοδα για την επιβολή ενός φόρου θα πρέπει να γνωρίζει ότι το πιθανότερο είναι αναλογικά να τα ζημιώσει αντί να τα ενισχύσει.

Σύμφωνα λοιπόν με τη μελέτη, την οποία η αλήθεια είναι ότι κανένα από τα κόμματα δεν μπήκε στον κόπο να την σχολιάσει και το βασικότερο να κάνει την αυτοκριτική του για λανθασμένες και επιβαρυντικές επιλογές κατά το πρόσφατο παρελθόν, η υπερφορολόγηση και ο πληθωρισμός μείωσαν σημαντικά την αγοραστική δύναμη των νοικοκυριών. Μάλιστα, την περίοδο 2012-2018 η αύξηση των φορολογικών συντελεστών στην Ελλάδα δεν απέφερε τα αντίστοιχα προσδοκώμενα κρατικά έσοδα. Η Ελλάδα βρισκόταν στην λάθος πλευρά της καμπύλης του Laffer, δηλαδή η αύξηση των φόρων απέφερε λιγότερα έσοδα στο κράτος από αυτά που θα μπορούσε να έχει με μικρότερο φορολογικό συντελεστή.

Το 2021 η Ελλάδα είχε το τρίτο υψηλότερο ποσοστό πολιτών κάτω από το όριο της φτώχειας ή σε κοινωνικό αποκλεισμό ανάμεσα στις 27 χώρες της ΕΕ, ενώ μετά τις κοινωνικές μεταβιβάσεις το αντίστοιχο ποσοστό ήταν το όγδοο υψηλότερο ανάμεσα στις 27 χώρες της ΕΕ. Επίσης, το 2021, τα ελληνικά νοικοκυριά που ζούσαν με μηνιαίο εισόδημα κάτω των 750 ευρώ αυξήθηκαν κατά 109% σε σύγκριση με το 2008, ενώ τα νοικοκυριά που ζούσαν με μηναίο εισόδημα άνω των 3.501 ευρώ μειώθηκαν κατά 60%.  

Το 2021, η δαπάνη των νοικοκυριών αυξήθηκε για φαγητό και μη οινοπνευματώδη ποτά (+2 ποσοστιαίες μονάδες), υγεία (+1 ποσοστιαία μονάδα), αγαθά νοικοκυριού (+0,7 ποσοστιαίες μονάδες), ενώ μειώθηκε για ξενοδοχεία και εστιατόρια (-2,2 ποσοστιαίες μονάδες), αναψυχή και πολιτισμό (-1,2 ποσοστιαίες μονάδες) και ρουχισμό (-0,8 ποσοστιαίες μονάδες). Παράλληλα, τη δεκαετία της κρίσης, η δαπάνη των νοικοκυριών αυξήθηκε για φαγητό και μη οινοπνευματώδη ποτά, στέγαση, οινοπνευματώδη ποτά και είδη καπνού, εκπαίδευση, υγεία και επικοινωνίες.  

Από την άλλη, οι φορολογούμενοι στην Ελλάδα φαίνεται να πληρώνουν τιμές κοντά στον μέσο όρο της ΕΕ στα αγαθά, αλλά με εισοδήματα αρκετά κάτω από τον μέσο όρο της ΕΕ (σε μονάδες αγοραστικής δύναμης), ενώ οι φόροι στην Ελλάδα αυξάνουν το κόστος του ηλεκτρισμού σε σχέση με τον μέσο όρο της ΕΕ. Η Ελλάδα, στο πρώτο εξάμηνο του 2022 είχε την 10η ακριβότερη τιμή ηλεκτρικής ενέργειας ανάμεσα σε 35 ευρωπαϊκές χώρες, ενώ, αντίστοιχα, ανάμεσα στις 27 χώρες της ΕΕ ερχόταν 9η.  

Σύμφωνα με τα συμπεράσματα της μελέτης, η αύξηση των φορολογικών συντελεστών, όχι μόνο δεν αύξησε τα φορολογικά έσοδα, αλλά έβλαψε την ανταγωνιστικότητα των επιχειρήσεων, μείωσε τα κίνητρα για εργασία και παραγωγή, αποθάρρυνε τις επενδύσεις και μεγάλωσε την παραοικονομία.

Οι απότομες αυξήσεις της φορολόγησης στη δεκαετία της κρίσης είχαν ως αποτέλεσμα τη μείωση των κρατικών εσόδων από τον Ειδικό Φόρο Κατανάλωσης και τον ΦΠΑ, τη μείωση της νόμιμης δραστηριότητας (απασχόληση, φορολόγηση νόμιμων επιχειρήσεων), τη μείωση των νόμιμων ποσοτήτων και την αύξηση των παρανόμων (οι οποίες και δεν ελέγχονται για την ασφάλειά τους και για ζητήματα υγιεινής και επιβαρύνουν έτσι περαιτέρω τη δημόσια υγεία), την αύξηση των τιμών για τους πολίτες. 

Αντί επιλόγου ορισμένες κραυγαλέες περιπτώσεις λανθασμένων πολιτικών στη φορολογία, όπως αποτυπώνονται στην αποκαλυπτική έρευνα Λιαρκόβα – Σαραβάκου:

* Ο φόρος στο κρασί καταργήθηκε 3 χρόνια μετά την εισαγωγή του καθώς απέφερε κρατικά έσοδα λιγότερο από το 30% των αρχικών εκτιμήσεων και ταυτόχρονα μείωσε τη νόμιμη επιχειρηματικότητα, οδηγώντας σε μια έμμεση απώλεια εσόδων για το κράτος. 

* Ο Ειδικός Φόρος Κατανάλωσης οινοπνευματωδών ποτών στην Ελλάδα είναι υψηλός σε σύγκριση με άλλες χώρες της ΕΕ, ενώ παράλληλα είναι €1.400 ευρώ υψηλότερος (ανά εκατόλιτρο αιθυλικής αλκοόλης) από τον μέσο όρο των γειτονικών και ανταγωνιστριών ως προς τον τουρισμό χωρών.  

* Η αύξηση στη φορολόγηση του καπνού από την 1/1/2017 που ακολούθησε μια σειρά άλλων αυξήσεων, οδήγησε την Ελλάδα στο να έχει έναν από τους υψηλότερους φόρους στον καπνό στην ΕΕ.  

* Η απότομη αύξηση του Ειδικού Φόρου Κατανάλωσης και του ΦΠΑ στον καπνό οδήγησε σε σημαντική μείωση τις πωλήσεις των νόμιμων τσιγάρων και σε αύξηση των ψευδεπώνυμων και λαθραίων.  

* Σύμφωνα με τη Eurostat, η Ελλάδα έχει την ακριβότερη αμόλυβδη βενζίνη και από τις υψηλότερες τιμές για καύσιμα ντίζελ στην Ευρωζώνη και κατατάσσεται μεταξύ των χωρών με τις υψηλότερες τιμές υγρών καυσίμων στην ΕΕ συνολικά. 

* Οι αυξήσεις στους φόρους επί του καύσιμου πετρελαίου συμβάλλουν σε μείωση της συνολικής ανταγωνιστικότητας της παραγωγικής βάσης της χώρας αλλά και σε υψηλότερες τιμές για τον καταναλωτή αγαθών. 

* Ο φόρος πολυτελείας αποτελεί την πιο χαρακτηριστική περίπτωση δημοσιονομικά αναποτελεσματικής υπερφορολόγησης στην Ελλάδα, καθώς τα προσδοκώμενα ετήσια έσοδα ξεπερνούσαν τα €100 εκ. ευρώ στον προϋπολογισμό του 2011, αλλά τελικά εισπράχθηκαν €5,17 εκατομμύρια, δηλαδή περίπου 4,3% των ετήσιων εκτιμώμενων εσόδων.

Ακολουθήστε τον ot.grστο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, στον ot.gr

Latest News

Πρόσφατα Άρθρα Opinion