Σε τροχιά μετωπικής σύγκρουσης βρίσκονται προτού ακόμα μπει ο Σεπτέμβρης κυβέρνηση και εργοδοσία στη Γαλλία, με αφορμή τους νέους «πράσινους» φόρους που θέλει να επιβάλει η κυβέρνηση της Ελιζαμπέτ Μπορν. Οι πρώτες επαφές μεταξύ του προέδρου της μεγαλύτερης εργοδοτικής Ένωσης στη χώρα Medef και της γαλλίδας πρωθυπουργού δεν ήταν ενθαρρυντικές για την εξεύρεση ενός κοινού τόπου και ο πρόεδρος Εμανουέλ Μακρόν αναγκάστηκε να παρέμβει «πυροσβεστικά» για να διαβεβαιώσει σε πρώτο πρόσωπο τους εργοδότες: «Σας χρειάζομαι»!

Κατά την κυβέρνηση ο όλος σχεδιασμός δεν εδράζεται σε «φορομπηχτικές» λογικές. Τουναντίον, ο υπουργός Οικονομικών που μοιραία επωμίζεται την πατρότητα του εθνικού προϋπολογισμού και κάθε επιμέρους φορολογικού νομοσχεδίου και ασφαλώς φέρει την ευθύνη της εκτέλεσης και εφαρμογής τους ήταν ξεκάθαρος από τον περασμένο Μάιο. «Ο φόρος δεν συνιστά τη λύση. Στόχος της πολιτικής μας είναι να εκτονώσουμε τη φορολογική πίεση, όπως έχουμε ήδη πράξει εκατοντάδες φορές», είχε τονίσει ο Μπρουνό Λεμέρ.

Η Ιστορία σύμμαχος του Λεμέρ

Από τη μια πλευρά η κυβέρνηση του Παρισιού έχει να διαχειριστεί μια διπλή κρίση: κρίση δημοσιονομική με το χρέος να έχει ξεπεράσει τα 3 τρισ. ευρώ ήδη από το πρώτο τρίμηνο του 2023 (112,5% του ΑΕΠ) και κρίση κλιματική που ήδη έχει προκαλέσει τεράστια προβλήματα ξηρασίας, λειψυδρίας ακόμα και ποτάμιων μεταφορών σε πολλές γαλλικές επαρχίες. Στον προϋπολογισμό για το 2024 ο Λεμέρ είναι αποφασισμένος να εντάξει μια σειρά «πράσινων» φόρων, που θα αποφέρουν τα απαραίτητα έσοδα για την αντιμετώπιση της διπλής κρίσης.

Βιομηχανία τροφίμων: «Ηλίθιο και αυτοκτονικό» το «παιχνίδι» με τον πληθωρισμό

Από την άλλη πλευρά ο επιχειρηματικός και οικονομικός κόσμος φοβάται επιστροφή εκ μέρους της κυβέρνησης σε μια «δημοσιονομική ασωτία» για λόγους πολιτικούς (άσκησης λαϊκής πολιτικής παροχών δηλαδή) και περιβαλλοντικής προπαγάνδας (επίσης για πολιτικά-εκλογικά οφέλη) που θα επιβαρύνει εν τέλει τη φορολόγηση της επιχειρηματικότητας στο σύνολό της και θα πλήξει την ανταγωνιστικότητα της γαλλικής οικονομίας και των εξαγωγών – και την κερδοφορία των επιχειρήσεων ασφαλώς.

Παρενθετικά εδώ θα είχε ενδιαφέρον να αναφερθεί η εξέλιξη της φορολόγησης των επιχειρήσεων στη Γαλλία. Από το 1948 έως το 1985 το ποσοστό φόρου επί των κερδών ήταν 50%. Οι Σοσιαλιστές του Μιτεράν άρχισαν να το μειώνουν μέχρι να φθάσει το 33,3% το 1993. Η μείωση της φορολογικής επιβάρυνσης συνεχίστηκε σταδιακά για να φθάσει στο 25% από την 1η Ιανουαρίοιυ 2022. Ποσοστό υψηλό αν συγκριθεί με άλλων χωρών στην ΕΕ, παρά ταύτα το 2018 (με ποσοστό ακόμα 28%) η φορολόγηση των επιχειρήσεων συνεισέφερε κατά 25,7 δισ. ευρώ (μόλις κατά 8,8%) στο σύνολο των 292,9 δισ. ευρώ που ήταν συνολικά τα φορολογικά έσοδα της γαλλικής κυβέρνησης.

Ποιες είναι όμως οι «πράσινες» φορολογικές μεταρρυθμίσεις που θέλουν να κάνουν ο Μακρόν και η κυβέρνηση Μπορν;

Οι αυτοκινητόδρομοι των συγκρούσεων

Μιλάμε βέβαια για συγκρούσεις πολιτικές. Διότι εδώ και χρόνια το γαλλικό κράτος θέλει να εισπράξει περισσότερα από τα μεγάλα κέρδη που αποκομίζουν οι εταιρείες διαχείρισης των γαλλικών autoroutes – η έννοια του «υπερκέρδους» είναι ασύμβατη ασφαλώς με τον καπιταλισμό, αλλά σε χώρες με μακρά παράδοση κρατικού παρεμβατισμού, όπως είναι άπασες οι δυτικοευρωπαϊκές, ο όρος έχει πολιτικό έρμα και νόημα.

Σύμφωνα με πληροφορίες μας που δημοσίευσε ο «Figaro», καθώς νομικά θα ήταν αδύνατο να φορολογηθούν μόνο οι αυτοκινητόδρομοι η λύση θα ήταν να επιβληθεί ένας φόρος σε όλες τις παραχωρήσεις στον ευρύτερο τομέα των μεταφορών. Ως εκ τούτου, τα αεροδρόμια θα πρέπει επίσης να επηρεαστούν από το μέτρο. Το πρόβλημα εδώ έγκειται με το καθεστώς που διέπει την ADP, που διευθύνει τα αεροδρόμια του Παρισιού, καθεστώς που διαφέρει με εκείνο των περιφερειακών αεροδρομίων.

«Σε κάθε περίπτωση ο φόρος θα πρέπει να αποφέρει στα κρατικά ταμεία περί τα 2,5 δισ. ευρώ έως το έτος 2030, δηλαδή περί τα 500 με 600 εκατ. ετησίως τα αμέσως επόμενα χρόνια», αναφέρει η γαλλική εφημερίδα.

Πέρα από τους αυτοκινητόδρομους, στο στόχαστρο της γαλλικής κυβέρνησης μπαίνουν και τα ιδιωτικής χρήσεως και τα εταιρικά αυτοκίνητα. Στο πλαίσιο του νέου φορολογικού νόμου, ο Μπρουνό Λεμέρ σχεδιάζει μέτρα όπως η μείωση των ορίων βάρους των οχημάτων και εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα για την επιπλέον φορολόγησή τους ως ενεργοβόρων. Επίσης σχεδιάζει την ενίσχυση της φορολογίας των εταιρικών οχημάτων για να ενθαρρύνει το «πρασίνισμα» του στόλου.

Επίθεση στις αερομεταφορές

Το αεροπορικό ταξίδι έχει στοχοποιηθεί από τους περιβαλλοντιστές εκτός αλλά και εντός της γαλλικής κυβέρνησης – και λίγο απέχει από το να δαιμονοποιηθεί. Ήδη στη Γαλλία έχουν απαγορευθεί οι αεροπορικές πτήσεις σε αποστάσεις μικρότερες των 500 χλμ. που μπορούν κάλλιστα και συχνά ταχύτερα μπορούν να καλυφθούν με το σιδηρόδρομο.

Εν προκειμένω ο «κακός» έχει όνομα: λέγεται Κλεμάν Μπον και είναι ο υπουργός Μεταφορών της κυβέρνησης Μπορν. Ο Μπον θέλει να φορολογήσει τα αεροπορικά εισιτήρια για να εισπράξει επιπλέον 100 εκατ. ευρώ τον επόμενο χρόνο (εφόσον δεν επηρεαστεί από την αύξηση των ναύλων η ζήτηση για αεροπορικά ταξίδια, αλλά και να επηρεαστεί ευχαριστημένος θα είναι ο υπουργός διότι στην αποθάρρυνση των αεροπορικών επιβατών αποσκοπεί η πολιτική του εξάλλου).

Όλα για τους σιδηροδρόμους

Εν πάση περιπτώσει, με τα όποια έσοδα εισπράξει η κυβέρνηση από την επιπλέον φορολόγηση των αεροπορικών εισιτηρίων θα χρηματοδοτηθεί η περαιτέρω ανάπτυξη των γαλλικών σιδηροδρόμων. Σύμφωνα με στενούς συνεργάτες του Κλεμάν Μπον, η «οικολογική συνεισφορά» των αερομεταφορών θα επιτευχθεί μέσω της επιπλέον φορολογικής επιβάρυνσης κυρίως των εισιτηρίων της πρώτης θέσης και της business class και όχι της οικονομικής θέσης.

Συγκεκριμένα, η επιβάρυνση που σχεδιάζει ο γάλλος υπουργός θα μπορούσε να προσθέσει από 1 έως 2 ευρώ στην τιμή του εισιτηρίου της οικονομικής θέσης και περίπου 20 ευρώ στα εισιτήρια business class. Αξίζει να σημειωθεί ότι η «οικολογική συνεισφορά» για την χρηματοδότηση των σιδηροδρόμων καθιερώθηκε στις αερομεταφορές το 2019 με πρωτοβουλία της Ελιζαμπέτ Μπορν, που ήταν τότε υπουργός Μεταφορών και προστέθηκε στον περίφημο «νόμο Σιράκ» για την χρηματοδότηση του αγώνα περιορισμού του AIDS στην Αφρική.

Το «πρασίνισμα» των φόρων

Η οικολογική μετάβαση των κοινωνιών – η κοινή προσπάθεια δηλαδή που προϋποτίθεται για την αντιμετώπιση της κλιματικής κρίσης – απαιτεί κονδύλια. Και η χρηματοδότησή της δεν μπορεί να γίνει παρά από την αύξηση της φορολόγησης δραστηριοτήτων που επιβαρύνουν το περιβάλλον και οδηγούν τον πλανήτη και τους κατοίκους του στον αφανισμό. Αυτά είναι συμπεράσματα της περίφημης έκθεσης των διάσημων οικονομολόγων Ζαν Πιζανί-Φερί και Σελμά Μαφούζ για τη «χρηματοδότηση της οικολογικής μετάβασης».

Η έκθεση έκανε μεγάλη αίσθηση και θορύβησε τους οικονομιούς και επιχειρηματικούς παράγοντες της Γαλλίας τόσο που ο υπουργός Μπρουνό Λεμέρ αναγκάστηκε να αποκλείσει οποιαδήποτε αύξηση φόρου. Ωστόσο το «πρασίνισμα» της φορολογίας, που οι υπό την εποπτεία του Λεμέρ υπηρεσίες εκπονούν και προετοιμάζουν, δεν μπορεί να επιτευχθεί δίχως τη φορολογική αποθάρρυνση ενεργοβόρων και ρυπογόνων δραστηριοτήτων του σύγχρονου ανθρώπου.

«Η φορολογία χρησιμοποιείται επίσης για να ανακατευθύνεται η ανθρώπινη συμπεριφορά», υποστηρίζει τώρα το  Bercy, το γαλλικό υπουργείο Οικονομικών. Οι φόροι στις επιχειρήσεις αποτελούν ίσως το μεγαλύτερο ταμπού στο κρατούν, εδώ και σχεδόν μια πεντηκονταετία, οικονομικό αφήγημα της Σχολής του Σικάγου. Αλλά κάποιες φορές η πραγματική ζωή γκρεμίζει και τα πιο ακλόνητα ταμπού.

Ακολουθήστε τον ot.grστο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, στον ot.gr

Latest News

Πρόσφατα Άρθρα Διεθνή