Μπορεί να ασκείται κριτική στις τράπεζες για τις μικρές σε σχέση με την πορεία των ευρωπαϊκών επιτοκίων αυξήσεις στις αποδόσεις των καταθετικών τους προϊόντων, η επιλογή τους αυτή ωστόσο έχει λειτουργήσει ως σήμερα προς όφελος της ανταγωνιστικότητας των ελληνικών επιχειρήσεων.

Κι αυτό διότι επέτρεψε την εφαρμογή ηπιότερων σε σχέση με την υπόλοιπη Ευρωζώνη προς τα πάνω αναπροσαρμογών στο κόστος δανεισμού στην εταιρική πίστη, χωρίς αρνητική επίπτωση στην οργανική κερδοφορία των πιστωτικών ιδρυμάτων.

Σήματα στασιμότητας στην αγορά λαμβάνουν οι τράπεζες

Ως αποτέλεσμα, οι δανειολήπτες επιβαρύνονται με λιγότερους τόκους από αυτούς που θα δικαιολογούσε η πορεία των παρεμβατικών δεικτών της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ).

Το spread στα επιτόκια δανεισμού

Σύμφωνα με την Έκθεση του Διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος για το 2023, το περιθώριο επιτοκίου (spread) στο δανεισμό των εγχώριων επιχειρήσεων μειώθηκε κατά περίπου 20% έναντι των ευρωπαϊκών από τις αρχές του 2022, μετά την αναταραχή που προκάλεσε το διεθνές χρηματοπιστωτικό σύστημα η έναρξη του πολέμου στην Ουκρανία.

Οι υπηρεσίες της κεντρικής τράπεζας εκτιμούν ότι το κόστος δανεισμού στην εγχώρια αγορά είναι αυτήν την στιγμή περίπου 90 μονάδες βάσης χαμηλότερο από ό,τι θα ήταν εάν τα επιτόκια των καταθέσεων είχαν ακολουθήσει τις τάσεις που επικράτησαν στην υπόλοιπη Ευρώπη το ίδιο διάστημα.

Αν δηλαδή οι ελληνικές τράπεζες είχαν αυξήσει τις αποδόσεις των προθεσμιακών καταθέσεων στα ίδια επίπεδα με τους ανταγωνιστές τους στη Γηραιά Ήπειρο.

Εμμέσως λοιπόν, οι καταθέτες επιδοτούν τις δόσεις που καταβάλλουν οι δανειολήπτες. Κι αυτό διότι οι λιγότεροι τόκοι που λαμβάνουν, επιτρέπουν στα πιστωτικά ιδρύματα να ακολουθούν μία πιο χαλαρή πολιτική στα δάνεια.

Οι διαφορές

Όπως επισημαίνεται στην ανάλυση της Τράπεζας της Ελλάδος, η περιοριστική κατεύθυνση της ενιαίας νομισματικής πολιτικής επιδρά αναπόφευκτα ανοδικά στο κόστος των επιμέρους πηγών άντλησης χρηματοδότησης και ακολούθως στα τραπεζικά επιτόκια δανεισμού.

Ωστόσο, στην Ελλάδα μία σειρά από ευνοϊκούς παράγοντες επέτρεψε οι αυξήσεις στα δάνεια να είναι πιο περιορισμένες σε σύγκριση με εκείνες των επιτοκίων πολιτικής και της αγοράς χρήματος.

Πρόκειται για τους εξής:

  •  Οι δείκτες ρευστότητας των εγχώριων πιστωτικών ιδρυμάτων είναι εξαιρετικά εύρωστοι και συνέχισαν να βελτιώνονται το 2023, παρά την επιβράδυνση του ρυθμού μεγέθυνσης της οικονομίας.
  •  Η διάρθρωση του παθητικού των ελληνικών τραπεζών υπέρ των φθηνότερων πηγών χρηματοδότησης και ειδικότερα η μεγαλύτερη σχετική σημασία των χαμηλότερου κόστους καταθέσεων λιανικής
  •  Η πλειονότητα των υπολοίπων είναι τοποθετημένες σε άτοκους λογαριασμούς πρώτης ζήτησης, ενώ μόνο το 25% βρίσκεται στις πιο ακριβές για τις τράπεζες προθεσμιακές καταθέσεις.
  •  Κρίσιμη είναι η σημασία της αναβάθμισης της κρατικής πιστοληπτικής αξιολόγησης της Ελλάδος στην επενδυτική κατηγορία, η οποία διευρύνει τις διαθέσιμες πηγές άντλησης ρευστότητας και περιορίζει για τις τράπεζες τα έξοδά τους για τόκους

Η χαμηλότερη λοιπόν σε σχέση με το αναμενόμενο ενίσχυση του κόστους χρηματοδότησης των εγχώριων ομίλων, τους έδωσε τη δυνατότητα να περιορίσουν όσο το δυνατόν περισσότερο τις αυξήσεις στα επιτόκια των δανείων.

Η σύγκριση με Ευρώπη

Ως αποτέλεσμα, οι αυξήσεις που καταγράφηκαν στην Ελλάδα ήταν χαμηλότερες, για πρώτη φορά μετά την καταγραφή εναρμονισμένων χρονολογικών σειρών επιτοκίων μεταξύ των χωρών – μελών της Ευρωζώνης, το 2003.

Αναλυτικότερα, με βάση τα στοιχεία που παρουσιάζει η ΤτΕ, το κόστος δανεισμού των επιχειρήσεων ακολούθησε ανοδική πορεία το 2023, καθώς συνεχίστηκε η μετακύλιση των αυξήσεων των επιτοκίων πολιτικής της ΕΚΤ στα επιτόκια των χορηγήσεων.

Δεδομένου ότι στην πλειονότητα των επιχειρηματικών δανείων προσφέρονται επιτόκια κυμαινόμενα, συνδεδεμένα με κάποιο δείκτη αναφοράς (π.χ. Euribor 3 μηνών), οι αυξήσεις ήταν γενικευμένες και αξιόλογες.

Ωστόσο, υπολείπονται της ανόδου των βασικών επιτοκίων της ΕΚΤ, που την ίδια περίοδο έφτασε τις 450 μονάδες βάσης.

Για παράδειγμα το μεσοσταθμικό επιτόκιο των επιχειρηματικών δανείων αυξήθηκε κατά μόλις 230 μονάδες βάσης, διαμορφούμενο κατά μέσο όρο το 2023 σε 5,8%, έναντι μέσης τιμής 3,5% το 2022.

Σε σύγκριση με τον ευρωπαϊκό μέσο όρο, η άνοδος των ονομαστικών επιτοκίων δανεισμού στην Ελλάδα το 2023 ήταν ηπιότερη τόσο για τις μη χρηματοπιστωτικές επιχειρήσεις, όσο και για φυσικά πρόσωπα.

Ως αποτέλεσμα, η απόκλιση μεταξύ Ελλάδος και ζώνης του ευρώ στο μεσοσταθμικό κόστος δανεισμού περιορίστηκε για τις επιχειρήσεις σε 118 μ.β. κατά μέσο όρο το 2023 (2022: 147 μ.β.) και για τα νοικοκυριά για τη λήψη στεγαστικού δανείου σε μόλις 46 μ.β. (2022: 104 μ.β.).

Οι προβλέψεις

Κατά την Τράπεζα της Ελλάδος, όταν πλέον τα βασικά επιτόκια θα αρχίσουν να μειώνονται, καθώς ο πληθωρισμός θα προσεγγίσει το μεσοπρόθεσμο στόχο του 2%, θα δημιουργηθούν οι συνθήκες για μείωση του κόστους δανεισμού στην Ελλάδα.

Ευνοϊκά προς αυτήν την κατεύθυνση αναμένεται να συμβάλουν τα εξής:

  1.  η παρατηρούμενη βελτίωση στην αγορά εργασίας και ακολούθως της πιστοληπτικής ικανότητας των υποψήφιων δανειοληπτών
  2.  οι εξελίξεις στην αγορά ακινήτων, δηλ. η αύξηση της αξίας των προσφερόμενων εξασφαλίσεων για τη λήψη δανείων
  3.  η σχετικά πρόσφατη αναβάθμιση στην επενδυτική κατηγορία

Εξάλλου, επισημαίνεται ότι οι όροι και η διαθεσιμότητα των επιχειρηματικών πιστώσεων θα συνεχίσουν να υποστηρίζονται σε σημαντικό βαθμό από τα χαμηλότοκα δάνεια του Μηχανισμού Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας και από τα νέα προγράμματα συγχρηματοδότησης και εγγυοδοσίας της ΕΑΤ και του Ομίλου ΕΤΕπ.

Ακολουθήστε τον ot.grστο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, στον ot.gr

Latest News

Πρόσφατα Άρθρα Επιχειρήσεις