Από το 2015, η Ευρωπαϊκή Τράπεζα Ανασυγκρότησης και Ανάπτυξης (EBRD) επενδύει στην ανάκαμψη της Ελλάδας, με περισσότερα από 4,6 δισ. ευρώ μέχρι σήμερα (800 εκατ. ευρώ μόνο μέσα στο 2020) για περισσότερα από 75 έργα. Η εντολή της Τράπεζας για την Ελλάδα διαρκεί έως το τέλος του 2025. Οπότε τίθεται το ερώτημα του πού θα πρέπει να εστιάσει τις δραστηριότητές της ώστε να έχουν τον μεγαλύτερο αντίκτυπο στο επόμενο διάστημα; Εδώ μπαίνει η «διαγνωστική» μας ανάλυση σχετικά με την Ελλάδα. Είναι μια ανεξάρτητη ανάλυση (όχι απαραίτητα της EBRD) ορισμένων από τα κύρια ζητήματα που αντιμετωπίζει η ελληνική οικονομία.

Η μελέτη αυτή εξετάζει επιλεγμένα εμπόδια στην ανάπτυξη του ιδιωτικού τομέα αξιολογώντας πόσο σοβαρά είναι. Εάν αυτά τα εμπόδια αντιμετωπιστούν με επιτυχία, οι επενδύσεις της EBRD, μαζί με παράλληλες ιδιωτικές επενδύσεις, μπορούν να αυξήσουν την ταχεία και βιώσιμη ανάκαμψη μετά την πανδημία.

Το πλαίσιο που χρησιμοποιούμε στη  διαγνωστική μας ανάλυση είναι αυτό που αποκαλούμε  «αξιολόγηση των μεταβατικών ποιοτικών χαρακτηριστικών» (Assessment of Transition Qualities – ATQs) της EBRD, η οποία αποτελεί τη βάση όλων των λειτουργιών της Τράπεζας και των πολιτικών (policy) της προτάσεων.

Στην ουσία, αυτή η αξιολόγηση είναι μια προσπάθεια μέτρησης της θέσης των χωρών όσον αφορά έξι επιθυμητά ποιοτικά χαρακτηριστικά που πρέπει να έχει μια βιώσιμη οικονομία της αγοράς. Τα έξι αυτά χαρακτηριστικά (μεταβλητές) είναι τα εξής: ανταγωνιστική, χρηστή διακυβέρνηση, πράσινη, χωρίς αποκλεισμούς, ανθεκτική και ενσωματωμένη. Η μέτρηση κάθε μεταβλητής γίνεται με τη χρήση μιας αριθμητικής κλίμακας από το 1 (χαμηλότερη βαθμολόγηση) έως το 10 (υψηλότερη). Η αξιολόγηση βασίζεται σε ποσοτικά δεδομένα και μπορεί να εφαρμοστεί σε όλες τις χώρες, όχι μόνο σε εκείνες στις οποίες επενδύει η EBRD.

Η Ελλάδα έχει χαμηλότερη βαθμολογία σε σχέση με άλλες χώρες της ΕΕ όπου επενδύει η EBRD. Κοιτάζοντας τις βαθμολογίες, η Ελλάδα είναι πιο πίσω από τις προηγμένες χώρες σύγκρισης στις περισσότερες μεταβλητές (εξαιρέσεις είναι η «πράσινη» και η «ανθεκτική», όπου τα κενά είναι μικρότερα).

Η «χρηστή διακυβέρνηση» (well-governed quality) παραμένει η αχίλλειος πτέρνα της Ελλάδας – όπου η χώρα λαμβάνει τη χαμηλότερη βαθμολογία της και είναι κάτω από όλες τις άλλες χώρες της ΕΕ που περιλαμβάνονται στην ανάλυση, παρά τη βελτίωση των τελευταίων ετών.

Τα προβλήματα δημόσιας διακυβέρνησης αντιμετωπίζονται από σχετικώς χαμηλή βάση. Ωστόσο, επίμονα ζητήματα στους τομείς της δημόσιας διοίκησης, φορολογίας και του κράτους δικαίου, διατηρούν την Ελλάδα κάτω από τους μέσους όρους της ΕΕ κατά τη μέτρηση της συνολικής αποτελεσματικότητας του συστήματος. Πιο συγκεκριμένα, οι επιδόσεις της Ελλάδας στους Παγκόσμιους Δείκτες Διακυβέρνησης (WGI) από την Παγκόσμια Τράπεζα είναι χαμηλότερες από τον μέσο όρο των νέων κρατών μελών της ΕΕ (ΕΕ-13), ενώ η εικόνα παραμένει η ίδια στη μεταβλητή της χρηστής διακυβέρνησης σε σύγκριση με άλλες εξεταζόμενες χώρες της ΕΕ. Το περίπλοκο ρυθμιστικό σύστημα και η αυξημένη γραφειοκρατία έχουν σοβαρές επιπτώσεις στο επενδυτικό κλίμα. Οι νομικές παθογένειες, με τη σειρά τους, οδηγούν σε μεγάλες καθυστερήσεις αστικών και διοικητικών υποθέσεων. Ως αποτέλεσμα, παρά την υψηλή μεταρρυθμιστική ένταση των τελευταίων ετών, η Ελλάδα εξακολουθεί να βρίσκεται χαμηλά σε σχέση με άλλα κράτη μέλη  της ΕΕ  στον Δείκτη Παγκόσμιας Ανταγωνιστικότητας του Παγκόσμιου Οικονομικού Φόρουμ (WEF).

Ωστόσο, οφείλουμε να αναφέρουμε ότι η τελευταία θετική αύξηση στον δείκτη της χρηστής διακυβέρνησης στην Ελλάδα (βάσει των EBRD ATQs)  μπορεί να αποδοθεί σε μερικές πρόσφατες εξελίξεις.

Η ελληνική δημόσια διοίκηση ανέπτυξε πρόσφατα ένα Σύστημα Διαχείρισης Ανθρώπινου Δυναμικού, συμπεριλαμβανομένης της ολοκλήρωσης σημαντικού αριθμού ψηφιακών οργανογραμμάτων και περιγραφών θέσεων εργασίας. Επιπλέον, έχει σημειωθεί καλή πρόοδος στον τομέα των δημοσίων συμβάσεων, ενώ η πανδημία λειτούργησε ως καταλύτης για την προώθηση της ψηφιακής ατζέντας. Αξίζει να σημειωθεί ότι οι  προηγμένες οικονομίες, με τις οποίες συγκρίνουμε όλες τις υπό εξέταση χώρες,  έχουν την υψηλότερη επίδοση στον τομέα της χρηστής διακυβέρνησης ανάμεσα στις έξι μεταβλητές, δείχνοντας πόσο θεμελιώδης είναι ο συγκεκριμένος τομέας για άλλες μεταρρυθμίσεις. Επομένως, η χρηστή διακυβέρνηση (good governance) πρέπει να παραμείνει στο επίκεντρο της ατζέντας των ελληνικών κυβερνήσεων τα επόμενα χρόνια.

Ο τραπεζικός τομέας ανακάμπτει αργά αλλά σταθερά. Η χρηματοπιστωτική κρίση του 2009 τροποποίησε σε μεγάλο βαθμό τη δομή του: πλέον είναι πολύ συγκεντρωτική (τα 35 εγχώρια ιδρύματα το 2009 έγιναν 15 το 2019), σχεδόν εξ ολοκλήρου εγχώρια (μόνο 20 ξένες τράπεζες λειτουργούν επί του παρόντος με τοπικά υποκαταστήματα) και λιγότερο κερδοφόρα (η τροφοδότηση παραμένει σημαντική, στο 47% το 2018). Γενικότερα, τα υποκαταστήματα τραπεζών και τα ATM μειώθηκαν ορατά στους δρόμους των ελληνικών πόλεων την τελευταία δεκαετία. Η μη εξυπηρετούμενη έκθεση εξακολουθεί να είναι  αρκετά μεγάλη, στο 36,7% τον Ιούνιο του 2020, μειώνοντας την κερδοφορία και καθυστερώντας το δανεισμό. Τα προγράμματα μείωσης των NPL, όπως το ΗΡΑΚΛΗΣ, θέτουν φιλόδοξους στόχους, αλλά η μακροπρόθεσμη αποτελεσματικότητά τους πρέπει να δοκιμαστεί στην πράξη.

Η ενσωμάτωση στις παγκόσμιες αλυσίδες αξίας χρήζει επίσης βελτίωσης, εντούτοις οι οικονομικές ευκαιρίες αφθονούν. Μόνο το 20% της ελληνικής προστιθέμενης αξίας είναι αποτέλεσμα μη εγχώριας ζήτησης – αυτή είναι η δεύτερη χαμηλότερη επίδοση στην ΕΕ όσον αφορά την ένταξη στις αλυσίδες αξίας, παρά τη σημαντική βελτίωση των τελευταίων ετών. Στους περισσότερους τομείς, η παραγόμενη προστιθέμενη αξία παραμένει κάτω από τις ρεαλιστικές δυνατότητες: για παράδειγμα, η Ελλάδα παράγει το 10% ελιάς παγκοσμίως, αλλά μόνο το 27% αυτής της παραγωγής φθάνει σε επίπεδο branding. Η περιορισμένη «ενσωμάτωση» αναδεικνύει ελλείψεις στις υποδομές και αποτελεί τροχοπέδη για το εμπόριο, παρά το γεγονός ότι η χώρα βρίσκεται σε καλή θέση για να παίξει πρωταγωνιστικό ρόλο στις επενδύσεις (όπως η κινεζική πρωτοβουλία Belt and Road) και στους εμπορικούς δεσμούς με τη νοτιοανατολική Ευρώπη.

Παρά τα γνωστά προβλήματα που αντιμετωπίζουν, οι κρατικές επιχειρήσεις έχουν ακόμη ρόλο στην ελληνική οικονομία, τη στιγμή που ορισμένες ιδιωτικοποιήσεις έχουν αντιμετωπίσει καθυστερήσεις. Η σύσταση της Ελληνικής Εταιρείας Συμμετοχών και Περιουσίας Α.Ε.  (κατά τη διάρκεια του τρίτου προγράμματος προσαρμογής) έχει βελτιώσει τη διαχείριση δημόσιων περιουσιακών στοιχείων. Σημαντικές πωλήσεις περιλαμβάνουν την ιδιωτικοποίηση των λιμένων Πειραιά και Θεσσαλονίκης. Παραμένουν όμως προκλήσεις: η ιδιωτικοποίηση των Ελληνικών Πετρελαίων, για παράδειγμα, μέχρι στιγμής δεν κατάφερε να προσελκύσει προσφορές. Η σημερινή κυβέρνηση παραμένει προσηλωμένη στις ιδιωτικοποιήσεις παρά τα προβλήματα από την υγειονομική κρίση  – παρόλο που ορισμένα έργα όπως η ιδιωτικοποίηση του 30% του διεθνούς αερολιμένα Αθηνών έχουν προφανώς καθυστερήσει λόγω του Covid-19.

*Το άρθρο απηχεί τις απόψεις των συγγραφέων και όχι απαραίτητα της EBRD

* Julia Brouillard is an Associate Economist in the Country Economics and Policy team at the European Bank for Reconstruction and Development (EBRD).

* Peter Sanfey is Deputy Director for Country Economics and Policy within the Economics, Policy and Governance Department at the European Bank for Reconstruction and Development (EBRD).

* Dimitris Sourvanos is an Associate Counsellor in the Governance and Political Affairs team at the European Bank for Reconstruction and Development (EBRD).

Πρωτότυπο άρθρο στα αγγλικά για το LSE HO blog (Μάρτιος 2021): https://blogs.lse.ac.uk/greeceatlse/2021/03/04/can-the-greek-economy-recover-once-again/

Ακολουθήστε τον ot.grστο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, στον ot.gr

Latest News

Πρόσφατα Άρθρα Academia
Γιώργος Αλογοσκούφης: Πριν και Μετά τη Μεταπολίτευση Θεσμοί, Πολιτική και Οικονομία στην Ελλάδα
Οικονομικό Πανεπιστήμιο Αθηνών |

Γιώργος Αλογοσκούφης: Πριν και Μετά τη Μεταπολίτευση Θεσμοί, Πολιτική και Οικονομία στην Ελλάδα

O Γ. Αλογοσκούφης εξετάζει, αναλύει και ερμηνεύει την εξέλιξη του κράτους και της οικονομίας της μεταπολεμικής Ελλάδας, πριν και μετά τη μεταπολίτευση του 1974