Όταν η κυβέρνηση της Ιταλίας επέλεξε τη Βενετία για την πραγματοποίηση της Συνόδου G20 των Υπουργών Οικονομικών, ήλπιζε ότι θα υπενθύμιζε στον υπόλοιπο κόσμο την αξία της ως ταξιδιωτικός προορισμός.

Τελικά, όμως, η μοίρα της επιφύλασσε χειρότερο μέλλον. Την επόμενη εβδομάδα, η Εκπαιδευτική, Επιστημονική και Επιμορφωτική Οργάνωση των Ηνωμένων Εθνών (UNESCO) είναι πιθανό να ανακηρύξει την πόλη ως μνημείο «υπό απειλή».

Η υπερθέρμανση του πλανήτη προκαλεί την αύξηση των επιπέδων της θάλασσας. Το γεγονός αυτό αποτελεί μέγιστη απειλή για τη Βενετία τις επόμενες δεκαετίες, εκτός εάν οι παγκόσμιοι ηγέτες λάβουν δράση για να αντιμετωπίσουν την πρόκληση αυτή. Μπορούν όμως; Βάσει της συζήτησης που επικράτησε στη Σύνοδο αυτή, είναι δύσκολο να είμαστε αισιόδοξοι. Και εάν θέλετε να καταλάβετε το γιατί, δείτε τι δηλώνουν οι εταιρείες πετρελαίου και αερίου. Δείτε, για παράδειγμα, την ετήσια έκθεση αξιολόγησης της BP την Πέμπτη (μία από τις πρώτες εταιρείες που δήλωσε ότι θα ελαττώσει την εξάρτησή της από τα ορυκτά καύσιμα)

Αρχικά, πρέπει να γίνει αναφορά σε μερικά καλά νέα (για όσους αγωνίζονται για το κλίμα, εάν όχι τους επενδυτές ενέργειας): οι εκπομπές άνθρακα μειώθηκαν περισσότερο από 5% για το 2020, κυρίως λόγω της τρομερής μείωσης της κατανάλωσης πετρελαίου.

Κάτι τέτοιο είναι εκπληκτικό. Αυτό, όμως, που είναι ακόμη πιο εκπληκτικό είναι ότι ο Spencer Dale, επικεφαλής οικονομολόγος της BP, εκτιμά ότι «το ποσοστό μείωσης των εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα που παρατηρήθηκε πέρυσι είναι παρόμοιο με αυτό που χρειάζεται σε ετήσια βάση για τα επόμενα 30 χρόνια», ώστε να επιτευχθούν οι κλιματικοί στόχοι του Παρισιού για τη διατήρηση της υπερθέρμανσης του πλανήτη μεταξύ 1,5C και 2C. Αυτό κρίνεται υψίστης σημασίας εάν θέλουμε να αποφύγουμε τις μη αναστρέψιμες ζημίες που θα συμβούν στη Βενετία και όχι μόνο.

Κάτι τέτοιο θα απαιτούσε τεράστιες αλλαγές συμπεριφοράς, ιδιαίτερα αν σκεφτούμε ότι αυτή η περσινή μείωση οφείλεται στα lockdown και την οικονομική ύφεση λόγω της πανδημίας. Πράγματι, ο Dale θεωρεί ότι η περσινή μείωση θα μπορούσε να επιτευχθεί και μέσω μίας «ελάχιστης αύξησης» στη τιμή του άνθρακα (π.χ. μέσω φόρων)  ίσης με 1,4000 δολ. ανά τόνο (1,543 δολάρια ανά τόνο), σε αντίθεση με τα 2 δολ. ανά τόνο που το ΔΝΤ υπολογίζει ως παγκόσμιο μέσο όρο πριν την πανδημία.

Εντούτοις, μία τέτοια μείωση είναι δύσκολο να ξανασυμβεί. Επομένως, ο Dale προειδοποιεί ότι «υπάρχει σημαντικός κίνδυνος φέτος οι εκπομπές άνθρακα να αυξηθούν», μπορεί, δηλαδή, να έχει ήδη συμβεί αυτό. Ενώ, η χρήση ανανεώσιμης ενέργειας εκτοξεύθηκε το 2020, δεν προκάλεσε την παραμικρή πτώση στη γενική παραγωγή άνθρακα- τη βασικότερη πηγή της υπερθέρμανσης του πλανήτη.

Επομένως, τι μπορεί να κάνει η G20; Ιδανικά, θα μπορούσε να κάνει τουλάχιστον πέντε πράγματα. Πρώτον, οι Υπουργοί Οικονομικών πρέπει να δεχθούν μία σταθερή αύξηση στις τιμές και τον φόρο άνθρακα. Η ΕΕ το κάνει ήδη αυτό. Η κυβέρνηση Μπάιντεν, ωστόσο, προχωράει με ιδιαίτερα αργούς ρυθμούς στο θέμα αυτό, κυρίως, λόγω εθνικών πολιτικών ανησυχιών. Οι υπόλοιποι της G20 πρέπει να απαιτήσουν η Αμερική να αλλάξει τακτική.

Δεύτερον, η G20 πρέπει να απαιτήσει η Κίνα να περιορίσει τη χρήση άνθρακα, ο οποίος την προμηθεύει με ενέργεια (η Κίνα είναι υπεύθυνη για πάνω από τη μισή παγκόσμια κατανάλωση). Η κυβέρνηση του Πεκίνου δεσμεύτηκε αορίστως να προβεί στην ενέργεια αυτή και αύξησε τη χρήση ενέργειας με αξιοθαύμαστο τρόπο.  Πρέπει, ακόμη, να ακυρώσει την κατασκευή νέων εργοστασίων άνθρακα και να σταματήσει να χρηματοδοτεί εκείνα στην πρωτοβουλία της «Μία Ζώνη, Ένας Δρόμος» (Belt and Road Initiative).

Τρίτον, οι πλούσιες δυτικές χώρες πρέπει να βοηθήσουν τα φτωχότερα κράτη στη μετάβασή τους στην πράσινη ενέργεια. Ο Διεθνής Οργανισμός Ενέργειας υπολογίζει ότι κάθε χρόνο από φέτος μέχρι και το 2030 θα χρειάζονται 5 τρισ. δολάρια επενδύσεων, σε ορισμένα μέρη του αναπτυσσόμενου κόσμου.

Θεωρητικά, οι παγκόσμιες κεφαλαιαγορές θα μπορούσαν εύκολα να προβούν σε μία τέτοια χρηματοδότηση. Ωστόσο, πρακτικά, κάτι τέτοιο δεν θα συμβεί στις αναδυόμενες αγορές, χωρίς την προτιμησιακή χρηματοδότηση πολυμερών ομάδων, πλούσιων κρατών και/ή μεικτών χρηματοοικονομικών προγραμμάτων. Δυστυχώς, όμως, κάτι τέτοιο δεν είναι εύκολο να συμβεί.

Τέταρτον, η G20 πρέπει να κάνει ένα μεγάλο βήμα: να προάγει τη συνεργατική έρευνα στον τομέα των τεχνολογιών, όπως η δέσμευση άνθρακα, τα καύσιμα με βάση το υδρογόνο και οι συσσωρευτές. Το πυρηνικό κομμάτι θα πρέπει, επίσης, να εξετασθεί. Ιδανικά, μία τέτοια συνεργασία θα μπορούσε να οδηγήσει στον συντονισμό ενεργειών της Αμερικής και Κίνας. Στην πραγματικότητα, όμως, θα ήταν ακόμη πιο ενθαρρυντικό να δούμε ακόμη και μία ενδεχόμενη διατλαντική συνεργασία.

Πέμπτον, οι καταναλωτές πρέπει να κινητοποιηθούν για  την αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής. Πολλοί από αυτούς δεν κινητοποιούνται είτε γιατί θεωρούν το ζήτημα θλιβερά πολιτικοποιημένο είτε επειδή απογοητεύονται από τις πολλές «κακές ειδήσεις» που χαρακτηρίζουν την προσπάθεια αντιμετώπισης της κλιματικής αλλαγής.

Ωστόσο, είναι ζωτικής σημασίας οι πολίτες να έχουν την προσωπική ευθύνη και να διαισθάνονται τον επείγοντα χαρακτήρα της κατάστασης. Εάν συμβεί αυτό, παράλληλα με την τιμή του άνθρακα, οι επιχειρήσεις και η κυβέρνηση θα αναγκαστούν να αλλάξουν τακτική. Χωρίς αυτό, θα είναι δύσκολο να επιτύχουμε άμεσα τους στόχους του Παρισιού.

Αυτό που χρειάζεται πραγματικά, λοιπόν, είναι η βαθύτερη κατανόηση του κινδύνου της κλιματικής αλλαγής τόσο μεταξύ των κυβερνήσεων της G20 όσο και των πολιτών, όπως ακριβώς είδαμε να συμβαίνει και με την πανδημία. Κάτι τέτοιο, όμως, φαίνεται ότι θα αργήσει να επιτευχθεί και, εάν αργήσει όντως, τότε οι συνέπειες θα είναι καταστροφικές.

Πρόσφατα Άρθρα