Project Syndicate

Η κλιματική αλλαγή αποτελεί το απόλυτο κρας τεστ για το εάν μπορούν οι χώρες να ανταγωνίζονται για την παγκόσμια κυριαρχία και, παράλληλα, να συνεργάζονται για να σώσουν τον κόσμο. Εάν οι Ηνωμένες Πολιτείες και η Κίνα δεν μπορούν να συνεργαστούν γι’ αυτό τον σκοπό, δεν θα μπορούν να συνεργαστούν και σε κανέναν άλλο τομέα. Οι δύο αυτές δυνάμεις  ευθύνονται από κοινού για περισσότερο από το 40% των εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα.

Ως εκ τούτου, πολλοί ανησυχούν ότι εάν δεν υπάρξει σινο-αμερικανική συνεργασία για τη μείωση των εκπομπών, δεν θα σημειωθεί ουσιαστική πρόοδος. Όλοι θα είμαστε καταδικασμένοι. Παρόλο που και οι δύο πλευρές γνωρίζουν ότι πρέπει να λάβουν άμεσα δράση, ώστε να αποτρέψουν ενδεχόμενη κλιματική καταστροφή, τα τελευταία στοιχεία δείχνουν ότι η συμβατική διπλωματία δεν αποφέρει ιδιαίτερα αποτελέσματα.

Στην πρώτη συνάντηση ΗΠΑ-Κίνας, κατά τη θητεία του Μπάιντεν, στην Αλάσκα, τον Μάρτιο, ο υψηλόβαθμος αξιωματούχος των εξωτερικών σχέσεων της Κίνας, Γιανγκ Τζιεσί, εξαπέλυσε κατηγορίες εναντίον του υπουργού Εξωτερικών των ΗΠΑ, Άντονι Μπλίνκεν, καθώς ο τελευταίος κατήγγειλε την Κίνα για τον τρόπο διαχείρισης των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Στη συνέχεια, τον Απρίλιο, ο απεσταλμένος του Μπάιντεν για το κλίμα, ο πρώην υπουργός Εξωτερικών, Τζον Κέρι, έγινε ο πρώτος ανώτερος αξιωματούχος της κυβέρνησης που επισκέφθηκε την Κίνα, όπου συναντήθηκε με τον ομόλογό του, Σιέ Ζενχουά. Οι δυο τους, έκτοτε, έχουν συναντηθεί καμιά δεκαριά φορές, χωρίς, ωστόσο, να έχουν καταλήξει κάπου.

Γίνεται όλο και πιο προφανές ότι δεν υπάρχουν πολλές πιθανότητες η μία πλευρά να πείσει την άλλη, μέσω των παραδοσιακών διπλωματικών διαύλων, να βελτιώσει τις επιδόσεις της. Η στρατηγική των ΗΠΑ έχει τρία θεμελιώδη προβλήματα.

Πρώτον, η διεθνής κοινότητα λαμβάνει υπόψη της το ενδεχόμενο ο Ντόναλντ Τραμπ –ή έστω ο Τραμπισμός– να επιστρέψει στην εξουσία στις ΗΠΑ. Δεύτερον, η κυβέρνηση Μπάιντεν επιμένει στην άποψη η πολιτική για το κλίμα πρέπει να χαίρει διαφορετικής διαχείρισης από άλλα ζητήματα (εξ ου και επιμονή του Κέρι στο ότι η Αμερική δεν πρέπει να παραμένει σιωπηλή για το ζήτημα της καταπάτησης των ανθρωπίνων δικαιωμάτων στην Κίνα). Ωστόσο, η Κίνα επιμένει ότι «η συνεργασία για το κλίμα εντάσσεται στις ευρύτερες σχέσεις Κίνας – ΗΠΑ». Αυτή η διάσταση απόψεων θέτει τις δύο χώρες σε μία συνεχή διαμάχη.

Το τρίτο πρόβλημα είναι και το πιο δυσεπίλυτο. H αμερικανική ισχύς (σκληρή και ήπια) είχε αρχίσει να φθείρεται, ήδη πριν τα γεγονότα στο Αφγανιστάν. Οι προσπάθειες των ΗΠΑ να ασκήσουν επιρροή στις υπόλοιπες χώρες, μεταξύ των οποίων και στην Κίνα, δεν έχουν το αποτέλεσμα που είχαν κάποτε.

Παρά την ιδιαίτερη προσοχή που λαμβάνει η διπλωματία υψηλού επιπέδου ενόψει της Διάσκεψης των Ηνωμένων Εθνών για την Κλιματική Αλλαγή (COP26), που θα λάβει χώρα στις 31/10, στη Γλασκόβη, η αλήθεια είναι ότι η κινητήριος δύναμη για την ουσιαστική αλλαγή βρίσκεται αλλού. Το εθνικό συμφέρον είναι, ουσιαστικά, αυτό που θα ορίσει το εάν η κλιματική αλλαγή θα πετύχει ή θα αποτύχει. Το ερώτημα για τις επόμενες δεκαετίες είναι ποια χώρα –ποιο σύστημα– θα λάβει τον τίτλο του «πράσινου πολίτη του κόσμου». Ποια χώρα θα είναι η πρώτη που θα αξιοποιήσει τα οικονομικά οφέλη που προκύπτουν από τις πράσινες τεχνολογίες;

Ο αγώνας για την πράσινη τεχνολογία θα συσχετίζεται, αρχικά, με τον ανταγωνισμό μεγάλων δυνάμεων. Ωστόσο, βασικό παράγοντα θα αποτελέσει και η αυτοσυντήρηση. Σε ποιο σημείο θα συνειδητοποιήσουν οι πληθυσμοί ότι η κλιματική αδράνεια τούς θέτει σε κίνδυνο; Πόσο άσχημες θα πρέπει να γίνουν οι συνθήκες, ώστε οι πολίτες να απαιτήσουν ριζικές αλλαγές ακόμη και στα πιο αυταρχικά κράτη;

Οι απαντήσεις της Κίνας μέχρι στιγμής ποικίλλουν. Τον Σεπτέμβριο του 2020, ο Πρόεδρος της Λαϊκής Δημοκρατίας της Κίνας, Σι Τζινπίνγκ, δήλωσε στα Ηνωμένα Έθνη ότι η χώρα του θα φτάσει στο ύψιστο σημείο των εκπομπών της έως το 2030 και ότι, μέχρι το 2060, θα επιτύχει την ουδετερότητα άνθρακα. Έτσι, θεωρήθηκε ότι η Κίνα θα επιτύχει τις δεσμεύσεις της για την επίτευξη καθαρών μηδενικών εκπομπών πριν τις ΗΠΑ. Έκτοτε, όμως, οι ανακοινώσεις και τα δεδομένα για την Κίνα άλλαξαν.

Στην ομιλία του στον ΟΗΕ, τη φετινή χρονιά, o Σι Τζινπίνγκ δήλωσε ότι η Κίνα θα σταματήσει να παρέχει οικονομική υποστήριξη στο εξωτερικό για διάφορα έργα ηλεκτρικής ενέργειας με καύση άνθρακα. Έπειτα από παρόμοιες δηλώσεις από τη Νότια Κορέα και την Ιαπωνία, η Κίνα άρχισε να δέχεται πιέσεις να υλοποιήσει τις εν λόγω δηλώσεις της (οι τρεις αυτές χώρες αντιπροσωπεύουν από κοινού το 95% της  χρηματοδότησης άνθρακα από το 2013 και έπειτα). Ωστόσο, αυτή η παραχώρηση αποτελεί την εύκολη λύση, δεδομένου του ότι οι χώρες δικαιούχοι επιφυλάσσονται ήδη για την έναρξη νέων έργων άνθρακα.

Η Κίνα έχει, επίσης, αναγνωρίσει τις οικονομικές ευκαιρίες που της προσφέρονται. Ήδη, επτά από τους δέκα κορυφαίους κατασκευαστές ανεμογεννητριών στον κόσμο είναι Κινέζοι. Η κινεζική οικονομία είναι τόσο μεγάλη, σήμερα, που παράγει περισσότερες υποδομές ανανεώσιμων πηγών ενέργειας από ό,τι ο υπόλοιπος κόσμος, μειώνοντας το κόστος της ηλιακής, της αιολικής και άλλων πηγών ενέργειας.

Ωστόσο, η Κίνα παράγει, επίσης, το 53% της παγκόσμιας ενέργειας με καύση άνθρακα και εξακολουθεί να αυξάνει την δυναμικότητά της. Οι ειδικοί επισημαίνουν ότι η Κίνα θα πρέπει να προβεί στο κλείσιμο περισσότερων από 500 εργοστασίων, κατά την επόμενη δεκαετία, για να έχει πιθανότητες να επιτύχει τους κλιματικούς της στόχους. Αυτό, όμως, είναι κάτι που δεν συμβαίνει μέχρι στιγμής. Αντιθέτως, η Κίνα βρίσκεται στη δίνη μιας μεταπανδημικής ανάκαμψης, η οποία βασίζεται στην καύση ορυκτών καυσίμων. Κι ακόμη χειρότερα, δέκα από τις επαρχίες της αναγκάστηκαν, πρόσφατα, να επιβάλλουν περιορισμούς στην ενέργεια, λόγω της ύφεσης στην παραγωγή, κρούοντας τον κώδωνα του κινδύνου και καθιστώντας αναγκαίες τις εκκλήσεις για περισσότερη παραγωγή ενέργειας από άνθρακα.

Αυτά τα ζητήματα συγκαταλέγονται σε έναν ευρύτερο περιβάλλον πολέμου πολιτισμών που λαμβάνει χώρα στην Κίνα, όπου η κλιματική αλλαγή απορρίπτεται από τους εθνικιστές ως «δυτική ψευδοεπιστήμη» και καταγγέλλεται ως συνωμοσία για τον περιορισμό της ανάπτυξης της χώρας.

Αυτό που αντιβαίνει σε αυτές τις πολιτικές δυνάμεις είναι οι επιπτώσεις των ακραίων καιρικών φαινομένων. Αυτό το καλοκαίρι, περισσότεροι από 300 άνθρωποι σκοτώθηκαν στην επαρχία Χενάν, όταν σε μόλις τρεις ημέρες έβρεξε τον όγκο βροχής ενός ολόκληρου έτους. Οι τοπικές αρχές δέχθηκαν κριτική άνευ προηγουμένου στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, όπου οι πολίτες εξέφρασαν την οργή τους για τις ελλείψεις υποδομών και τις αποτυχίες στις προβλέψεις.

Oι ηγέτες της Κίνας απαιτούν, τόσο από τους Κινέζους συμπολίτες τους όσο και από τη διεθνή κοινότητα, να δώσουν στη χώρα μερικά ελαφρυντικά. Η Κίνα επικαλείται τακτικά το επιχείρημα ότι αυτή και άλλες «αναπτυσσόμενες» χώρες δεν πρέπει να υπόκεινται στους ίδιους περιορισμούς με τις ΗΠΑ και την Ευρώπη, οι οποίες αποτελούν, εδώ και πολλά χρόνια, τους βασικούς πομπούς διοξειδίου του άνθρακα.

Καθώς πλησιάζει το COP26, ο πόλεμος προσφορών για τα πράσινα διαπιστευτήρια θα ενταθεί εν μέσω υποδείξεων και νουθεσιών. Θα είναι σημαντικό να θυμόμαστε ότι αυτή είναι μία μάχη με αντιπρόσωπο που λαμβάνει χώρα σε έναν ευρύτερο ψυχρό πόλεμο. Τα ανταγωνιστικά ένστικτα της Κίνας και της Αμερικής θα τις κάνουν να ξεπεράσουν η μία την άλλη στο τομέα των νέων τεχνολογιών και στις καινοτομίες. Το εάν οι συνεισφορές τους θα αποδειχθούν περισσότερο ουσιαστικές παρά επιτελεστικές, είναι κάτι που ακόμη δεν γνωρίζουμε.

Εν τέλει, εάν μειώνονταν οι υποψίες και αυξανόταν η συνεργασία, είναι βέβαιο ότι θα επιτυγχάνονταν πολλά περισσότερα. Ωστόσο, στον κόσμο του σήμερα, η παλιά διπλωματία θεωρείται νεκρή.

Ο John Kampfner είναι σύμβουλος στη δεξαμενή σκέψης Chatham House.

Ακολουθήστε τον ot.grστο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, στον ot.gr

Latest News

Πρόσφατα Άρθρα Experts
Κατώτατος μισθός, συλλογικές συμβάσεις και συντάξεις
Experts |

Κατώτατος μισθός, συλλογικές συμβάσεις και συντάξεις

Mε διαφορετικούς όρους κρατικής παρέμβασης παρατείνεται η μνημονιακή κατάργηση (Φεβρουάριος 2012) της Εθνικής Γενικής Συλλογικής Σύμβασης Εργασίας (ΕΓΣΣΕ) που καθόριζε στην Ελλάδα επί δεκαετίες τον κατώτατο μισθό