Υπάρχει ένα διαχρονικό ερώτημα. Μια αέναη συζήτηση. Τι παράγουμε ως χώρα (αν παράγουμε), με ποια ποιότητα, σε τι τιμές και αν μπορούμε με την υπάρχουσα διάρθρωση της οικονομίας να εξάγουμε σοβαρές ποσότητες. Σίγουρα μεγαλύτερες από αυτές που εισάγουμε. Το τελευταίο είναι άλλωστε, εφόσον επιτευχθεί, η ιστορία επιτυχίας κάθε χώρας. Εμείς στην Ελλάδα διαχρονικά τέτοια επιτυχία αδυνατούσαμε να καταγράψουμε. Εξ ου και ενδημούσαν στην εγχώρια συζήτηση φράσεις όσων ήταν από αριστερές καταβολές περί «παραγωγικής ανασυγκρότησης» και όσων ήταν από πιο φιλελεύθερες καταβολές «περί ανταγωνιστικότητας».

Για παράδειγμα, υπάρχουν άνθρωποι που ελπίζουν ότι η χώρα θα πλουτίσει από την εξόρυξη πετρελαίου και φυσικού αερίου. Ελάχιστοι ωστόσο ασχολούνται με κάτι πιο απλό. Με το γεγονός ότι η χώρα για να πραγματοποιήσει την ενεργειακή μετάβαση και να δημιουργήσει πολλά αιολικά και φωτοβολταϊκά πάρκα θα χρειαστεί όλα τα εξαρτήματα που τα συνθέτουν. Πάνελ, έλικες, μικρότερα εξαρτήματα, τίποτα από όλα αυτά δεν παράγεται στην Ελλάδα και δεν προβλέπεται να παραχθεί. Ολα εισάγονται. Κάτι απλό και υλοποιήσιμο σε σχέση με τις εξορύξεις και όμως μας διαφεύγει. Δεν έχουμε σχέδιο και δημιουργούμε με αυτόν τον τρόπο μια νέα εξάρτηση από τις εισαγωγές. Ενα νέο μεγάλο έλλειμμα στο εξωτερικό μας ισοζύγιο.

Το θέμα του ισοζυγίου ήταν στην πραγματικότητα η μισή δουλειά που είχε μπροστά της η χώρα όταν χρεοκόπησε και μπήκε στα μνημόνια. Αλλο αν τα φώτα της δημοσιότητας τα κέρδισε η επώδυνη δημοσιονομική προσαρμογή και τα μέτρα λιτότητας που πήρε η χώρα προκειμένου να μαζέψει το άλλο της μεγάλο πρόβλημα, που ήταν το έλλειμμα του προϋπολογισμού της. Οταν λοιπόν οι πολιτικοί μιλούσαν για μεταρρυθμίσεις, αλλαγές στα εργασιακά, στα κλειστά επαγγέλματα, τη μείωση της γραφειοκρατίας, αναφέρονταν στο πώς θα βελτιωθεί το ισοζύγιο εξωτερικών πληρωμών της χώρας. Ουδέποτε προβλήθηκε ως θετικό και σχετικά ανώδυνο σε σχέση με το δημοσιονομικό το σχέδιο βελτίωσης της ανταγωνιστικότητας και παραγωγικής βάσης της χώρας, της προσέλκυσης μέσω αυτών επενδύσεων, ώστε να στοιχηθούν πίσω του οι πολίτες. Το άλλο πουλούσε περισσότερο.

Κι όμως ίσως να είναι πιο σημαντικό. Πρέπει να ξέρει ο πολίτης και να συζητεί αν όσα εισέρχονται στη χώρα από την πώληση προϊόντων, υπηρεσιών, όπως ο τουρισμός και οι επενδύσεις, είναι περισσότερα από όσα εξέρχονται, όπως οι εισαγωγές.

Να καταλαβαίνει ότι το πλεόνασμα στο εξωτερικό ισοζύγιο βελτιώνει τη ζωή του. Επηρεάζει τη διαμόρφωση μεγεθών όπως του εθνικού εισοδήματος και της εθνικής δαπάνης, ενώ παράλληλα απεικονίζει τη διεθνή οικονομική θέση της συγκεκριμένης χώρας. Κυρίως δείχνει πόσο ανταγωνιστική είναι. Πόσο ανταγωνιστικοί είμαστε όλοι. Μέσω αυτού μπορούμε να διεκδικήσουμε καλύτερες αμοιβές και να δημιουργηθούν περισσότερες θέσεις εργασίας.

Για να γίνει αντιληπτό το μέγεθος του προβλήματος, η Ελλάδα κατέγραψε για πρώτη φορά πλεόνασμα στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών το 2013. Για πρώτη φορά από το 1948 που υπήρχαν διαθέσιμα στοιχεία. Ηταν η πρώτη φορά γενικότερα που η Ελλάδα εμφάνιζε πλεονασματικό ισοζύγιο.

Αυτά τότε στην καρδιά των μνημονίων. Σήμερα, με την επανάκαμψη της κατανάλωσης οι εισαγωγές επανέκαμψαν. Το πρόβλημα έγινε μεγαλύτερο από την εκτίναξη των διεθνών τιμών πολλών προϊόντων λόγω των αναταράξεων της πανδημίας. Τα ελλείμματα είναι εδώ. Το ερώτημα είναι τι κάνουμε από εδώ και εμπρός. Η απάντηση σχετίζεται με τις μεταρρυθμιστικές προσπάθειες τριών μνημονίων, αλλά και πολλά ευρωπαικά κονδύλια όπως αυτά του Ταμείου Ανάκαμψης που τώρα αποφασίζεται η διάθεσή τους. Γι’ αυτό είναι σημαντικό να κατευθυνθούν σε επενδύσεις που θα αυξήσουν την παραγωγή και κυρίως τις εξαγωγές…

Ακολουθήστε τον ot.grστο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, στον ot.gr

Latest News

Πρόσφατα Άρθρα Opinion