Όταν ο Μαρξ προσπαθούσε να εξηγήσει, στο σπουδαίο βιβλίο του Η 18η Μπρυμαίρ του Λουδοβίκου Βοναπάρτη, τον τρόπο που ο Λουδοβίκος Βοναπάρτης κατάφερε να ανέβει στην εξουσία, εντόπιζε ως κρίσιμη παράμετρο το γεγονός ότι ο τελευταίος εκπροσωπούσε μια κρίση και πολύ μαζική κατηγορία της γαλλικής κοινωνίας: τους αγρότες και συγκεκριμένα τους αγρότες με μικρή ιδιοκτησία που αποτελούσαν τον κύριο κορμό της γαλλικής αγροτιάς.

Στα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά αυτής της κοινωνικής κατηγορίας απέδιδε ο Μαρξ και τον τρόπο που η αγροτιά αναγνώριζε στον Λουδοβίκο Βοναπάρτη  τον πολιτικό που την εκπροσωπούσε. Για τον Μαρξ η ιδιαιτερότητα αυτής της αγροτικής μάζας ήταν ότι δεν είχε τα χαρακτηριστικά μιας τάξης με συνείδηση ιστορικού ρόλου, αλλά ενός μαζικού αθροίσματος παρόμοιων καταστάσεων και αιτημάτων που διεκδικούσαν να εκπροσωπήσουν (και όχι να διεκδικήσουν αυτόνομα) και γι’ αυτόν τον λόγο προσκολλούνταν σε μια ισχυρή εκδοχή εκτελεστικής εξουσίας.

Η πολιτική και συμβολική βαρύτητα της «Βαθιάς Γαλλίας»

Πολύ μεγάλη συζήτηση έχει υπάρξει έκτοτε για το εάν και σε ποιο βαθμό αυτά ισχύουν – άλλοι μαρξιστές θα υποστηρίξουν ότι μπορεί και η αγροτικά να είναι «επαναστατικό υποκείμενο» –, όμως η ανάλυση για την πολιτική βαρύτητα και τις πλευρές συντηρητισμού της αγροτιάς θα διατηρήσει την απήχηση της.

Ούτως ή άλλως, ακόμη και σήμερα αυτό που συνήθως περιγράφεται ως η «Βαθιά Γαλλία» είναι μια ταυτότητα, ή, πιο σωστά, ένα σύνολο ταυτοτήτων, που σε μεγάλο βαθμό στηρίζεται σε στοιχεία που σχετίζονται με την επαρχιακή και ιδίως αγροτική Γαλλία.

Το φαινομενικό παράδοξο είναι ότι το ίδιο το ποσοστό των ανθρώπων που ασχολούνται με τη γεωργία στη Γαλλία είναι μάλλον χαμηλό, όπως ακριβώς και στις υπόλοιπες αναπτυγμένες χώρες. Το 2019 στη γεωργία απασχολούνταν το 2,53% του συνολικού εργατικού δυναμικού της Γαλλίας.

Όμως, πέραν της βαρύτητας του ίδιου του ποσοστού των αγροτών, υπάρχει η βαρύτητα συνολικά της βιομηχανίας τροφίμων αλλά και ο τρόπος που για τη Γαλλία είναι σημαντικό να προβάλει ότι είναι μια χώρα με σημαντική και ποιοτική αγροτική παραγωγή.

Όμως, πάνω από όλα η γαλλική κοινωνία πάντα έχει μια ευαισθησία για το τι γίνεται με τους αγρότες και αυτό δίνει και απήχηση στις κινητοποιήσεις τους, ιδίως εάν σκεφτούμε ότι αρκετοί γάλλοι πολιτικοί έχουν ως εφαλτήριο (ή και φέουδο) διάφορες επαρχιακές εκλογικές περιφέρειες.

Οι Γάλλοι αγρότες και η παγκοσμιοποίηση

Οι Γάλλοι αγρότες τώρα ποτέ δεν τα πήγαν πολύ καλά με την παγκοσμιοποίηση και το ελεύθερο εμπόριο. Ο λόγος είναι απλός και διαχρονικός: η παραγωγή φτηνών αγροτικών και διατροφικών προϊόντων συχνά απαιτεί διαδικασίες συγκεντροποίησης και διαμόρφωσης μεγάλων αγροτικών εκμεταλλεύσεων που δύσκολα είναι συμβατές με ένα μοντέλο αγροτικής παραγωγής στηριγμένο πάνω στη μικρή και μεσαία εκμετάλλευση.

Αυτό μεταφράζεται επίσης στον τρόπο που χώρες που μπορούν να εφαρμόζουν ένα διαφορετικό μοντέλο αγροτικής παραγωγής, στηριγμένο στις μεγάλες εκμεταλλεύσεις και τον εκμηχανισμό μπορούσαν να εξάγουν φτηνότερα αγροτικά προϊόντα και αυτό με τη σειρά του να ασκεί πίεση στους γάλλους αγρότες.

Η ιστορία της αντίστασης των γάλλων αγροτών είναι μακρά. Σε μεγάλο βαθμό η Κοινή Αγροτική Πολιτικής της ΕΕ σχεδιάστηκε και με κριτήριο να μείνουν ικανοποιημένοι οι Γάλλοι αγρότες, ήδη από τη δεκαετία του 1960.

Αλλά και οι διάφορες απόπειρες διαπραγμάτευσης από τη μεριά της ΕΕ για συμφωνίες απελευθέρωσης του παγκόσμιου εμπορίου πάντα έπρεπε να λαμβάνουν υπόψη και την κατάσταση και θέση των Γάλλων αγροτών.

Φυσικά, για να είμαστε δίκαιοι, αυτό δεν αφορούσε ποτέ μόνο τη Γαλλία. Καθώς αρκετές ευρωπαϊκές χώρες είχαν αγρότες με πολιτικό και εκλογικό βάρος, μπορούσαν και να στηρίζουν τις γαλλικές θέσεις σε τέτοιες διαπραγματεύσεις.

Η σημασία των εμπορικών συμφωνιών για τη Γαλλία

Την ίδια στιγμή η ΕΕ γνωρίζει ότι ο μόνος τρόπος να μπορέσει να επεκτείνει την εξαγωγική της δραστηριότητα και συνολικά να επεκτείνει την ευρωπαϊκή οικονομική παρουσία, είναι να προχωρήσει σε μια μεγάλη σειρά διαμόρφωσης και επικύρωσης εμπορικών συμφωνιών  με άλλες χώρες, ιδίως από τη στιγμή οι αμερικανικές ταλαντεύσεις έκαναν πιο δύσκολη την ιδέα των πολυμερών διαπραγματεύσεων και συμφωνιών (που εκ των πραγμάτων είναι και πιο δύσκολο να συναφθούν εξαιτίας του πλήθος των συμφερόντων που πρέπει να συγκεραστούν).

Τέτοιες διμερείς συμφωνίες προφανως στηρίζονται σε  μια λογική αμοιβαίων παραχωρήσεων. Η ΕΕ αποδέχεται έναν βαθμό εισαγωγικής διείσδυσης από τρίτες χώρες για να μπορεί να κατοχυρώνει δικές της δυνατότητες εξαγωγικής επέκτασης.

Σε αυτό το πλαίσιο έγινε η διαπραγμάτευση των συμφωνιών με την Νέα Ζηλανδία και τη Χιλή. Η διαπραγμάτευση σε τέτοιες περιπτώσεις γίνεται από την ίδια την ΕΕ και όχι από τα μεμονωμένα κράτη μέλη, παρότι με διάφορους τρόπους και αυτά επηρεάζουν τη διαπραγμάτευση.

Ποιο είναι τώρα το θέμα με τις δύο συγκεκριμένα χώρες; Και οι δύο είναι χώρες με σημαντικές εξαγωγές αγροτικών και κτηνοτροφικών προϊόντων, που μπορούν ως ένα βαθμό να διεκδικήσουν χώρο από τα γαλλικά αγροτικά προϊόντα. Και οι δύο επίσης έχουν και άλλα σημαντικά προϊόντα.

Για παράδειγμα η συμφωνία με τη Χιλή θα επιτρέψει στην Ευρωπαϊκή Ένωση να μπορεί να προμηθεύεται λίθιο από εκεί, υλικό απαραίτητο για τις μπαταρίες των ηλεκτρικών αυτοκινήτων, και έτσι να μειώσει το βαθμό εξάρτησής της από την Κίνα.

Από την άλλη η Χιλή που είναι ένας σημαντικός εξαγωγέας πουλερικών, θα μπορούσε να κερδίσει από τη συμφωνία τη 18.000 τόνοι πουλερικών να εξάγονται στην Ευρώπη χωρίς δασμούς. Η Ευρώπη κατανάλωσε 11,6 εκατομμύρια τόνους κοτόπουλο το 2020, εκ των οποίων οι 650.000 είναι εισαγόμενοι, και η ΕΕ κατά βάση είναι καθαρός εξαγωγέας στο συγκεκριμένο προϊόν. Ωστόσο, ακόμη και έτσι ένα μέρος της γαλλικής κτηνοτροφικής βιομηχανίας ανησυχεί για τις εισαγωγές από τη Χιλή.

Αντίστοιχα, και η Νέα Ζηλανδία είναι μια χώρα με σημαντικές εξαγωγές αγροτικών και κτηνοτροφικών προϊόντων, με πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα το κρέας αρνιού. Παράγει επίσης και πολλά γαλακτοκομικά προϊόντα και συχνά τα πουλάει με ευρωπαϊκές προστατευόμενες ονομασίες. Αυτό δεν έχει κάνει εύκολη τη διαπραγμάτευση. Αντίθετα, η Μεγάλη Βρετανία ολοκλήρωσε τη διαπραγμάτευση της δικής της αντίστοιχης εμπορικής συμφωνίας με τη Νέα Ζηλανδία.

Η Γαλλία καθυστερεί την ολοκλήρωση των εμπορικών συμφωνιών με τη Χιλή και τη Νέα Ζηλανδία
Σε αυτό το φόντο, παρά την πρόοδο των διαπραγματεύσεων και την ελπίδα της ΕΕ ότι θα μπορούσε να ολοκληρώσει τη διαπραγμάτευση και των δύο συμφωνιών μέχρι το τέλος της χρονιάς, η Γαλλία έχει καταφέρει να πείσει τις υπόλοιπες χώρες να καθυστερήσει η υπογραφή και κύρωση των σχετικών συμφωνιών μέχρι μετά τις γαλλικές εκλογές.

Η επίσημη γαλλική θέση ότι χρειάζεται καλύτερη συζήτηση των ποσοστώσεων στα διάφορα προϊόντα όπως επίσης και σαφέστερη διατύπωση των περιβαλλοντικών όρων και τα ανάγκης βιωσιμότητας.

Η πραγματική ανησυχία είναι ότι τυχόν υπογραφή των συμφωνιών πριν από τις εκλογές θα οδηγήσει σε μαχητικές κινητοποιήσεις των γάλλων αγροτών, τις οποίες θα μπορούσε να εκμεταλλευτεί η αντιπολίτευση δυσκολεύοντας τα σχέδια του Εμανουέλ Μακρόν για μια δεύτερη θητεία στη Γαλλική προεδρία.

Η ίδια η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, προς το παρόν, έχει αρνηθεί να κάνει κάποιο σχόλιο για αυτές τις εξελίξεις.

Ακολουθήστε τον ot.grστο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, στον ot.gr

Latest News

Πρόσφατα Άρθρα Διεθνή
Meta: Γιατί μπλόκαρε την ενημέρωση στον Καναδά
Διεθνή |

Πώς το μπλοκάρισμα ελλοχεύει κινδύνους για την ενημέρωση - Τι έγινε στον Καναδά

Το μπλοκάρισμα των συνδέσμων ειδήσεων έχει οδηγήσει σε βαθιές και ανησυχητικές αλλαγές στον τρόπο με τον οποίο οι Καναδοί χρήστες του Facebook ασχολούνται με πληροφορίες σχετικά με την πολιτική - και όχι μόνο...