Δεν χρειάζεται να είστε πάνω από 50 ετών για να δείτε τις ομοιότητες τού σήμερα με τη δεκαετία του 1970 στις ΗΠΑ. Ομοιότητες που αφορούν στον αυξανόμενο πληθωρισμό, την πολιτική μετατόπιση, το αυξανόμενο έγκλημα και τη δυσοίωνη γεωπολιτική. Ούτε χρειάζεται να εξισώσετε τον Τζο Μπάιντεν με τον άτυχο Τζίμι Κάρτερ, η προεδρία του οποίου αξίζει περισσότερου θαυμασμού απ’ ό,τι έχει τύχει μέχρι σήμερα. Δεν υπάρχει ο Ρόναλντ Ρέιγκαν κάπου για να βοηθήσει. Μετά τον Μπάιντεν θα έχουμε έναν «αναγεννημένο» Ντόναλντ Τραμπ ή κάποιο ομοϊδεάτη του. Στόχος του Μπάιντεν θα πρέπει να είναι το να αποφύγει την Καρτεσιανή μοίρα.

Τα γεγονότα – όπως και η ατμόσφαιρα που επικρατεί – το κάνουν όλο και πιο δύσκολο. Όπως ο Κάρτερ, έτσι κι ο Μπάιντεν ανακαλύπτει ότι ο Λευκός Οίκος έχει ελάχιστα περιθώρια να επηρεάσει τα ποσοστά ανθρωποκτονιών στις ΗΠΑ, τον πληθωρισμό των τιμών καταναλωτή ή τις στρατιωτικές φιλοδοξίες της Ρωσίας. Αυτός που κατηγορείται είναι, έτσι κι αλλιώς, ο Μπάιντεν, όπως συνέβη και με τον Κάρτερ. Το ποσοστό δολοφονιών έκανε το μεγαλύτερό του άλμα το 2020, πριν αναλάβει ο Μπάιντεν, συνεχίζοντας την ανοδική του πορεία και πέρσι. Ο αυξανόμενος ετήσιος πληθωρισμός, ο οποίος έφτασε το 7%, τον Δεκέμβριο – ο υψηλότερος από το 1982 – είναι σε μεγάλο βαθμό συνάρτηση της πανδημίας, αν και ο Μπάιντεν μπορεί να επαναξιολογεί την ορθότητα του πακέτου στήριξης των 1,9 τρισεκατομμυρίων δολαρίων τον περασμένο Μάρτιο.

Ο Ρώσος πρόεδρος, Βλαντιμίρ Πούτιν, δεν έχει κάνει τίποτα που να θυμίζει το μέγεθος της σοβιετικής εισβολής στο Αφγανιστάν το 1979. Ωστόσο, η συγκέντρωση στρατευμάτων στα σύνορα της Ουκρανίας, ενδεχομένως, να απειλήσει σε τέτοιο βαθμό την παγκόσμια θέση του Μπάιντεν, όσο απείλησε και η επιθετική ΕΣΣΔ τη θέση του Κάρτερ. Στην πραγματικότητα, ο Κάρτερ ήταν πολύ πιο ισχυρός απ’όσο πιστεύουμε. Ο διορισμός του Πολ Βόλκερ ως προέδρου της Ομοσπονδιακής Τράπεζας των ΗΠΑ και η υποστήριξη των μουτζαχεντίν του Αφγανιστάν είναι δύο γεγονότα που συσχετίζονται με την προεδρία του Ρέιγκαν. Σε ορισμένες περιπτώσεις, οι ενέργειες του Ρέιγκαν, σε αντίθεση με τα λόγια του, δεν ήταν τόσο αποφασιστικές όσο αυτές του Κάρτερ. Αυτό, όμως, δεν επηρέασε την άποψη του αμερικανικού λαού. Ο Μπάιντεν θα πρέπει να το λάβει υπόψη του αυτό. Οι αόριστες εντυπώσεις είναι δύσκολο να αλλάξουν μόλις διαμορφωθούν. Η πολιτική προσφέρει ελάχιστα περιθώρια επαναξιολόγησης.

Το ερώτημα είναι αν οι ψηφοφόροι πιστεύουν ότι ο Μπάιντεν μπορεί όντως να ηγηθεί. Πρακτικά, η ευθύνη που έχει αναλάβει ξεπερνά την ισχύ του. To κλειδί για να κερδηθεί η εμπιστοσύνη του λαού είναι να δημιουργηθεί η εντύπωση ότι ο Μπάιντεν έχει τον έλεγχο. Ο Κάρτερ, με περιβόητο τρόπο, κόπηκε σε αυτό το τεστ, το 1979, όταν, μέσω ομιλίας του, αναφέρθηκε στη «δυσφορία» που επικρατούσε, κάνοντας, έτσι, μνεία στην κρίση εμπιστοσύνης στη χώρα – «μία θεμελιώδη απειλή για την αμερικανική δημοκρατία». Αφορούσε φαινομενικά την ενεργειακή ασφάλεια των ΗΠΑ σε μια εποχή που οι τιμές του πετρελαίου κάλπαζαν. Αυτό που οι ψηφοφόροι άκουγαν ήταν τον ηγέτη της χώρας τους να θρηνεί για την πνευματική παρακμή της Αμερικής. Δεν χρησιμοποίησε τη λέξη «έγκλημα». Η λέξη «πληθωρισμός» αναφέρθηκε στιγμιαία.

Οι προκλήσεις  στο εσωτερικό της χώρας που είχε να αντιμετωπίσει ο Κάρτερ φαντάζουν αξιοζήλευτες σε σχέση με όλα αυτά που καλείται να αντιμετωπίσει ο Μπάιντεν. Σε αντίθεση με τον Κάρτερ, ο οποίος είχε τη μεγάλη πλειοψηφία και στα δύο σώματα του Κογκρέσου, ο Μπάιντεν έχει ελάχιστη ικανότητα να περάσει έναν νόμο. Οι προοπτικές για το σχέδιο “Build Back Better” και τα δύο νομοσχέδια για τη δημοκρατική μεταρρύθμιση, στην οποία δίνει προτεραιότητα, είναι θολές.

Θα πρέπει να επαινεθεί για τις καλές του προθέσεις. Αλλά το να δηλώσεις κάτι ως υπαρξιακή προτεραιότητα είναι κάτι που μπορείς να κάνεις μόνο μία φορά. Εάν υπάρχουν κενά, το εκλογικό σώμα θα το παρατηρήσει. O λόγος του Kάρτερ περί «δυσφορίας» έμεινε στην ιστορία επειδή αναφερόταν σε ανεπίλυτα ζητήματα· κανένας πρόεδρος δεν μπορεί να διορθώσει ενδεχόμενη πνευματική κρίση. Ο Μπάιντεν έχει τουλάχιστον θέσει έναν στόχο που μπορεί, θεωρητικά, να πετύχει. Μπορεί όμως να πείσει το έθνος;

Παρόλο που κανείς δεν το γνώριζε τότε, η δεκαετία του 1970 ήταν μια μεταβατική δεκαετία μεταξύ της εποχής του New Deal του 1930 του Φράνκλιν Ρούσβελτ και της στροφής της δεκαετίας του 1980 στην ιδεολογία της ελεύθερης αγοράς υπό τον Ρέιγκαν. Χωρίς να ταυτίζεται με κανένα, αλλά με ίχνη και των δύο, ο Κάρτερ έχει μείνει ορφανός από την ιστορία. Οι αρχές της δεκαετίας του 2020 έχουν παρόμοια μεταβατική αίσθηση. Η εποχή του «νεοφιλελευθερισμού» της δεκαετίας του 1980 έχει τελειώσει. Δεν είναι ακόμη σαφές το τι θα την αντικαταστήσει. Ίσως κάποια αμερικανική εκδοχή του φασισμού – κάτι που θα μπορούσε, πραγματικά, να συμβεί στην προκειμένη περίπτωση. Θα ήταν εθνικιστής και αδίστακτος, αν έκανε κάτι τέτοιο για τη διατήρηση της εξουσίας. Ο Τραμπ έκανε μία πρόβα τζενεράλε. Ο Μπάιντεν δεν θα ήθελε να συμβεί κάτι τέτοιο.

Ένα άλλο είναι η ακαμψία των αμερικανικών θεσμών. Αυτό, επίσης, θυμίζει τη δεκαετία του 1970 – τη σοβιετική εκδοχή όμως, όχι την αμερικανική. Στη Μόσχα επί Λεονίντ Μπρέζνιεφ επικρατούσε η γεροντοκρατία. Όπως το είπε ο Ζμπίγκνιου Μπρεζίνσκι, σύμβουλος εθνικής ασφάλειας του Κάρτερ, η ΕΣΣΔ αντέστρεψε τους νόμους της φυσικής επιλογής: η εξέλιξη τιμωρήθηκε.

Η εποχή των ηγετών της Αμερικής δεν είναι ενθαρρυντική. Ο Τραμπ είναι 75. Ο Μπάιντεν είναι 79 ετών, όπως και ο Μιτς ΜακΚόνελ, επικεφαλής των Ρεπουμπλικάνων στη Γερουσία. Η Νάνσι Πελόζι, η πρόεδρος της Βουλής των Αντιπροσώπων, είναι 81 ετών. Το να σκεφτούμε ότι ξεκίνησαν την καριέρα τους τη δεκαετία του 1970, δεν είναι ιδιαίτερα καθησυχαστικό. Οι περισσότεροι από αυτούς που βρίσκονται στο πολιτικό παρασκήνιο της Αμερικής δεν είναι και πολύ νεότεροι.

Πρόσφατα Άρθρα