Η μείωση των ροών φυσικού αερίου προς την Ευρώπη είναι το ατού της Μόσχας, εάν η Δύση επιβάλει αυστηρότερες κυρώσεις σε περίπτωση ρωσικής εισβολής στην Ουκρανία. Για την Ευρωπαϊκή Ένωση όμως, οι επιπτώσεις των αντίμετρων του Κρεμλίνου εκτείνονται πολύ πέραν του ενεργειακού τομέα.

Οι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής της ΕΕ φοβούνται ότι το ευρωπαϊκό μπλοκ είναι λιγότερο προετοιμασμένο από τη Μόσχα, όπου ο πρόεδρος Βλαντιμίρ Πούτιν έχει καταστρώσει ένα στρατηγικό σχέδιο με τον κωδικό «Φρούριο Ρωσία» για βοηθήσει τη χώρα να αντιμετωπίσει τυχόν σοβαρότερες κυρώσεις.

Από τους προμηθευτές τεχνολογίας και τους δανειστές έως τους εξαγωγείς αγαθών και τους κατασκευαστές, που έχουν μεγάλη εξάρτηση από τις εισαγωγές πρώτων υλών, ενδεχόμενη διατάραξη των ευρω-ρωσικών εμπορικών σχέσεων θα αύξανε τις πληθωριστικές πιέσεις στην Ευρώπη και θα συρρίκνωνε τον κύκλο εργασιών σε ένα ευρύ φάσμα ευρωπαϊκών επιχειρήσεων.

«Τα γεωπολιτικά σύννεφα που έχουν συσσωρευθεί πάνω από την Ευρώπη, εάν επρόκειτο να ξεσπάσουν σε καταιγίδα, θα είχαν σίγουρα αντίκτυπο στις τιμές της ενέργειας… Αλλά θα επηρέαζαν επίσης και την ανάπτυξη, καθώς θα περιόριζαν τα εισοδήματα και πιθανώς θα μείωναν την κατανάλωση και θα ανέβαλλαν προγραμματισμένες επενδύσεις», δήλωσε την περασμένη εβδομάδα η πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας Κριστίν Λαγκάρντ.

Ενεργειακή εξάρτηση

Η Ρωσία είναι ο μεγαλύτερος προμηθευτής ενέργειας της ΕΕ. Περίπου το 40% των εισαγωγών φυσικού αερίου στην Ένωση και σχεδόν το ένα τρίτο των εισαγωγών αργού πετρελαίου έρχονται από τη Ρωσία.

Οι ΗΠΑ, μια εξαγωγική χώρα σε ό,τι αφορά το πετρέλαιο, συζητούν από κοινού με την ΕΕ για τη δυνατότητα να εξασφαλίσουν εναλλακτικές ενεργειακές προμήθειες.

Τα διαθέσιμα σε αέριο βρίσκονται σε ιστορικά χαμηλά επίπεδα και οι τιμές έχουν εκτιναχθεί τους τελευταίους μήνες, παρέχοντας στη Ρωσία αυξημένη μόχλευση και ενισχύοντας έτσι τη θέση της.

«Η αλήθεια είναι ότι η Ευρώπη δεν διαθέτει υποκατάστατο του ρωσικού αερίου», δηλώνει ο Ρόναλντ Σμιθ, επικεφαλής αναλυτής για θέματα πετρελαίου και φυσικού αερίου στην BCS Global Markets.

Σε περίπτωση μιας σύγκρουσης, οι τιμές του φυσικού αερίου «εύκολα θα ανακτούσαν τα ανώτατα επίπεδα των 180 ευρώ τη μεγαβατώρα, στα οποία είχαν φτάσει το Δεκέμβριο του 2021», παρατηρεί ο Άντριου Κένινγκχαμ, επικεφαλής οικονομολόγος της Capital Economics για την Ευρώπη. «Το ενδεχόμενο διανομής της ηλεκτρικής ενέργειας με δελτίο θα ωθούσε την οικονομία σε ύφεση», προσθέτει.

H EΕ θα έπρεπε να λάβει «δύσκολες και κοστοβόρες αποφάσεις» περιορίζοντας τη βιομηχανική και την καταναλωτική ζήτηση για να ξεπεράσει εκτεταμένης κλίμακας ελλείψεις στην προμήθεια αερίου έως το καλοκαίρι, σύμφωνα με την εδρεύουσα στις Βρυξέλλες δεξαμενή σκέψης Bruegel. Επιπροσθέτως χώρες όπως η Γερμανία, που έχουν απομακρυνθεί από την πυρηνική ενέργεια και τον άνθρακα, έχουν περιορισμένη δυνατότητα να στραφούν σε άλλες ενεργειακές πηγές βραχυπρόθεσμα.

Κυρώσεις μπορούν να επιβληθούν επίσης στον αγωγό Nord Stream 2 που μεταφέρει αέριο από τη Ρωσία στη Γερμανία, καθώς η Βρετανία και η ΕΕ συζητούν το ενδεχόμενο νέων περιοριστικών μέτρων στα ρωσικά προγράμματα αερίου.

Ωστόσο, όπως συνέβη και το 2014 όταν επιβλήθηκαν κυρώσεις στη Ρωσία μετά την προσάρτηση της Κριμαίας, οι περισσότεροι οικονομολόγοι δεν περιμένουν να στερέψουν πλήρως οι εισροές αερίου, διότι η Ρωσία θέλει να λογίζεται ως αξιόπιστος ενεργειακός προμηθευτής.

«Το όπλο του ρωσικού αερίου είναι πολύ ισχυρό για να χρησιμοποιηθεί κάποτε ή ακόμα και για να γίνεται επίκληση σ’ αυτό κατά τη διάρκεια των διαπραγματεύσεων ή σε περιπτώσεις τόσο μεγάλων διακρατικών διαφωνιών, όπως είναι οι σημερινές», είπε ο Σμιθ.

Εν τω μεταξύ, ευρωπαϊκοί πετρελαϊκοί όμιλοι όπως η BP, η Total και η Shell μπορεί να δουν κοινοπραξίες τους στη Ρωσία να διαταράσσονται σοβαρά αν επιβληθούν νέες κυρώσεις.

Απειλούνται οι προμήθειες πρώτων υλών

Η Ρωσία είναι μια κορυφαία εξαγωγική χώρα εμπορευμάτων παγκοσμίως και βρίσκεται στις πρώτες θέσεις στον κατάλογο της Ευρωπαϊκής Επιτροπής με τους προμηθευτές βασικών πρώτων υλών.

Η Ρωσία προμηθεύει περίπου το 40% των συνολικών ποσοτήτων παλλαδίου σε ολόκληρο τον κόσμο. Πρόκειται για ένα μέταλλο απαραίτητο για την κατασκευή καταλυτικών μετατροπέων που χρησιμοποιούνται στα αυτοκίνητα για τον περιορισμό των εκπομπών ρύπων. Προμηθεύει επίσης το 30% των συνολικών ποσοτήτων τιτανίου, που είναι απαραίτητο για την αεροδιαστημική βιομηχανία.

Η ευρωπαϊκή Airbus, που προμηθεύεται το ήμισυ του τιτανίου που χρειάζεται από τη Ρωσία, όσο και η αμερικανική ανταγωνίστριά της Boeing, χρησιμοποιούν μεγάλες ποσότητες του μετάλλου αυτού για την κατασκευή αεροσκαφών. Η Airbus έχει δηλώσει ότι «θα συμμορφωνόταν απολύτως με οποιεσδήποτε κυρώσεις και ελέγχους στις εξαγωγές που τυχόν θα επιβάλλονταν».

Οι αξιωματούχοι της ΕΕ συζητούν την επιβολή αυστηρών ελέγχων στις εξαγωγές δυτικής τεχνολογίας.

Ο Γουόρεν Πάτερσον, επικεφαλής στρατηγικός αναλυτής της ING για τις αγορές εμπορευμάτων, δήλωσε ότι οι κυρώσεις που έχουν επιβληθεί στις ρωσικές τράπεζες και τις βιομηχανίες θα έχουν ενδεχομένως «εκτεταμένες επιπτώσεις στο σύμπλεγμα των εμπορευμάτων». Επιπτώσεις που θα επηρέαζαν σοβαρά τις αγορές στις οποίες η Ρωσία αποτελεί βασικό προμηθευτή αλουμινίου, νικελίου, χαλκού και πλατίνας.

Ανησυχία τραπεζών, επενδυτών και αγορών

Οι ρωσο-ουκρανικές εντάσεις έχουν προκαλέσει έντονες διακυμάνσεις στις κεφαλαιαγορές από την αρχή του έτους. Εταιρείες με συμφέροντα στην περιοχή, όπως η φινλανδική βιομηχανία ελαστικών Nokian Renkaat ή η δανέζικη παραγωγός μπύρας Carlsberg είδαν τις τιμές των μετοχών τους να βυθίζονται τις τελευταίες εβδομάδες. Το προηγούμενο μήνα η ιταλική τράπεζα UniCredit απέσυρε το ενδιαφέρον της για την εξαγορά της ρωσικής τράπεζας Otkritie.

«Η νευρικότητα των επενδυτών μπορεί να επεκταθεί γρήγορα σε τομείς που θεωρούνται σχετικά ασφαλέστεροι», δήλωσε ο Ανχέλ Ταλαβέρα της Oxford Economics.

Οι τράπεζες βρίσκονται υπό απειλή κινδύνων, όπως προειδοποίησε η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα. Μετοχικά μερίδια αξίας περίπου 60 δισ. δολαρίων ελέγχονται από ρωσικές επενδυτικές οντότητες. Περίπου τέσσερις φορές περισσότερα από όσα ελέγχουν αμερικανικές τράπεζες, σύμφωνα με την Τράπεζα Διεθνών Διακανονισμών. Μεγάλα κεφάλαια από τη Ρωσία που βρίσκονται κατατεθειμένα σε ευρωπαϊκές τράπεζες θα μπορούσαν να παγώσουν.

Η κυβέρνηση της Ουκρανίας χρωστά περί τα 23 δισ. δολάρια στους κατόχους κρατικών ομολόγων της. Οι ομολογιούχοι αυτοί αγωνιούν ολοένα και περισσότερο για το ενδεχόμενο μιας χρεοκοπίας ή μιας αναδιάρθρωσης  των περιουσιακών τους στοιχείων. Το κόστος ασφάλισης έναντι πιθανής χρεοκοπίας της Ουκρανίας έχει διπλασιαστεί από τον περασμένο Σεπτέμβριο.

Οι επενδυτές θεωρούν ότι μια μεγάλης έκτασης εισβολή στην Ουκρανία θα πυροδοτούσε μια γενικευμένη ανά την υφήλιο φυγή κεφαλαίων σε ασφαλείς αγορές, μακριά από εταιρικές μετοχές και κυβερνητικά ομόλογα ή άλλα παραδοσιακά ασφαλή καταφύγια, όπως είναι το ελβετικό φράγκο, το γεν και ο χρυσός.

Ο εξοστρακισμός της Ρωσίας απο τα διεθνή συστήματα πληρωμών ή η απαγόρευση πρόσβασής της σε αμερικανικά δολάρια θα έπληττε συλλήβδην όλους όσοι συνεργάζονται και συναλλάσσονται μ’ αυτήν στην Ευρώπη.

Ανατροπές στο εμπόριο και τις επενδύσεις

Από τα χημικά της Πολωνίας μέχρι τα οινοπνευματώδη ποτά της Λετονίας, οι εμπορικοί δεσμοί μεταξύ της Ρωσίας και των ανατολικών κρατών της ΕΕ είναι ιδιαιτέρως ισχυροί σε ορισμένους τομείς. Η Ρωσία είναι η μεγαλύτερη αγορά για τα εξαγόμενα αγαθά από τη Λετονία και η δεύτερη μεγαλύτερη για τα προϊόντα της Λιθουανίας.

Συνολικά η Ρωσία είναι η πέμπτη μεγαλύτερη εξαγωγική αγορά για την ΕΕ, με μερίδιο που έφθανε να απορροφά το 4% των συνολικών ευρωπαϊκών εξαγωγών αγαθών το έτος 2020.

Και όμως, οι εμπορικές σχέσεις μεγάλων οικονομιών της ΕΕ με τη Ρωσία βρίσκονται σε φάση συρρίκνωσης μετά την προσάρτηση της Κριμαίας. Λιγότερο από 2% των εξαγόμενων αγαθών από τη Γερμανία, την Ιταλία ή τη Γαλλία φθάνουν στη Ρωσία.

«Οι άμεσοι εμπορικοί δεσμοί μεταξύ Ρωσίας και Ευρώπης είναι περιορισμένοι, έχοντας μειωθεί αισθητά μετά από την κρίση της Κριμαίας», δήλωσε η Νάντια Γκαρμπί, επικεφαλής οικονομολόγος της Pictet Wealth Management.

Η ΕΕ παραμένει ο μεγαλύτερος επενδυτής στη Ρωσία, με οδηγό τη Γερμανία. Αλλά την περασμένη χρονιά οι άμεσες ξένες επενδύσεις στη χώρα περιορίστηκαν στα 6 δισ. δολάρια, μειώθηκαν δηλαδή κατά το ήμισυ και πλέον συγκριτικά με το επίπεδο που βρίσκονταν προ δεκαετίας, σύμφωνα με την fDi Markets.

Αν και οι αναλυτές θεωρούν ότι οι περισσότερες ευρωπαϊκές «μπίζνες» με ρωσικά συμφέροντα είναι αρκετά ανθεκτικές για να αντεπεξέλθουν στην αναταραχή, η Λαγκάρντ προειδοποίησε ότι, αν κλιμακώνονταν περαιτέρω οι εντάσεις, θα μπορούσαν να οδηγήσουν «σε αυξημένα κόστη που επηρεάζουν ολόκληρη τη δομή των τιμών» στην οικονομία της Ευρωζώνης.

«Από οικονομικής απόψεως, η ειρήνη είναι πολύ καλύτερη από κάθε είδος πολέμου», πρόσθεσε η πρόεδρος της ΕΚΤ.

Πρόσφατα Άρθρα