Η αναπόφευκτη αλήθεια που διαφαίνεται στην απάντηση της Ευρώπης στην εισβολή στην Ουκρανία είναι ότι το ρωσικό αέριο θερμαίνει τα σπίτια της ηπείρου και τροφοδοτεί τις βιομηχανίες της.
Ενώ οι Ευρωπαίοι ηγέτες έχουν ορκιστεί να απογαλακτιστούν από τις προμήθειες που ελέγχονται από το Κρεμλίνο, τόσο σε φυσικό αέριο όσο και σε πετρέλαιο, η πραγματικότητα είναι ότι αυτό είναι πολύ δύσκολο να γίνει σε σύντομο χρονικό διάστημα, αναφέρει η ανάλυση του Guardian.
Σύμφωνα με το βρετανικό δίκτυο, θα υπάρξει τουλάχιστον ένας ακόμη κρύος χειμώνας προτού οι μεγάλες οικονομίες που διψούν για ενέργεια και βασίζονται σε μεγάλο βαθμό στη Ρωσία, όπως η Γερμανία και η Ιταλία, μπορέσουν να αξιοποιήσουν άλλες πηγές.
Προειδοποιητική βολή
Γνωρίζοντας αυτό, ο Βλαντίμίρ Πούτιν «έριξε μια προειδοποιητική βολή» αυτή την εβδομάδα. Έχοντας εκδώσει ένα διάταγμα ότι οι ξένοι αγοραστές πρέπει να αρχίσουν να πληρώνουν το αέριο τους σε ρούβλια, έκανε την Πολωνία και τη Βουλγαρία… εργαστηριακά ποντίκια για το πείραμά του.
Όπως ανακοίνωσε το Κρεμλίνο, οι δύο χώρες δεν θα λαμβάνουν πλέον ρωσικό αέριο μέσω του αγωγού Yamal από τη Σιβηρία, αφού αρνήθηκαν να συναινέσουν στο αίτημά του. Η απόφαση θα μπορούσε να εγκαινιάσει μια νέα φάση του πολέμου, με τη Ρωσία να εκπληρώνει την απειλή του Πούτιν να χρησιμοποιήσει τα τεράστια αποθέματα φυσικού αερίου της ως όπλο κατά της Ευρώπης.
Γιατί Πολωνία και Βουλγαρία;
Οι δύο χώρες φαίνεται να έχουν επιλεγεί προσεκτικά. Η Πολωνία λαμβάνει περίπου το 45% του φυσικού της αερίου από τη Ρωσία, σύμφωνα με στοιχεία της Eurostat για το 2020. Το ποσοστό αυτό δεν είναι πολύ υψηλό για τα ευρωπαϊκά πρότυπα, αλλά η Πολωνία τυχαίνει να είναι μεταξύ των χωρών που έχουν υποστηρίξει περισσότερο τόσο πολιτικά όσο και στρατιωτικά την Ουκρανία.
Η Βουλγαρία αποτελεί σαφώς μικρότερη απειλή για τη ρωσική πολεμική προσπάθεια, αλλά εξαρτάται περισσότερο από το ρωσικό φυσικό αέριο, το οποίο αντιπροσωπεύει περίπου το 73% της ζήτησης.
Η στόχευση αυτών των δύο χωρών επιτρέπει στον Πούτιν να δοκιμάσει τη δυναμική του όπλου που λέγεται «ενεργειακοί πόροι» σε δύο διαφορετικούς τύπους αντιπάλων –έναν που αποτελεί πραγματική απειλή και έναν άλλο που φαίνεται πιο ευάλωτος αλλά θα μπορούσε να χρησιμεύσει ως σωτήριο μάθημα για άλλους που βρίσκονται σε παρόμοια θέση.
Μπορούν να ανταπεξέλθουν;
Και οι δύο χώρες δήλωσαν ότι μπορούν να ανταπεξέλθουν σε αυτόν τον ρωσικό αποκλεισμό και τα γεγονότα φαίνεται να το επιβεβαιώνουν. Το συμβόλαιο της Πολωνίας με την Gazprom λήγει ούτως ή άλλως στο τέλος του έτους και η χώρα έχει επενδύσει σε εναλλακτικές πηγές εδώ και αρκετό καιρό.
«Η Πολωνία βρίσκεται ακριβώς δίπλα στη Γερμανία και μπορεί να εισάγει από εκεί. Έχει τον δικό της τερματικό σταθμό εισαγωγής υγροποιημένου φυσικού αερίου (LNG) και αργότερα μέσα στο έτος θα έχει κι έναν νέο αγωγό που έρχεται έμμεσα από τη Νορβηγία. Επίσης, έχει δημιουργήσει αποθέματα, καθώς αρκετοί περίμεναν ότι αυτό θα μπορούσε να συμβεί», δήλωσε ο Tom Marzec-Manser, κορυφαίος Ευρωπαίος αναλυτής φυσικού αερίου στην συμβουλευτική εταιρεία ενέργειας ICIS.
Η κατάσταση της Βουλγαρίας είναι ελαφρώς λιγότερο ευνοϊκή. Όμως, υπάρχει μια δεύτερη σύνδεση αγωγού με την Ελλάδα που θα ξεκινήσει αργότερα φέτος. Μια βουλγαρική οντότητα (δεν είναι σαφές αν πρόκειται για φυσικό ή νομικό πρόσωπο) έκανε πρόσφατα κράτηση για ένα φορτίο LNG που θα φτάσει σε ένα ελληνικό λιμάνι, σύμφωνα με τις δηλώσεις ενός αναλυτή στον Guardian. Αυτό θα μπορούσε να σηματοδοτήσει ένα σχέδιο προμήθειας από αλλού.
Τι θα κάνουν οι άλλες χώρες;
Όπως επισημαίνει ο Marzec-Manser, ο Πούτιν έχει καταστήσει σαφές ότι η απειλή του να διακόψει τις προμήθειες φυσικού αερίου σε «μη φιλικές» χώρες, εκτός εάν πληρώσουν σε ρούβλια, δεν ήταν εντελώς κενή. «Υπάρχει απόδειξη ότι δεν ήταν μπλόφα», τονίζει ο αναλυτής.
Η κίνηση αυτή σημαίνει ότι οι χώρες και οι εταιρείες που αγοράζουν το αέριο της Ρωσίας πρέπει να λάβουν μια απόφαση σχετικά με το εάν συμφωνούν να πληρώσουν στο νόμισμά της. Η Ουγγαρία, η οποία έχει αποδειχθεί σπάνιος Ευρωπαίος φίλος του Κρεμλίνου, έχει ήδη πει ότι θα ακολουθήσει τη ρωσική γραμμή. Επιπλέον, τουλάχιστον τέσσερις ιδιωτικές εταιρείες έχουν συμφωνήσει με τις απαιτήσεις του Κρεμλίνου, σύμφωνα με το Bloomberg.
Η Λετονία, η οποία έλαβε το 100% του φυσικού της αερίου από τη Ρωσία το 2020, έχει δεσμευτεί μαζί με τη Λιθουανία και την Εσθονία να σταματήσουν να αγοράζουν ρωσικό αέριο. Ο τερματικός σταθμός εισαγωγής LNG στη Λιθουανία είναι μια βασική εναλλακτική λύση, ιδιαίτερα για αυτές τις σχετικά μικρές οικονομίες –τις πρώτες στην Ευρώπη που τερματίζουν τις ρωσικές εισαγωγές.
Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή ξεκαθάρισε ότι οι χώρες δεν πρέπει να πληρώνουν σε ρούβλια και ότι η συμμόρφωση με το αίτημα της Ρωσίας θα τής προσέφερε τη δυνατότητα να παραβιάσει τις κυρώσεις της ΕΕ. Ωστόσο, σύμφωνα με τις απαιτήσεις της Ρωσίας, οι πληρωμές στη Gazprombank θα γίνονταν σε ευρώ ή δολάρια, πριν αυτά μετατραπούν σε ρούβλια. Θεωρητικά, αυτό θα εξακολουθούσε να αποτελεί παραβίαση των κυρώσεων. Ωστόσο, την περασμένη εβδομάδα η Επιτροπή ανέφερε ότι τα συμβόλαια θα μπορούσαν να τροποποιηθούν ώστε να είναι συμβατά.
Αυτά ίσως είναι καλά νέα για μεγάλες οικονομίες όπως η Ιταλία και η Γερμανία, με την τελευταία να λαμβάνει το 60% του φυσικού της αερίου από τη Ρωσία και να έχει ήδη δηλώσει ότι θα χρειαστεί λίγος χρόνος για να μηδενίσει την εξάρτησή της.
Θα ανέβουν ξανά οι τιμές του φυσικού αερίου;
Πολλά θα εξαρτηθούν από το αν η Ρωσία θα κλιμακώσει την ένταση. Το ολλανδικό TTF για την παράδοση φυσικού αερίου τον Μάιο, σημείο αναφοράς για την Ευρώπη, ξεκίνησε την εβδομάδα στα 92 ευρώ και άγγιξε τα 115 ευρώ την Τετάρτη, σημειώνοντας άνοδο 20%, ως απάντηση στην αποκοπή της Πολωνίας και της Βουλγαρίας από αέριο του Κρεμλίνου. Η τιμή υποχώρησε στα 101 ευρώ από το απόγευμα της Τετάρτης, 15% ακόμα πάνω από το επίπεδο στην αρχή της εβδομάδας.
Ενώ οι προμηθευτές ενέργειας του Ηνωμένου Βασιλείου αγοράζουν στη βρετανική χονδρική αγορά, με την πάροδο του χρόνου οποιαδήποτε αύξηση των ευρωπαϊκών τιμών θα πλήξει και τις βρετανικές εταιρείες, γεγονός που θα μπορούσε να οδηγήσει σε υψηλότερες τιμές και για τους Βρετανούς καταναλωτές.
Ωστόσο, για να φτάσει ένα πολύ μεγαλύτερο κύμα κλονισμού στην Ευρώπη, θα πρέπει να αποκοπούν τεράστιοι αγοραστές φυσικού αερίου όπως η ιταλική Eni και η γερμανική Uniper. Αυτό θα είχε τεράστιο αντίκτυπο στα ρωσικά έσοδα και φαίνεται ότι κάποια μορφή συμβιβασμού στις πληρωμές είναι πιο πιθανή, όπως υπαινίσσεται η ΕΚ.
Latest News
Το κεφάλαιο για το λίθιο στη συμφωνία ΕΕ - Mercosur που πέρασε «στα ψιλά»
Αναλυτές της ολλανδικής τράπεζας ING δήλωσαν ότι η σημασία των κρίσιμων πρώτων υλών
Merger Monday: Σε μία ημέρα έκλεισαν deals 35 δισ. δολαρίων
Η επανεκλογή Τραμπ προκαλεί ευφορία στις επιχειρήσεις και τονώνει εξαγορές και συγχωνεύσεις
Η φιλοδοξία του Τραμπ να γίνει ο απόλυτος βαρόνος του πετρελαίου ίσως αποδειχθεί ένα όνειρο - Ανάλυση Economist
Η φιλοδοξία του Ντόναλντ Τραμπ να γίνει ο απόλυτος βαρόνος του πετρελαίου μπορεί να αποδειχθεί ένα όνειρο, καταλήγει ο Economist
Η Ισπανία θα νομιμοποιήσει 900.000 μετανάστες σε τρία χρόνια
Η Ισπανία αναμορφώνει τη νομοθεσία που διέπει τα δικαιώματα παραμονής ξένων μεταναστών στη χώρα
Πόσα επενδύουν ΗΠΑ, Κίνα και ΕΕ σε έρευνα και ανάπτυξη (R&D)
Πρώτες σε δαπάνες για έρευνα ( R&D) έρχονται οι ΗΠΑ, ακολουθεί η Κίνα και στην τρίτη θέση είναι οι 27 χώρες της ΕΕ με πρώτη τη Γερμανία
Άνοιξε ξανά η συριακή Κεντρική Τράπεζα – Για πρώτη φορά μετά την ανατροπή Άσαντ
Η συριακή Κεντρική Τράπεζα ανακοίνωσε ότι οι καταθέσεις των Σύρων πολιτών στις τράπεζες στη Συρία είναι ασφαλείς
Lazard: Το 2025 «σημείο καμπής» για τη διαχείριση των περιουσιακών στοιχείων της
Οι εκτιμήσεις του διευθύνοντος συμβούλου της Lazard, Peter Orszag
Ο χορός των τραπεζικών συγχωνεύσεων καλά κρατεί στην Σκανδιναβία - Το νέο deal Nykredit - Spar Nord
Οι τράπεζες συγχωνεύονται και γίνονται πιο ισχυρές στη Δανία - Πώς η Nykredit αποκτά την Spar Nord και γίνεται η τρίτη μεγαλύτερη τράπεζα
Απεργιακά... Χριστούγεννα στo Harrods - Τι ζητούν οι εργαζόμενοι
Οργή στους εργαζόμενους του Harrods για το μέρισμα ύψους 180 εκατ. λιρών που μοιράστηκε στους μετόχους παρά την πτώση κερδών
Τσουνάμι ομολόγων απειλεί τις αγορές το 2025 - Η προειδοποίηση της BIS
Το παγκόσμιο χρέος αυξήθηκε κατά πάνω από 12 τρισ. δολάρια το εννεάμηνο του 2024 φτάνοντας το ποσό των 323 τρισ. δολαρίων