Tον περασμένο Απρίλιο ο διάσημος συγγραφέας είχε απαντήσει σε ορισμένες ερωτήσεις μας με αφορμή την κυκλοφορία στα ελληνικά του τελευταίου μυθιστορήματός του με τίτλο «Κισότ» (εκδ. Ψυχογιός, μτφ. Γιώργος Μπλάνας).

Ο κεντρικός ήρωάς του – με μακρινή πηγή έμπνευσης τον Δον Κιχώτη – περιπλανιέται στον αιώνα του «Ολα-Μπορούν-Να-Συμβούν» και νιώθει θύμα εκείνης της «αυξανόμενα κυρίαρχης ψυχολογικής διαταραχής, στην οποία τα όρια μεταξύ αλήθειας και ψέματος γίνονται θολά και δυσδιάκριτα». Οι χαρακτήρες φοράνε, αλλάζουν και πετάνε μονίμως τις μάσκες τους σε ένα παιχνίδι ταυτοτήτων – από τα αγαπημένα ευρήματα του Ρούσντι, όπως ομολογεί.

Ο Κισότ έχει έναν φανταστικό γιο, τον Σάντσο, ερωτεύεται την τηλεοπτική σταρ Σάλμα, στην οποία στέλνει επιστολές πάθους δηλώνοντας παντοτινός ιππότης της, παρατηρεί τους κατοίκους μιας πόλης να μετατρέπονται σε μαστόδοντα που «παίρνουν τα παιδιά τους από το σχολείο και περιφρονούν τη μόρφωση» (μια αναφορά στον «Ρινόκερο» του Ιονέσκο, αλλά και στην τραμπική συγχρονία).

Συγκεκαλυμμένα ο Σαλμάν Ρούσντι ενσωματώνει μέσα στο μυθιστόρημα και τις δικές του ανησυχίες ως συγγραφέα που πειραματίζεται με τη φόρμα («υπήρξε μια στιγμή στο γράψιμο όπου ένας χαρακτήρας πήρε πιο σημαντικό ρόλο από αυτόν που οραματίστηκε αρχικά για κείνον ο συγγραφέας του»), την ψυχική απόσταση από τη γενέτειρά του Ινδία – λόγω της πολιτικής του πρωθυπουργού Ναρέντρα Μόντι -, την αμηχανία του για την αμερικανική κοινωνία που καταναλώνει τηλεοπτικές εκπομπές, fake news και αλγορίθμους σαν να ήταν η πραγματικότητα.

Στη συνέντευξή μας εκείνη ο Ρούσντι δήλωνε ότι: «Η φαντασία δεν είναι ένα αντίδοτο στην πραγματικότητα, ούτε όταν θολώνουν τα όρια ανάμεσα στο αληθινό και το ψεύτικο. Η φαντασία είναι ο πιο σίγουρος δρόμος για να φτάσεις στην αλήθεια, ειδικά σε μια εποχή όπου η κοινοτοπία ταυτίζεται με τα πιο μπανάλ ψεύδη. Η πραγματικότητα, άλλωστε, δέχεται επίθεση παντού στον κόσμο: στην Αγγλία, τη Ρωσία, την Ινδία – παντού. Οπότε είναι καθήκον της λογοτεχνίας να δημιουργήσει φόρμες που θα εκφράζουν αυτό που μοιάζει “φαντασμαγορικό” στον κόσμο μας – κάτι που εγώ θεωρώ ότι είναι η “καθημερινή μας ζωή”».

Δήλωνε επίσης: «Η λογοτεχνία δεν αφορά καθόλου την αίσθηση ανακούφισης ή φυγής από την πραγματικότητα. Η ιδέα της μάσκας είναι ένας τρόπος να εκφράζεις την αλήθεια – με την έννοια ότι δημιουργούμε περσόνες για τους εαυτούς μας και στη συνέχεια η μάσκα μπορεί να καλύψει το πρόσωπό μας.

Και, ναι, η ταυτότητα είναι κεντρικό θέμα μέσα στο μυθιστόρημα – αλλά η “ταυτότητα” σημαίνει διαφορετικά πράγματα για διαφορετικούς ανθρώπους. Στις Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής τα ζητήματα της ταυτότητας φύλου και του ρατσισμού βρίσκονται πλέον στο επίκεντρο της δημόσιας συζήτησης. Στην Αγγλία αυτό το είδος της μετα-αυτοκρατορικής αντίληψης μπερδεύει την κατάσταση. Στην Ινδία η ταυτότητα συνδέεται κατά κύριο λόγο με την πίστη και τις κάστες».

Η συνέντευξή μας εκείνη δεν ολοκληρώθηκε τότε, καθώς ο συγγραφέας είχε ανειλημμένες υποχρεώσεις. Ο ίδιος, ωστόσο, επανήλθε σε δεύτερο χρόνο, πριν από λίγες εβδομάδες, απαντώντας στις ερωτήσεις που είχαν μείνει ημιτελείς. Υπό το φως της πρόσφατης δολοφονικής απόπειρας εναντίον του παραθέτουμε τη συνέχεια της συνέντευξής μας.

Νιώθετε ότι ως συγγραφέας έχετε το προνόμιο να επανεξετάζετε και τη ζωή σας εκτός από το ύφος που κάθε φορά επιλέγετε; Η μεγάλη λογοτεχνία αφορά τελικά πάντα την ηθική;

Ναι, πιστεύω ότι το μυθιστόρημα είναι μια μορφή ηθικής – αφορά το Καλό και το Κακό στις διαφορετικές εκφάνσεις τους. Την ίδια στιγμή, ωστόσο, δεν μπορώ να διαβάσω βιβλία που καταλήγουν διδακτικά ως προς την ηθική συμπεριφορά. Προτιμώ βιβλία που αποτελούν ερωτήσεις, όχι αυτά που δίνουν απαντήσεις.

Ποιος ήταν ο μεγαλύτερος φόβος σας καθώς γράφατε τον «Κισότ»; Και πιθανότατα ποιος είναι ο μεγαλύτερος κάθε φορά που γράφετε ένα μυθιστόρημα;

Ο φόβος εμφανίζεται πάντα σ’ αυτή τη διαδικασία της συγγραφής και πρέπει να τον βάζει κανείς στην άκρη. Προτιμώ να μη γράφω από ανασφάλεια, για παράδειγμα, να μην εντοπίζω προσωπικές αβεβαιότητες. Το κίνητρο της γραφής για μένα είναι η αισιοδοξία και η ελπίδα. Και σ’ αυτό ο Κισότ μού μοιάζει.

Οι αναφορές σας στην ελληνική μυθολογία – και σ’ αυτό το μυθιστόρημα – είναι αρκετά συχνές. Τι διαβάζατε από τους κλασικούς; Και κατά πόσο έχετε προχωρήσει το επόμενο πρότζεκτ, ένα θεατρικό με πρωταγωνίστρια την Ωραία Ελένη;

Η αλήθεια είναι ότι οι αρχαίοι Έλληνες με γοήτευαν πάντοτε. Αν έπρεπε να διαλέξω το έργο που αγαπώ περισσότερο, χωρίς να το πολυσκεφτώ, θα ήταν μάλλον η «Ορέστεια» του Αισχύλου. Οσο για την «Ελένη» έχει ολοκληρωθεί και ετοιμάζεται μάλιστα και μια θεατρική παραγωγή. Ενδιαφερόμουν για τον μύθο της Ελένης, επειδή είναι μια ηρωίδα ασύγκριτα διάσημη, αλλά καταλαμβάνει μικρό χώρο στον ελληνικό «Κανόνα». Ενιωθα ότι υπήρχε ένα κενό που έπρεπε με κάποιον τρόπο να γεμίσει.

Συμπληρώνονται φέτος 100 χρόνια από τον «Οδυσσέα» του Τζέιμς Τζόις και την «Ερημη χώρα» του Τ.Σ. Ελιοτ. Γιατί ζούμε ακόμη υπό την επήρεια των μεγάλων μοντερνιστών;

Ας πάρουμε ως παράδειγμα τον «Οδυσσέα», επειδή προσωπικά ο ‘Ελιοτ με συγκινεί λιγότερο. Ο «Οδυσσέας», λοιπόν, είναι ένα υπερβατικό έργο τέχνης, το οποίο περιέχει όλους τους τρόπους και τα ήθη της λογοτεχνίας – με την έννοια που ο Πικάσο περιέχει όλους τους άλλους.

Και γιατί το «Λέγε με Ισμαήλ» είναι τόσο σπουδαία εναρκτήρια πρόταση στον «Μόμπι Ντικ»; Το πρώτο όνομα του Κισότ στο μυθιστόρημά σας είναι Ισμαήλ Σμάιλ…

Επειδή είναι μυστηριώδης και παραπλανητική. Στην πραγματικότητα ο αφηγητής απλώς επιλέγει ένα όνομα – δεν μάς αποκαλύπτει το πραγματικό. Πρόκειται για μία μάσκα κι εγώ, ως γνωστόν, λατρεύω τις μάσκες – όπως επίσης το μυστήριο και την «εξαπάτηση». Παρακολούθησα κάποτε μία παραγωγή της «Ορέστειας» όπου όλοι οι ηθοποιοί φορούσαν κι έπαιζαν με μάσκες. Παραμένει μέχρι σήμερα η πιο δυνατή εκδοχή της τριλογίας που έχω δει (σ.σ.: αναφέρεται προφανώς στην παράσταση του Εθνικού Θεάτρου της Αγγλίας, σε σκηνοθεσία του Πίτερ Χολ το 1981, την οποία αναφέρει και μέσα στο μυθιστόρημα: «Οι μάσκες έπαιζαν. Οι μάσκες γίνονταν άνθρωποι και ήταν ικανές να εκφράσουν όλα τα τρομερά συναισθήματα της τραγωδίας. Οι μάσκες ζούσαν»).

Σταθμοί ζωής

* Γεννήθηκε στις 19 Ιουνίου 1947 στη Βομβάη. Οπως γράφει ο ίδιος στο αυτοβιογραφικό «Τζόζεφ Αντον» (εκδ. Ψυχογιός, μτφ. Χρήστος Καψάλης, Ελλη Συλλογίδου, 2012): «Οταν ήταν μικρός, ο πατέρας του την ώρα του ύπνου τού αφηγούνταν τα σπουδαία παραμύθια της Ανατολής… τις ιστορίες της Σεχραζάτ από τις “Χίλιες και Μία Νύχτες”, ιστορίες που ειπώθηκαν με φόντο τον θάνατο για να αποδείξουν τη δύναμη των ιστοριών να εκπολιτίζουν και να υπερνικούν ακόμη και τους πιο δολοφονικούς τυράννους· τους μύθους με τα ζώα της Παντσατάντρα· τα θαύματα που ξεχύνονταν σαν καταρράκτης από την Καθασαριτσαγκάρα, τον «Ωκεανό των Ποταμών της Ιστορίας», την απέραντη δεξαμενή ιστοριών που δημιουργήθηκε στο Κασμίρ, όπου είχαν γεννηθεί οι πρόγονοί του».

* Στην Αγγλία μετανάστευσε το 1961 για να φοιτήσει στο Κολέγιο Rugby του Γουορικσάιρ και να σπουδάσει στο King’s College του Κέιμπριτζ (πτυχίο Ιστορίας).

* Κέρδισε το βραβείο Μπούκερ και το Πούλιτζερ το 1981 για το μυθιστόρημά του με τίτλο «Τα παιδιά του μεσονυκτίου». O Ρόμπερτ Τάουερς έγραφε τον Σεπτέμβριο εκείνης της χρονιάς στο New York Review of Books: «Στην επιτυχία του μυθιστορήματος δεν συμβάλλει η διαρκής δράση, αλλά το στυλ – ένα στυλ που φαντάζει θαυματουργό ως προς το εύρος και την ικανότητα να μεταμορφώνεται».

* Στις 14 Φεβρουαρίου 1989 δέχτηκε ένα τηλεφώνημα από δημοσιογράφο του BBC η οποία του ανακοίνωσε ότι είχε «καταδικαστεί σε θάνατο» από τον αγιατολάχ Χομεϊνί. Τότε άκουσε για πρώτη φορά τη λέξη «φετφάς». Ο ανώτατος θρησκευτικός ηγέτης του Ιράν καλούσε τους «πιστούς» να σκοτώσουν τον συγγραφέα των «Σατανικών στίχων», όπου ο Ρούσντι ανέπλαθε με το ύφος του μαγικού ρεαλισμού επεισόδια από τη ζωή του Μωάμεθ.

* Το 2010 το όνομά του συμπεριλήφθηκε σε λίστα της Αλ Κάιντα με όσους «προσέβαλλαν το Ισλάμ», ανάμεσά τους η Αγιάν Χίρσι Αλί, οι καρτουνίστες Λαρς Βικς και Κουρτ Βεστεργκάαρντ, οι δημοσιογράφοι Carsten Juste και Flemming Rose της δανικής εφημερίδας «Jyllands – Posten». Αργότερα προστέθηκε το όνομα του Stéphane «Charb» Charbonnier, ο οποίος δολοφονήθηκε κατά την τρομοκρατική επίθεση στα γραφεία του «Charlie Hebdo» στο Παρίσι μαζί με άλλα 11 άτομα.
* Στο τελευταίο μυθιστόρημά του, «Κισότ, όπως Κιχώτης» (Ψυχογιός, 2022) ο πρωταγωνιστής λέει στον φανταστικό γιο του Σάντσο: «Είδα μια συνέντευξη στην τηλεόραση μ’ έναν διάσημο σκηνοθέτη που ρωτήθηκε από τον κόλακα δημοσιογράφο αν ήταν ευτυχής που θα συνέχιζε να ζει για πάντα στα μεγάλα κινηματογραφικά αριστουργήματά του. “Οχι”, απάντησε ο σκηνοθέτης, “θα προτιμούσα να συνεχίσω να ζω στο διαμέρισμά μου”. Αυτό είναι το δικό μου σχέδιο επίσης. Αν η επιλογή είναι μεταξύ ενός αναγκαστικά ανιαρού θανάτου και της αθανασίας, προσωπικά επιλέγω να ζήσω για πάντα».

Πηγή: Έντυπη Έκδοση «Τα Νέα»

Ακολουθήστε τον ot.grστο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, στον ot.gr

Latest News

Πρόσφατα Άρθρα Plus