Αδιάλλακτη παραμένει η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα αναφορικά με τις κεφαλαιακές απαιτήσεις των τραπεζών. Τα κεφάλαια δηλαδή που πρέπει να διακρατούν ούτως ώστε σε περίπτωση ενός οικονομικού σοκ να παραμείνουν βιώσιμες δίχως να στραφούν στις κρατικές ενισχύσεις. Μετά το 2008 και τη διάσωση των τραπεζών με τα χρήματα των φορολογουμένων, οι απαιτήσεις αυτές κατέστησαν πιο αυστηρές.

Η ΕΚΤ δεν διαπραγματεύεται το ενδεχόμενο χαλάρωσης των κανόνων αυτών, για τους οποίους οι τράπεζες υποστηρίζουν ότι είναι αυστηροί με αποτέλεσμα να μην μπορούν να καταστούν ανταγωνιστικές με τις αμερικανικές τράπεζες.

Ο χρησμός για το μέλλον των επιτοκιακών αυξήσεων από την ΕΚΤ

Επί της ουσίας η ΕΚΤ σήμερα Παρασκευή έδωσε την απάντησή της στην έκθεση που συντάχθηκε από την Ευρωπαϊκή Τραπεζική Ομοσπονδία και τη συμβουλευτική εταιρεία Oliver Wyman. Η έκθεση καταλήγει στο συμπέρασμα, ότι ενώ υπάρχει διεθνής συνεργασία αναφορικά με τους ρυθμιστικούς κανόνες στον τραπεζικό κλάδο, παρατηρούνται διαφοροποιήσεις στο πώς εφαρμόζονται στην πράξη αυτοί οι κανόνες, αλλά και με ποιον τρόπο ερμηνεύονται.

«Μια αναθεώρηση των τρεχουσών κεφαλαιακών απαιτήσεων και των εποπτικών διαδικασιών, θα μπορούσε να απελευθερώσει χώρο για κατά προσέγγιση 4 με 4,5 δισ. ευρώ σε επιπλέον δανεισμό στο καλύτερο σενάριο, ποσό που αντιπροσωπεύει σχεδόν το 30% του δανειακού όγκου επί της παρούσης. Οι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής θα πρέπει να διπλασιάσουν τις προσπάθειές τους για να ολοκληρωθεί η τραπεζική ένωση, όπως και αυτή των κεφαλαιαγορών», σημειώνεται στην έκθεση. Παράλληλα γίνεται αναφορά σε έργα εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης τα οποία θα εμβαθύνουν τις κεφαλαιαγορές και θα δημιουργήσουν μια περισσότερο ανταγωνιστική διασυνοριακή τραπεζική αγορά.

«Από τη μεριά τους, οι τράπεζες θα πρέπει να διατηρήσουν την εστίασή τους στη βελτίωση της λειτουργικής τουε αποτελεσματικότητας και στην ψηφιοποίησή τους. Θα πρέπει να ετοιμάζονται για μια διαδικασία συγχώνευσης στην Ευρωζώνη -κάτι που αναμένεται πολύ καιρό-, η οποία θα ενισχύσει επίσης την καλύτερη κατανομή των πόρων εντός της Ε.Ε.».

Η έκθεση υποστηρίζει ότι η διαφορά στο κόστος που προκύπτει από τους ρυθμιστικούς κανόνες μεταξύ των ευρωπαϊκών και των αμερικανικών τραπεζών, εξηγεί τη διαφορά της τάξεως του 0,8% με 1% στην απόδοση ιδίων κεφαλαίων (ROE). Μια ένδειξη για την κερδοφορία μιας επιχείρησης η οποία λαμβάνεται πολύ σοβαρά υπόψη από τους επενδυτές.

Η άποψη της ΕΚΤ είναι ότι οι ευρωπαϊκές τράπεζες δεν αντιμετωπίζουν κανένα ρυθμιστικό ή εποπτικό μειονέκτημα έναντι των αμερικανικών και υποστηρίζει ότι οι ρυθμιστικές απαιτήσεις είναι ευρέως συγκρίσιμες.

«Οι μεγαλύτερες πολυεθνικές ευρωπαϊκές τράπεζες έχουν ελαφρώς χαμηλότερες απαιτήσεις έναντι των ομολόγων τους στην άλλη άκρη του Ατλαντικού», δηλώνει εκπρόσωπος της ΕΚΤ.

«Είναι επίσης απορίας άξιο πώς οι χαμηλότερες κεφαλαιακές απαιτήσεις θα επιφέρουν υψηλότερο δανεισμό: αυτό που έχει αποδειχθεί είναι ότι τα χαμηλά επίπεδα κεφαλαίων οδηγούν τις τράπεζες να μειώνουν τον δανεισμό άτακτα κατά τη διάρκεια μιας κρίσης, επιβαρύνοντας έτσι τον αρνητικό αντίκτυπο στην οικονομία», τονίζει η ΕΚΤ.

Ωστόσο, όπως ξεκαθαρίζει είναι ανοικτή να πραγματοποιήσει οποιαδήποτε συζήτηση με τον τραπεζικό κλάδο, για το πώς οι εποπτικές διαδικασίες μπορούν να βελτιωθούν περαιτέρω.

Η Ε.Ε. ολοκληρώνει το εναπομείναν κομμάτι των παγκόσμιων κανόνων για τις κεφαλαιακές απαιτήσεις των τραπεζών οι οποίοι συντάχθηκαν ως απάντηση στη χρηματοπιστωτική κρίση, με κάποιες προσωρινές εξαιρέσεις να εναπόκεινται στην ευχέρεια της ΕΚΤ.

Τον περασμένο μήνα ο Αντρέα Ενρία ο επικεφαλής τραπεζικής εποπτείας στην ΕΚΤ, δήλωσε ότι το βασικό θέμα για τις τράπεζες είναι η υποτονική κερδοφορία, καθώς ο περιορισμός του κόστους δεν βρίσκεται εκεί που θα έπρεπε να είναι, αν και τα αυξανόμενα επιτόκια θα πρέπει να βοηθήσουν να καλυφθεί το κενό.

Ακολουθήστε τον ot.grστο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, στον ot.gr

Latest News

Πρόσφατα Άρθρα Διεθνή