Το αποτέλεσμα των ευρωεκλογών ήρθε να αποδείξει ότι είμαστε σε μια μεταβατική περίοδο ως προς την πολιτική και κοινωνική συνθήκη και ότι η εικόνα σταθερότητας και κανονικότητας που προβλήθηκε συστηματικά, ιδίως από την πλευρά της κυβέρνησης και του πρωθυπουργού, είναι στην πραγματικότητα μια εικόνα πλασματική.
Το πρώτο σημαντικό στοιχείο είναι η μεγάλη αύξηση της αποχής, παρά τη δυνατότητας της επιστολικής ψήφου. Αυτό σημαίνει ότι μεγάλο μέρος των πολιτών δείχνουν να πιστεύουν είτε ότι δεν μπορούν να εκπροσωπηθούν από κανένα από τα υπάρχοντα κόμματα, είτε ότι δεν πιστεύουν ότι η ψήφος είναι όντως «η δύναμή τους», ένας τρόπος να αλλάξουν τα πράγματα προς το καλύτερο. Και αυτό το τμήμα της κοινωνίας περιλαμβάνει και μέρος της νεολαίας σημαντικό και μέρος των λαϊκών στρωμάτων.
Το δεύτερο σημαντικό στοιχείο είναι ότι η Νέα Δημοκρατία έχει σε αυτές τις εκλογές μια εκλογική αποτυχία. Δεν κατάφερε να πιάσει όχι μόνο το ποσοστό των ευρωεκλογών του 2019, που η ίδια η κυβερνητική παράταξη είχε θέση ως στόχο, αλλά ούτε καν το συμβολικό όριο του 30%. Η Νέα Δημοκρατία παραμένει πρώτο κόμμα, έχει σημαντική απόσταση από το δεύτερο κόμμα, και σίγουρα διαθέτει την πιο συμπαγή εκλογική βάση. Όμως, είναι, σε τελική ανάλυση, ένα κοινωνικό και πολιτικό ρεύμα μειοψηφικό.
Εάν σήμερα η ΝΔ κυριαρχεί στην πολιτική ζωή είναι κατά βάση γιατί δεν υπάρχει αντίπαλος και γιατί η αντιπολίτευση είναι ιδιαίτερα κατακερματισμένη. Όμως, η ΝΔ δεν είναι σήμερα ηγεμονική δύναμη στην κοινωνία, δεν είναι η δύναμη το αφήγημα της οποίας έχει μια πλειοψηφική επιρροή. Η πλειοψηφία της κοινωνίας όχι μόνο δεν είναι πεισμένη ότι είναι μονόδρομος αυτό που προτείνει η Νέα Δημοκρατία, αλλά και με τον έναν ή τον άλλο τρόπο δείχνει την αντίθεσή της.
Το τρίτο στοιχείο είναι ότι στις εκλογές αυτές η Άκρα Δεξιά εμφανίζεται στη χώρα μας ενισχυμένη. Εάν αθροίσουμε την Ελληνική Λύση, την Νίκη, τη Φωνή της Λογικής και τους Πατριώτες έχουμε ένα ποσοστό άνω του 18%. Αυτό σημαίνει ότι και η χώρα μας μπαίνει σε μια πολιτική τροχιά όπου η Άκρα Δεξιά θα διεκδικεί ολοένα και μεγαλύτερο ρόλο στις πολιτικές εξελίξεις και βεβαίως αναλόγως θα πιέζει και συνολικά το πολιτικό σύστημα. Και σίγουρα θα γεννήσει τον «πειρασμό» όπως είδαμε και σε άλλες χώρες, να αρχίσει να αντιμετωπίζεται ως ένα φάσμα δυνάμεων που θα μπορούσε να αποτελεί και τμήμα ενός συστήματος διακυβέρνησης υπό την προϋπόθεση μιας μερικής «αναμόρφωσης» με όρους «συστημικών εχέγγυων».
Το τέταρτο στοιχείο είναι ότι η άλλη όψη της φαινομενικής κυριαρχίας της Νέας Δημοκρατίας είναι η κρίση της κεντροαριστεράς. Γιατί μπορεί ο ΣΥΡΙΖΑ να πανηγυρίζει για τη διατήρηση της θέσης της αξιωματικής αντιπολίτευσης παρά την αποχώρηση της Νέας Αριστεράς, όμως είναι σαφές ότι η δυναμική του έχει όρια. Την ίδια ώρα το ΠΑΣΟΚ φάνηκε επίσης ότι φτάνει στα όριά του, αφού δεν μπόρεσε να εκμεταλλευτεί την κρίση του ΣΥΡΙΖΑ για να διεκδικήσει τη δεύτερη θέση. Και βέβαια το άθροισμα ΣΥΡΙΖΑ και ΠΑΣΟΚ, δηλαδή μιας δυνητικής «προοδευτικής συμμαχίας» που θυμίζουμε ότι είχε προβληθεί στις προηγούμενες εκλογές επίσης όχι μόνο εξακολουθεί να υπολείπεται του ποσοστό τους Νέας Δημοκρατίας αλλά και σίγουρα δεν είναι ένα ποσοστό που παραπέμπει στη δυνατότητα διακυβέρνησης.
Το πέμπτο στοιχείο είναι η ανάδειξη του ΚΚΕ στη βασική δύναμη αριστερότερα του Κέντρου, στοιχείο που αποτυπώνει και τη συστηματική του επένδυση αφενός στην υποστήριξη κοινωνικών αγώνων και κινητοποιήσεων αφετέρου σε μια συνολικότερη αμφισβήτηση της κυρίαρχης πολιτικής. Η διπλή αποτυχία και της Νέας Αριστεράς και του ΜέΡΑ25 να πετύχουν τον στόχο του 3% σημαίνει ότι η διεκδίκηση της κληρονομιάς του «αυθεντικού» ΣΥΡΙΖΑ, είτε στην εκδοχή του ΣΥΡΙΖΑ του «ΟΧΙ» είτε σε αυτή της «κυβερνώσας» αριστεράς έχει πραγματικό όριο.
Όλα αυτά παραπέμπουν σε αυτό που έχουμε δει και σε όλες τις έρευνες κοινής γνώμης το προηγούμενο διάστημα. Η ελληνική κοινωνία είναι μια κοινωνία δυσαρεστημένη, φοβισμένη, ανασφαλής, αγχωμένη. Σε ορισμένα πράγματα όπως είναι η ακρίβεια και ένα συνολικότερο κλίμα οικονομικής ανασφάλειας ενοποιείται, σε άλλα διαιρείται σε διαφορετικές τοποθετήσεις όπως είναι π.χ. τα ζητήματα που αφορούν την «πολιτική των ταυτοτήτων», την ώρα που έχει μεγάλες αποκλίσεις ανάλογα με την ηλικία, με τις νεότερες ηλικίες να πολώνονται σε πιο ριζοσπαστικές και αριστερόστροφες θέσεις, σε αντίθεση με τις μεγαλύτερες.
Σε αυτή την κοινωνία από την εποχή των μνημονίων και μετά έχει προταθεί ένας ορισμένος «μονόδρομος», που κατεξοχήν προσπάθησε η Νέα Δημοκρατία να παρουσιάσει ως «κανονικότητα». Είναι πια αρκετά πιο δύσπιστη απέναντί του, αλλά η δυσπιστία παραμένει χωρίς σχήμα. Και αυτό γιατί δεν υπάρχει μια αρθρωμένη εναλλακτική πρόταση που να εκπροσωπεί αυτό που θα μπορούσαμε να χαρακτηρίσουμε «εργαζόμενη πλειοψηφία» και τη δυνατότητα μιας πορείας της χώρας με περισσότερη αναδιανομή, κρατική παρέμβαση στην οικονομία και την κοινωνική προστασία, εργασιακή ασφάλεια και εξασφάλιση βασικών αγαθών όπως η στέγαση.
Αυτή η απουσία εμπιστοσύνης στην ύπαρξη εναλλακτικής, εξηγεί και την αποτυχία των δυνάμεων που δηλώνουν ότι εκπροσωπούν μια προοδευτική κατεύθυνση να ενισχυθούν εκλογικά από τη δυσαρέσκεια, αλλά και εξηγεί γιατί μπορεί να δούμε ακόμη μεγαλύτερη ενίσχυση της ακροδεξιάς εάν αυτή εμφανιστεί ως πιο «συμπαγής» και λιγότερο κατακερματισμένος πόλος.
Σε κάθε περίπτωση, είναι σαφές ότι η ψευδαίσθηση παντοκρατορίας της Νέας Δημοκρατίας και του πρωθυπουργού, που φάνηκε να διαμορφώνεται μετά τις εκλογές του 2023, δεν μπορεί να αποτελεί πλέον ερμηνευτικό νήμα για τις πολιτικές εξελίξεις. Ένα νέο τοπίο διαμορφώνεται, όμως το περίγραμμα του οποίου ακόμη δεν μπορούμε να διακρίνουμε με σαφήνεια. Και σίγουρα οι δυναμικές που αναπτύσσονται έχουν μεγαλύτερο βάθος από αυτό που αντιμετωπίζεται από «διορθωτικές παρεμβάσεις», όπως η στροφή της κυβέρνησης αφενός στα «προβλήματα της καθημερινότητας» αφετέρου στην έμφαση στα ζητήματα που αγγίζουν ένα δεξιό ακροατήριο.
Είναι δυναμικές που αποτυπώνουν ταυτόχρονα μεγαλύτερη και βαθύτερη δυσπιστία απέναντι στο πολιτικό σύστημα γενικά, κοινωνική δυσαρέσκεια που αφορά ακριβώς την απουσία ενός πραγματικού οράματος ευημερίας, και μια συνολικότερη απουσία συνεκτικών αφηγημάτων που διαμορφώνει έναν συνολικότερο κατακερματισμό των ίδιων των όρων της πολιτικής συζήτησης.
Η χώρα αντιμετωπίζει μία έρπουσα κρίση ηγεμονίας, δηλαδή μια αδυναμία του πολιτικού συστήματος ή τουλάχιστον μιας ηγετικής μερίδας του να μπορεί να εκπροσωπήσει την κοινωνία και τις επιδιώξεις, να την κινητοποιήσει και την «διαπαιδαγωγήσει». Ότι αυτή η κρίση παίρνει περισσότερο τη μορφή της αποκαρδίωσης και της αποσυσπείρωσης ιδίως των λαϊκών τάξεων, που εξηγεί και την αντιφατική πολιτική και εκλογική τους τοποθέτηση, δεν αναιρεί τη δυνατότητα να πάρει και πιο εκρηκτικές μορφές. Όλα αυτά θα εξαρτηθούν και από το εάν και πώς οι διαφορετικοί χώροι θα τοποθετηθούν σε αυτό το νέο τοπίο.
Latest News
Η οικονομία με τα μάτια των ξένων
Η Ελλάδα, είπε, άλλαξε, αλλά δεν ανθεί
Η συζήτηση που δεν γίνεται για τον προϋπολογισμό
Η Βουλή συζητάει τον προϋπολογισμό, όμως η σοβαρή συζήτηση για την οικονομική πολιτική δεν γίνεται
Βουλιμία
Είναι γνωστό ότι μεταξύ των θανάσιμων αμαρτημάτων περιλαμβάνεται και η βουλιμία…
Μπουλντόζες τη νύχτα
Η απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας, που αποφάνθηκε ότι ο νόμος με τον οποίο χτίζουμε στην Ελλάδα από το 2012 είναι αντισυνταγματικός, εξαιρεί όσες οικοδομές έχουν αποδεδειγμένα αρχίσει εργασίες για την ανέγερσή τους
Οι εγκλωβισμένοι, τα ακίνητα και ο… φορέας
Θυμηθήκαμε ότι υπάρχει ένας σημαντικός αριθμός μικρών επιχειρήσεων που μέσα στην κρίση κοκκίνισαν τα δάνειά τους
Η ευθύνη των τραπεζών
Οι τράπεζες πατούν καλύτερα στα πόδια τους, δεν εξαρτάται η κερδοφορία τους από τις προμήθειες. Επίσης είναι εμφανές ότι χρειάζεται η κυβέρνηση μια «νίκη» στο μέτωπο του κόστους ζωής
Ανάπτυξη που «τρώγεται»
Με τα μέχρι τώρα στοιχεία είμαστε πάνω και από τον στόχο του 2024
Απιστευτα δώρα προς τα πολιτικά άκρα
Αρχίζω να πιστεύω όλο και περισσότερο ότι το σύνδρομο της επιτυχίας από μια φάση και μετά τυφλώνει τις δημοκρατίες, οι οποίες στη συνέχεια χάνουν και την ακοή τους.
Ελληνικές απώλειες από το «γαλλικό μέτωπο»
Θα πρέπει να θεωρούμε σίγουρες και τις πρώτες απώλειες για την Ελλάδα από το «γαλλικό μέτωπο».
Σοκαριστικές ομοιότητες
Στη Γαλλία, οι έμπειροι από την ελληνική κρίση βλέπουν ομοιότητες με την περίοδο 2012 – 2014 στην Ελλάδα