Project Syndicate

Με τον ετήσιο ρυθμό πληθωρισμού στις Ηνωμένες Πολιτείες να φτάνει το 5% τον Μάιο, οι ​​οικονομολόγοι​​ και οι επενδυτές εκφράζουν ανησυχίες για τις δαπάνες ελλείμματος, το δημόσιο χρέος και τον κίνδυνο διαρκούς αύξησης των τιμών, ο οποίος είναι υψηλότερος τώρα σε σχέση με πριν τέσσερις δεκαετίες. Θα ήταν, όμως, λάθος να φρενάρουμε την οικονομία για να εξαλείψουμε τις ανησυχίες αυτές.

Όχι, η κυβέρνηση δεν μπορεί να δανειστεί και να ξοδέψει όσα θέλει χωρίς καμία επιβάρυνση, όπως θα μπορούσαν να ισχυριστούν ορισμένοι προοδευτικοί. Αλλά ούτε μπορούν όσοι ανησυχούν για τον πληθωρισμό να αγνοήσουν το βαθύτερο πρόβλημα που πλήττει τις ΗΠΑ: τη βαθιά πολιτική πόλωση, η οποία συνοδεύεται από μείωση εμπιστοσύνης στην κυβέρνηση. Η ταχεία οικονομική ανάκαμψη, της οποίας ηγούνται οι δημόσιες πολιτικές που ενθαρρύνουν την απασχόληση και την αύξηση των μισθών, είναι η καλύτερη ευκαιρία για τις ΗΠΑ, ώστε να αποκαταστήσουν την εμπιστοσύνη στην κυβέρνηση και τη δημοκρατία. Ο πραγματικός κίνδυνος που απορρέει από τον πληθωρισμό είναι ότι θα μας αποσπάσει την προσοχή από αυτό το θεμελιώδες ζήτημα.

Σίγουρα, δεν υπάρχει μαγική λύση στην πολιτική δυσλειτουργία. Ορισμένοι σχολιαστές ανησυχούν ότι οι ΗΠΑ έχουν ήδη φτάσει σε μη αναστρέψιμο σημείο.Εξάλλου, ​​η πλειοψηφία​​ των Ρεπουμπλικανών έχει την ψευδή πεποίθηση ότι ο Ντόναλντ Τραμπ κέρδισε και τις εκλογές του 2020 και, σύμφωνα με κάποιες εκτιμήσεις, το 15% του πληθυσμού των ΗΠΑ υποστηρίζει τη θεωρία συνωμοσίας pro-Trump QAnon. Τα γεγονότα αυτά δείχνουν ότι η κατάσταση που βιώνουμε είναι εξαιρετικά δύσκολη. Ωστόσο, θα πρέπει να θυμόμαστε ότι οι πολίτες δείχνουν μεγαλύτερη εμπιστοσύνη στη Δημοκρατία όταν εκπληρώνει τις υποσχέσεις της για σταθερότητα, κοινή ευημερία και θέσπιση αποτελεσματικών μέτρων με σκοπό την καταπολέμηση της φτώχειας.

Για παράδειγμα, εκείνοι που μεγαλώνουν σε σταθερές δημοκρατίες, στις οποίες σημειώνεται ταχεία οικονομική ανάπτυξη και παρέχονται οι κατάλληλες δημόσιες υπηρεσίες, ​​είναι πολύ πιο πιθανό​​ να αντιταχθούν σε κάθε είδους αυταρχισμό και τεχνοκράτες που λαμβάνουν αποφάσεις χωρίς να δίνουν λόγο σε κανέναν. Αντίστοιχα, οι περίοδοι οικονομικής στασιμότητας και αύξησης της ανισότητας τροφοδοτούν την πόλωση και την έλλειψη εμπιστοσύνης των πολιτών, όπως συνέβη, τις τελευταίες δεκαετίες, στις ΗΠΑ και σε πολλές άλλες χώρες του κόσμου.

Η αμερικανική οικονομία ανέκαθεν προσέφερε καλές θέσεις εργασίας – με αξιοπρεπή αμοιβή, λογικά επίπεδα ασφάλειας και νέες ευκαιρίες σταδιοδρομίας – για εργαζόμενους από κάθε υπόβαθρο και με διαφορετικά προσόντα. Για τα επόμενα 35 χρόνια από τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, οι εργαζόμενοι τόσο στο κάτω μέρος όσο και στην κορυφή της κατανομής εισοδήματος επωφελήθηκαν από την ισχυρή αύξηση της απασχόλησης και τις ταχείες αυξήσεις των μισθών. Ωστόσο, τη δεκαετία του 1980, η εποχή αυτή έφτασε στο τέλος της, όταν οι μέσοι μισθοί παρέμειναν στάσιμοι και σημειώθηκε αύξηση των ανισοτήτων. Αντί για αυξήσεις στους μισθούς, όσοι δεν κατείχαν πτυχίο ​​Πανεπιστημίου, ήρθαν αντιμέτωποι με σημαντική μείωση προσφοράς εργασίας και πραγματικών εισοδημάτων (αναπροσαρμογή με βάση τον πληθωρισμό).

Όσοι Αμερικανοί είδαν τους μισθούς τους να μειώνονται και να λιγοστεύουν οι ευκαιρίες σταδιοδρομίας τους είναι εκείνοι που στην πλειοψηφία τους ενστερνίστηκαν ακραίες ιδεολογίες. Εάν θεωρείτε ότι η οικονομία δεν λειτουργεί σωστά, είναι λογικό να βλέπετε με θετικό μάτι οπορτουνιστές πολιτικούς και τα μέσα ενημέρωσης που κάνουν αναφορές σε ένα «νοθευμένο» σύστημα που θα πρέπει να αντιμετωπισθεί.

Φυσικά, τα οικονομικά προβλήματα δεν ευθύνονται αποκλειστικά για τη θλιβερή πολιτική των ΗΠΑ. Το Ρεπουμπλικανικό Κόμμα, επίσης, έχει διαδραματίσει μεγάλο ρόλο σε αυτή την πολιτική δυσλειτουργία. Ξεκινώντας με τη «Νότια στρατηγική» του Ρίτσαρντ Νίξον, η κυβέρνηση του Πακιστάν αποφάσισε ότι η πόλωση ήταν μία καλή τακτική. Όσο το κόμμα βασιζόταν στην υποστήριξη των λευκών ψηφοφόρων, οι οποίοι δεν έχουν τελειώσει Πανεπιστήμιο (μικρό ποσοστό του πληθυσμού) τόσο περισσότερο έπρεπε να βασιστεί στην καταστολή των ψηφοφόρων του και σε άλλες αντιδημοκρατικές τακτικές, ώστε να διατηρήσει τη θέση του, μία τακτική που κορυφώθηκε και επί της θητείας Τραμπ.

Το Δημοκρατικό Κόμμα, ωστόσο, δεν είναι άψογο. Οι τραπεζίτες της Wall Street, οι οποίοι προκάλεσαν την οικονομική κρίση το 2008, δεν διασώθηκαν μόνο από τον Τζορτζ Μπους, αλλά και από τον Μπαράκ Ομπάμα. Η κυβέρνηση του Ομπάμα, τελικά, αποφάσισε να βοηθήσει τις τράπεζες και τους τραπεζίτες με κάθε κόστος και, αργότερα, επέλεξε να μην ασκήσει δίωξη σε κανένα από τα ένοχα μέρη. Επιβεβαιώθηκαν οι υποψίες των ψηφοφόρων για τη  τόσο σημαντική σχέση κυβέρνησης και οικονομικών, επιταχύνοντας την απώλεια εμπιστοσύνης στα θεσμικά όργανα και δίνοντας τροφή σε όσους ήδη αντιμετώπιζαν την κυβέρνηση ως πρόβλημα και όχι ως λύση.

Στην περίπτωση αυτή, το πρώτο βήμα για την αντιμετώπιση της πολιτικής δυσλειτουργίας στην Αμερική είναι να δείξει ότι τόσο η οικονομία όσο και η κυβέρνηση μπορούν να συντονιστούν για το κοινό καλό. Η δημιουργία θέσεων εργασίας και η αύξηση των μισθών για τους Αμερικανούς πολίτες από κάθε υπόβαθρο και με διαφορετικά προσόντα θα πρέπει να αποτελέσει την κορυφαία προτεραιότητα. Ενώ θα μπορούσαμε να επικεντρωθούμε απλά στην επέκταση του μεγέθους της συνολικής οικονομικής πίτας και, στη συνέχεια, στην αναδιανομή της, αυτή η στρατηγική είναι απίθανο να κάνει τους ψηφοφόρους να αφοσιωθούν στο σύστημα. Το να δώσουμε, όμως, την ευκαιρία στους πολίτες να συνεισφέρουν ουσιαστικά στην οικονομία και την κοινωνία είναι ένας πολύ καλύτερος τρόπος για να δούμε την αφοσίωσή τους.

Εάν οι δαπάνες υποδομής, οι επεκτατικές δημοσιονομικές και νομισματικές πολιτικές, οι βελτιώσεις στο δίκτυο ασφαλείας, οι επενδύσεις για τη δημιουργία νέων θέσεων εργασίας και άλλα επίσημα μέτρα, θεωρηθούν «κομμάτι» ενδεχόμενης ισχυρής ανάκαμψης, τότε θα επικρατήσει η αίθηση ότι η κυβέρνηση πράττει ορθά. Η εμπιστοσύνη στα κρατικά θεσμικά όργανα δεν μπορεί να αποκατασταθεί απλώς και μόνο επαινώντας τις αρετές τους. Οι πολίτες πρέπει να δουν και να βιώσουν τα οφέλη που προέρχονται από όσους θεσμούς λειτουργούν αποτελεσματικά.

Μπορεί μία καλά σχεδιασμένη οικονομική ανάκαμψη να σώσει την Αμερικανική Δημοκρατία; Δεν υπάρχει κάτι που να μας εγγυάται την απάντηση. Η οικονομία των ΗΠΑ έχει παραμελήσει όσους εργαζόμενους δεν είναι απόφοιτοι Πανεπιστημίου (και όλο και περισσότερο και τους εργαζόμενους που έχουν αποφοιτήσει από κάποια σχολή) και κάλυψε τις ανάγκες των μεγάλων εταιρειών για τόσο μεγάλο χρονικό διάστημα σε σημείο που, ίσως, να είναι πολύ αργά για αλλαγή πορείας. Με την επιχειρηματική Αμερική να διοχετεύει επενδύσεις σε τεχνολογίες για την αυτοματοποίηση των θέσεων εργασίας, την επιτήρηση των εργαζομένων και τη μείωση των μισθών, η κατάσταση του μέσου Αμερικανού εργαζομένου ίσως να συνεχίσει να επιδεινώνεται.

Μπορεί, ακόμη, να είναι πολύ αργά για να αντιστραφεί η τοξική πόλωση που έχει επιβληθεί στην αμερικανική κοινωνία. Οι περισσότεροι υποστηρικτές του Τραμπ έχουν ήδη δείξει ότι δεν πρόκειται να αλλάξουν γνώμη σε καμία περίπτωση.

Η επαναλειτουργία της αμερικανικής οικονομίας είναι η καλύτερη ευκαιρία για τη διάσωση της αμερικανικής δημοκρατίας. Ο κίνδυνος για τον σχετικά υψηλό πληθωρισμό δεν είναι λόγος να σπαταλήσουμε την ευκαιρία αυτή.

Ο Daron Acemoglu είναι Καθηγητής Οικονομικών στο MIT, είναι συν-συγγραφέας (μαζί με τον Τζέιμς Ρόμπινσον) των βιβλίων «Γιατί αποτυγχάνουν τα έθνη: οι καταβολές της ισχύος, της ευημερίας και της φτώχειας» και «ο Στενός Διάδρομος: Κράτη, Κοινωνίες και η Μοίρα της Ελευθερίας.»

Ακολουθήστε τον ot.grστο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, στον ot.gr

Latest News

Πρόσφατα Άρθρα Experts