Το ζήτημα της ακρίβειας δεν είναι καινούργιο στην Ελλάδα. Ούτε εμφανίστηκε μαζί με την άνοδο του πληθωρισμού. Ακρίβεια είχαμε και στα χρόνια της κρίσης και της χρεοκοπίας και ας μην είχαμε πληθωρισμό. Στα χρόνια της εσωτερικής υποτίμησης των εισοδημάτων. Οι τιμές των προϊόντων χωρίς τους φόρους είχαν υποχωρήσει, αλλά αυτό δεν σήμαινε ότι οι καταναλωτές πλήρωναν λιγότερο. Η άγρια υπερφορολόγηση που στιγμάτισε μια ολόκληρη γενιά, αφορούσε όχι μόνο τους άμεσους φόρους αλλά και τους έμμεσους. Τους πλέον άδικους των φόρων, δεδομένου ότι δεν μπορεί να τους αποφύγει κανείς.

Ούτε ο πλέον αδύναμος οικονομικά. Ούτε αυτός που δεν έχει δουλειά και εισοδήματα. Ολη την προηγούμενη δεκαετία οι συνεχώς αυξανόμενοι ειδικοί φόροι κατανάλωσης και οι αυξήσεις των συντελεστών ΦΠΑ, συντήρησαν ένα αναντίστοιχο με τα εισοδήματα των πολιτών, υψηλό επίπεδο τιμών στην αγορά. Ζήσαμε μια πρώιμη περίοδο ακρίβειας, χωρίς να καταγράφεται κάτι τέτοιο στα επίσημα στοιχεία του πληθωρισμού. Γινόμασταν φτωχότεροι κάθε χρόνο λόγω της συρρίκνωσης της οικονομίας, αλλά τα προϊόντα που γίνονταν ακριβότερα λόγω των φόρων, μας αφαιρούσαν επιπλέον από το ήδη συρρικνωμένο διαθέσιμο εισόδημα.

Την ίδια περίοδο, ακόμα και οι θεσμοί και οι σύμβουλοί τους παρατηρούσαν ότι λόγω θεσμικών αδυναμιών, που απλά περιόρισαν αλλά δεν έλυσαν τα μνημόνια, η εσωτερική υποτίμηση των τιμών δεν επετεύχθη ποτέ. Ηταν το κοινό χαρακτηριστικό αποτυχίας και των δύο πρώτων μνημονίων. Η κατάσταση ωστόσο έγινε αφόρητη με το τρίτο μνημόνιο ΣΥΡΙΖΑ όταν ιδεολογικές εμμονές οδήγησαν σε κατ’ επιλογήν αυτή τη φορά, νέα άγρια φορολόγηση της αγοράς. Ηταν προφανές ότι όταν τα επίσημα στοιχεία ακρίβειας, όπως καταγράφονται στα στοιχεία υπολογισμού του πληθωρισμού, θα έπαιρναν τα πάνω τους, τότε η «πονηρή» φορολογική ακρίβεια που είχε δημιουργηθεί στην Ελλάδα προκειμένου να αντλούνται σημαντικά ποσά από τους πολλούς προς τέρψη των οικονομικών του κράτους, θα γίνονταν αφόρητη. Αυτή είναι η βασική αιτία πίσω από το γεγονός ότι η περίοδος ακρίβειας και ανατιμήσεων, που βιώνουμε στην Ελλάδα, είναι πολύ πιο αισθητή για τους έλληνες καταναλωτές σε σύγκριση με τους πολίτες άλλων χωρών που ενδεχομένως να καταγράφουν ακόμα και υψηλότερα ποσοστά πληθωρισμού.

Αυτή είναι η αιτία που οι λύσεις αντιμετώπισης του φαινομένου είναι λιγότερες στην Ελλάδα. Η οικονομική επιβίωσή μας ως χώρα, δηλαδή οι υπολογισμοί για τη βιωσιμότητα του χρέους το 2018, έχει συνδεθεί με τη διατήρηση ενός εξαιρετικά υψηλού επιπέδου φορολογικών εσόδων. Χωρίς αυτά, δεν υπάρχουν βιώσιμα οικονομικά. Δεν υπάρχει η έστω και κατά συνθήκη βιωσιμότητα του χρέους. Δεν υπάρχει δηλαδή η πρόσβαση στις αγορές. Δεν υπάρχει η ζωή όπως την ξέρουμε, έστω και με τις ανατιμήσεις.

Οι φόροι που συνοδεύουν τα καύσιμα και ξεπερνούν κατά πολύ το ένα ευρώ για κάθε λίτρο βενζίνης που βάζουμε στο αυτοκίνητό μας και ο ΦΠΑ που φτάνει το ένα τέταρτο της αξίας ενός προϊόντος ή μιας υπηρεσίας που αγοράζουμε, είναι απόρροια αυτής της κατάστασης. Αυτών των υπολογισμών, από τους οποίους εξαρτάται η επιβίωσή μας. Μπορούν να αλλάξουν; Σε λίγο θα αποτελεί νομοτελειακή ανάγκη η αλλαγή τους. Θα αποτελεί τη νέα «μεγάλη μεταρρύθμιση» του σύγχρονου ελληνικού κράτους. Το στοίχημα πιθανότατα της επόμενης κυβέρνησης. Δεν θα είναι εύκολη αυτή η συζήτηση. Θα έχει πολύ «πόνο». Κάποιοι θα ελαφρυνθούν, κάποιοι άλλοι θα επιβαρυνθούν ίσως και περισσότερο και αυτό είναι πάντα δύσκολο πολιτικά…

Ακολουθήστε τον ot.grστο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, στον ot.gr

Latest News

Πρόσφατα Άρθρα Opinion