Μια τρίτη θητεία για τον Σι Τζινπίνγκ θα μπορούσε να προκαλέσει ψυχρό πόλεμο ή ακόμα και θερμό πόλεμο. Αλλά η προοπτική του εθνικιστή ηγέτη της Κίνας να παραμείνει στην εξουσία, την οποία το κυβερνών Κομμουνιστικό Κόμμα είναι σχεδόν βέβαιο ότι θα εγκρίνει στο συνέδριό του αυτή την εβδομάδα, δεν είναι κακή για τον υπόλοιπο κόσμο. Οι πολιτικές του Σι βλάπτουν την οικονομία. Αυτό κάνει δυσκολότερο για τη Λαϊκή Δημοκρατία να ασκεί αποτελεσματικά τη γεωπολιτική της, συνεισφέροντας και στην καταπολέμηση της κλιματικής αλλαγής.

Μέχρι πρόσφατα, οι περισσότεροι αναλυτές συμφωνούσαν ότι ήταν μόνο θέμα χρόνου η οικονομία της Κίνας, η οποία ήταν τα τρία τέταρτα του μεγέθους της αμερικανικής σε όρους δολαρίων πέρυσι, να γίνει η μεγαλύτερη στον κόσμο. Αυτή η πρόβλεψη προϋπέθετε ότι η Λαϊκή Δημοκρατία θα συνέχιζε να αναπτύσσεται με τους ίδιους εκπληκτικά υψηλούς ρυθμούς όπως στο παρελθόν.

Με την οικονομία της να καλπάζει, φαινόταν σίγουρο η Κίνα να ξοδέψει περισσότερα για προηγμένα οπλικά συστήματα και για να προσεταιριστεί συμμάχους στις αναπτυσσόμενες χώρες επεκτείνοντας υποδομές μέσω της Πρωτοβουλίας Belt and Road (BRI). Μόλις η δύναμή της γινόταν ακαταμάχτη, οι χώρες της Ανατολικής Ασίας, και άλλες, θα έκαναν ότι τους ζητούσε.

Κολλημένη στη δεύτερη θέση

Αλλά η οικονομία της Κίνας αντιμετωπίζει κάθε είδους προβλήματα. Ο πληθυσμός της χώρας των 1,4 δισεκατομμυρίων ανθρώπων γερνά με ταχείς ρυθμούς, ενώ η φούσκα των ακινήτων της που τροφοδοτείται από χρέη ξεφουσκώνει. Εν τω μεταξύ, η ολοένα και πιο αυταρχική διακυβέρνηση του Σι έχει δημιουργήσει πολιτικές όπως η προσπάθεια εξάλειψης του Covid-19 και η καταστολή των μεγάλων ιδιωτικών εταιρειών τεχνολογίας, που και οι δύο έχουν επιβραδύνει την ανάπτυξη.

Η Κίνα αναπτύχθηκε με μέσο ρυθμό 10,3% ετησίως την πρώτη δεκαετία αυτού του αιώνα. Η ανάπτυξη μειώθηκε στο 7,7% τη δεύτερη δεκαετία. Αν και αυτός είναι ακόμα υψηλός ρυθμός, μεγάλο μέρος της πρόσφατης επέκτασης αφορούσε μη παραγωγικές επενδύσεις σε ακίνητα και υποδομές. Ο Τζορτζ Μάγκνους, οικονομολόγος που προειδοποιεί εδώ και χρόνια ότι το οικονομικό μοντέλο της Κίνας δεν είναι βιώσιμο, πιστεύει ότι ο ρυθμός ανάπτυξης τάσης της χώρας κυμαίνεται μεταξύ 2% και 3% ετησίως.

Ακόμα κι αν η Κίνα δει ανάπτυξη 4% ετησίως για το υπόλοιπο αυτής της δεκαετίας, δεν θα ξεπεράσει την Αμερική κάποια στιγμή σύντομα – ειδικά δεδομένου ότι το γιουάν υποχωρεί έναντι του δολαρίου. Εάν οι Ηνωμένες Πολιτείες συνεχίσουν να αναπτύσσονται κατά μέσο όρο 2% ετησίως και το δολάριο παραμείνει εκεί που είναι, η οικονομία της Κίνας θα εξακολουθεί να είναι σχεδόν 20% μικρότερη σε όρους δολαρίου στο τέλος της δεκαετίας.

Στη συνέχεια, η χώρα θα δυσκολευόταν να δημιουργήσει την κυρίαρχη στρατιωτική δύναμη στην Ασία και να χρηματοδοτήσει επενδύσεις στο εξωτερικό. Θα ήταν επίσης λιγότερο ελκυστικό μοντέλο προς μίμηση για άλλες χώρες – και θα υπήρχε λιγότερη πίεση για να αποδεχτούν άλλες χώρες την ηγεμονία της.

Μια Κίνα που αναπτύσσεται πιο αργά ιδιαίτερα αν βασιζόταν λιγότερο σε κατασκευές υψηλής έντασης άνθρακα, θα ήταν επίσης καλή για τον πλανήτη. Η χώρα, η μεγαλύτερη πηγή διοξειδίου του άνθρακα στον κόσμο, έχει δεσμευτεί να μειώσει την ένταση του άνθρακα στην οικονομία της κατά 3,9% ετησίως, κατά μέσο όρο, στο πλαίσιο του τρέχοντος πενταετούς σχεδίου της, έως δηλαδή το 2025. Εάν η οικονομία αναπτυχθεί με βραδύτερο ρυθμό, οι εκπομπές της Κίνας μπορεί να έχουν ήδη φτάσει στο ζενίθ τους.

Φυσικά, ο Σι θα μπορούσε να εγκαταλείψει τον στόχο για τον άνθρακα. Αλλά ο Ντιμίτρι Ντε Μπόερ, της περιβαλλοντικής οργάνωσης Client Earth, που ζει στο Πεκίνο, πιστεύει ότι αυτό είναι πολύ απίθανο επειδή ο στόχος είναι δεσμευτικός και ο πρόεδρος της Κίνας έχει αυτοχαρακτηριστεί υπέρμαχος του περιβάλλοντος.

Νέος Ψυχρός Πόλεμος;

Εν τω μεταξύ, ο εθνικισμός του Σι – που κυμαίνεται από απειλές εναντίον της Ταϊβάν έως σιωπηρή υποστήριξη της εισβολής του Ρώσου Προέδρου Βλαντιμίρ Πούτιν στην Ουκρανία – συσπειρώνει τη Δύση και ορισμένες άλλες χώρες ενάντια στη Λαϊκή Δημοκρατία. Η Ευρωπαϊκή Ένωση, το Ηνωμένο Βασίλειο, η Ινδία, η Αυστραλία, η Ιαπωνία και η Νότια Κορέα συμμερίζονται όλο και περισσότερο την άποψη των ΗΠΑ ότι η Κίνα πρέπει να περιοριστεί.

Η Αμερική επέβαλε πρόσφατα περισσότερες τεχνολογικές κυρώσεις στην Κίνα προσπαθώντας να περιορίσει τη βιομηχανία ητηνγωγών της. Εν τω μεταξύ, ο νόμος για τη μείωση του πληθωρισμού που εστιάζεται στο κλίμα δίνει κίνητρα στους κατασκευαστές καθαρής τεχνολογίας, έτσι ώστε η Αμερική να μην εξαρτάται πολύ από μπαταρίες, ηλεκτρικά οχήματα, αιολικά πάρκα και άλλα προϊόντα κινεζικής κατασκευής.

Παρουσιάζοντας τη νέα του στρατηγική εθνικής ασφάλειας, την περασμένη εβδομάδα, ο Πρόεδρος Τζο Μπάιντεν τόνισε ότι η Κίνα «έχει την πρόθεση και, ολοένα και περισσότερο, την ικανότητα να αναδιαμορφώσει τη διεθνή τάξη προς μια κατεύθυνση που διαμορφώνει το παγκόσμιο πεδίο ανταγωνισμού προς όφελός της».

Οι Ηνωμένες Πολιτείες όχι μόνο εντείνουν την συνεργασία με πλούσιες ευρωπαϊκές και ασιατικές χώρες, εν μέρει μέσω της Ομάδας των Επτά (G7), αλλά επίσης προσπαθούν να προσελκύσουν άλλες χώρες, ακόμη και αν δεν είναι δημοκρατίες. Για παράδειγμα, η G7 υπόσχεται να βοηθήσει τις αναπτυσσόμενες χώρες μέσω της εταιρικής σχέσης υποδομής 600 δισεκατομμυρίων δολαρίων, η οποία θεωρείται ως πράσινη εναλλακτική λύση στο BRI της Κίνας.

Δεν είναι μόνο οι δυτικές χώρες που θέλουν να αποφύγουν να εξαρτώνται υπερβολικά από την Κίνα. Ο Σι δεν θέλει να βασίζεται στη Δύση για χρηματοδότηση, τεχνολογία ή φυσικούς πόρους. Ως αποτέλεσμα, οι εμπορικοί δεσμοί μεταξύ των δύο θα συρρικνωθούν. Αυτό θα είναι οικονομικά κακό και για τις δύο πλευρές, τροφοδοτώντας τον πληθωρισμό και συγκρατώντας την ανάπτυξη.

Αλλά η έκταση της ζημίας θα εξαρτηθεί από το αν η αμοιβαία δυσπιστία επηρεάζει μόνο στρατηγικές βιομηχανίες ή κλιμακώνεται σε πλήρη ψυχρό πόλεμο. Θα εξαρτηθεί επίσης από το αν η Δύση θα μετακινήσει την παραγωγή στα εδάφη της — που θα μπορούσε να είναι ακριβό — ή θα δημιουργήσει αποθέματα κρίσιμων αγαθών, όπως ηλιακούς συλλέκτες και σπάνιες γαίες σε χώρες με χαμηλότερο κόστος.

Αποφεύγοντας την παγίδα

«Όταν ανερχόμενη δύναμη απειλεί να εκτοπίσει κυρίαρχη δύναμη, το πιο πιθανό αποτέλεσμα είναι ο πόλεμος». Αυτό έγραψε ο καθηγητής του Χάρβαρντ Γκράχαμ Άλισον, που αποκάλεσε αυτό το φαινόμενο “παγίδα του Θουκυδίδη”, από τον αρχαίο Έλληνα ιστορικό που μελέτησε πώς η Αθήνα προσπάθησε να εκτοπίσει τη Σπάρτη και να γίνει η ισχυρότερη ελληνική πόλη-κράτος τον 5ο αιώνα π.Χ.

Ο Άλισον επισημαίνει ότι ο πόλεμος δεν είναι αναπόφευκτος. Για παράδειγμα, οι Ηνωμένες Πολιτείες ξεπέρασαν ειρηνικά τη Βρετανία στις αρχές του περασμένου αιώνα και η Αμερική αντιμετώπισε την πρόκληση της Σοβιετικής Ένωσης χωρίς θερμό πόλεμο. Ο Μπάιντεν θα ήθελε επίσης να ξεπεράσει την πρόκληση από την Κίνα χωρίς να πολεμήσει. Υπάρχει επίσης ο κίνδυνος μια αποδυναμωμένη ΛΔΚ, υπό την ηγεσία ενός εθνικιστή ηγέτη, να χρησιμοποιήσει την ισχύ της πριν αυτή κορυφωθεί. Θα ήταν ιδιαίτερα επικίνδυνο αν ο Σι αντιμετώπιζε έναν εθνικιστή πρόεδρο στην Αμερική.

Ωστόσο, η Γερμανία προκάλεσε τη Βρετανία στον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο, όταν η οικονομία της ακόμη επεκτεινόταν, σύμφωνα με τον Άλισον. Έτσι, η τρέχουσα προοπτική μπορεί να είναι λιγότερο επικίνδυνη από αυτό που μέχρι πρόσφατα φαινόταν το πιο πιθανό αποτέλεσμα: μια κινεζική οικονομία που περπατούσε ως εκ θαύματος πάνω στο νερό.

REUTERS BREAKINGVIEWS

Ακολουθήστε τον ot.grστο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, στον ot.gr

Latest News

Πρόσφατα Άρθρα Partners