Σε έναν από τους βραχνάδες της ελληνικής οικονομίας εδώ και πολλά χρόνια, την εξέλιξη του δημόσιου χρέους, εκπέμπεται εδώ και καιρό μια εικόνα υγείας. Οι διευθετήσεις του 2018, με την ολοκλήρωση του τρίτου μνημονίου, η μητσοτακική (εν πολλοίς και πληθωριστική) μεγάλη ανάπτυξη και η συγκρατημένη σε σχέση με άλλες χώρες δημοσιονομική επέκταση στις απανωτές κρίσεις της τελευταίας τετραετίας, δίνουν την αίσθηση ενός συμμαζέματος. Εχει δημιουργηθεί μια προοπτική ότι πάμε καλύτερα. Το θέμα ωστόσο είναι πού βάζουμε τον πήχη. Ακούγεται στη δημόσια συζήτηση με ικανοποίηση, από αυτούς που το λένε, ότι έως το 2025 θα βρισκόμαστε σε καλύτερη θέση από πλευράς χρέους σε σχέση με την Ιταλία. Θα είναι το χρέος ως ποσοστό επί του ΑΕΠ τους υψηλότερο σε σχέση με το ελληνικό. Η «συνάντηση» εκτιμάται ότι θα γίνει στην ιλιγγιώδη περιοχή του 150% του ΑΕΠ των δύο χωρών. Αυτοί θεωρητικά θα ανεβαίνουν και εμείς θα πέφτουμε. Είναι σαφές όμως ότι εξαρτάται πώς αξιολογούμε αυτή την τάση από το αν θέλουμε να το βλέπουμε μισογεμάτο ή μισοάδειο το ποτήρι. Αν δηλαδή πρόκειται για μια ελληνική επιτυχία ή μια μεγάλη ιταλική αποτυχία. Και επίσης είναι σημαντικό εάν θέλουμε και αν μπορούμε να ζούμε με χρέος μιάμιση φορά πάνω από όσο παράγουμε σε μια χρονιά ή θεωρούμε ότι θα αναπτυσσόμαστε στο διηνεκές.

Σε κάθε περίπτωση όσο βελτιώνεται η σχέση χρέους προς ΑΕΠ και όσο το ΑΕΠ δείχνει τάσεις συγκράτησης, τόσο θα αυξάνει η ανάγκη μείωσης και του αριθμητή του κλάσματος του ονομαστικού χρέους. Επιπλέον υπάρχει το μεγάλο ορόσημο του 2032, όταν ξεπαγώνουν οι τόκοι και οι αποπληρωμές για δάνεια πολλών δισεκατομμυρίων ευρώ του δεύτερου και του τρίτου μνημονίου. Για να γίνει αντιληπτή η διαφορά, το χρέος των 357 δισ. ευρώ του 2011 απαιτούσε ετήσιους τόκους για την εξυπηρέτησή του 12-13 δισ. ευρώ, σήμερα και για τα επόμενα πολλά χρονιά το ίδιο ύψος χρέους θα απαιτεί περίπου 5 δισ. ευρώ ετησίως. Αυτό το καθεστώς το 2032 τελειώνει. Και οι τόκοι ως γνωστόν πληρώνονται από τον προϋπολογισμό, δηλαδή από τους φόρους μας. Αρα πρέπει να προετοιμαστούμε. Αν καταφέρουμε την εξαίρεση των συγκεκριμένων ποσών από τους υπολογισμούς του Συμφώνου Σταθερότητας θα είναι θετικό γεγονός, αλλά δεν σημαίνει ότι θα σταματήσουν να βαραίνουν και τον προϋπολογισμό.

Διαβάζοντας με πολύ ενδιαφέρον όσα είπε στο ένθετο του Οικονομικού Ταχυδρόμου στο «ΒΗΜΑ της Κυριακής» ο επικεφαλής του ΟΔΔΗΧ Δημήτρης Τσάκωνας, καταλαβαίνω ότι υπάρχει ένα σχέδιο που εκτελείται από πέρυσι με στόχο την αύξηση των πρόωρων αποπληρωμών. Σε λίγες μέρες θα πληρώσουμε 5,3 δισ. διμερών δανείων του πρώτου μνημονίου που έληγαν κανονικά την επόμενη διετία. Αποπληρωμές έγιναν και πέρυσι βέβαια, προς το ΔΝΤ και τις ευρωπαϊκές χώρες, αλλά σε απόλυτο μέγεθος το χρέος δεν μειώθηκε.

Η Ελλάδα σε συνεννόηση με τους δανειστές (κυρίως ESM) έχει πάρει μια πρώτη έγκριση προκειμένου να αποπληρώσει και άλλο μέρος του χρέους περίπου 5 δισ. την επόμενη διετία με χρήματα από το περίφημο «μαξιλάρι». Σε αντίθεση με ό,τι πιστεύει κομμάτι της κυβερνώσας Αριστεράς, τα χρήματα του μαξιλαριού μόνο για τέτοιου είδους χρήσεις μπορούν να πάνε. Για αποπληρωμές δανείων και ως εγγύηση για δανεισμό. Ούτε για επιδόματα, ούτε για προσλήψεις δεν μπορούν να χρησιμοποιηθούν. Μπορούν όμως να κάνουν κάτι σημαντικό. Να μειώσουν αποφασιστικά το απόλυτο χρέος της χώρας, δημιουργώντας καλύτερες προοπτικές για τις επόμενες γενιές.

Ακολουθήστε τον ot.grστο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, στον ot.gr

Latest News

Πρόσφατα Άρθρα Opinion