Οι φωτιές του πολέμου που καίνε στην Ουκρανία και στη Μ. Ανατολή, αλλά και η κινεζική στρατιωτική κινητικότητα στον Ειρηνικό έχουν δημιουργήσει μια νέα πραγματικότητα για όλον τον πλανήτη.

Έτσι, παρά το γεγονός ότι οι παγκόσμιες δαπάνες για εξοπλισμούς έφτασαν το ρεκόρ των 2,2 τρισεκατομμυρίων δολαρίων πέρυσι, τα δεδομένα οδηγούν τους παγκόσμιους αξιωματούχους που ασχολούνται με θέματα ασφάλειας σε επανεξέταση της αμυντικής ετοιμότητας των χωρών.

Προς το 4% του ΑΕΠ

Σε αυτό το πλαίσιο, υποστηρίζουν ότι το 2% των εθνικών ΑΕΠ των χωρών του ΝΑΤΟ που διατέθηκε για εξοπλισμούς μπορεί να μη φτάνει πια και ότι ίσως χρειάζεται να αυξηθούν στο 4%, δηλαδή σε επίπεδα Ψυχρού Πολέμου.

ΕΕ: Αύξηση της συνολικής αμυντικής ετοιμότητας – Τα συμπεράσματα της Συνόδου Κορυφής

Εάν υιοθετούνταν μια τέτοια πολιτική, μόνο για τις χώρες της G7 θα ισοδυναμούσε με επιπλέον δεσμεύσεις άνω των 10 τρισεκατομμυρίων δολαρίων την επόμενη δεκαετία, σύμφωνα με υπολογισμούς του Bloomberg, με επιπτώσεις που θα μεταμορφώσουν από τις αμυντικές εταιρείες και τα δημόσια οικονομικά μέχρι τις χρηματοπιστωτικές αγορές.

Η «δίδυμη» απειλή που συνιστούν από τη μια η προώθηση της Ρωσίας στην Ουκρανία και από την άλλη οι φιλοδοξίες της Κίνας σε σχέση με την Ταιβάν αλλάζει τις ισορροπίες στα εσωτερικά των δυτικών χωρών διαταράσσοντας τους προϋπολογισμούς για την υγεία, την πρόνοια, τον κρατικό δανεισμό, τους φόρους κ.λπ. προκειμένου να προσαρμοστούν σε έναν νέο ανταγωνισμό εξοπλισμών.

Η ανάλυση από το Bloomberg δείχνει πώς το αυξανόμενο βάρος της προετοιμασίας για έναν πόλεμο θα δημιουργήσει ένα νέο δημοσιονομικό υπόδειγμα για τα περισσότερα μέλη του ΝΑΤΟ.

Και μόνο η εκπλήρωση του ελάχιστου 2% του ΑΕΠ των χωρών της συμμαχίας για στρατιωτικές δαπάνες θα φρέναρε σε μεγάλο βαθμό την εξυγίανση του χρέους της ΕΕ μετά την πανδημία.

Το να φτάσουν στο 4% θα ωθούσε τις οικονομικά ασθενέστερες χώρες της ένωσης σε επώδυνες αναγκαστικές επιλογές μεταξύ ακόμη μεγαλύτερου δανεισμού, σημαντικών περικοπών σε άλλες κατηγορίες δαπανών των προϋπολογισμών τους ή, για να αποφευχθούν αυτά, σε αυξήσεις φόρων.

Η Γαλλία, η Ιταλία και η Ισπανία θα ήταν ιδιαίτερα εκτεθειμένες εάν οι επιπλέον δαπάνες χρηματοδοτηθούν μέσω των αγορών ομολόγων, με το δημόσιο χρέος της Ρώμης να εκτινάσσεται στο 179% της παραγωγής έως το 2034 από 144% φέτος, υπολογίζουν οι οικονομολόγοι.

Ακόμη και οι ΗΠΑ, οι οποίες διαθέτουν ήδη το 3,3% του ετήσιου ΑΕΠ τους για την άμυνα, θα δουν τον δανεισμό τους να αυξάνεται στο 131% από 99% την επόμενη δεκαετία, εάν αυξήσουν τις αμυντικές δαπάνες στο 4%.

Παγκόσμιο φαινόμενο

Σε κάθε περίπτωση, η αύξηση των στρατιωτικών προϋπολογισμών είναι παγκόσμιο φαινόμενο.

Οι αμυντικές δαπάνες της Κίνας θα αυξηθούν κατά 7,2% το 2024 – στο μεγαλύτερο επίπεδο σε πέντε χρόνια.

Στις ΗΠΑ, η κυβέρνηση του προέδρου Τζο Μπάιντεν θα ζητήσει αύξηση 1% για τον στρατιωτικό προϋπολογισμό.

Το πώς ένας επαναστρατιωτικοποιημένος κόσμος μπορεί να συμβιβάσει τέτοιες δεσμεύσεις με πεπερασμένα φορολογικά έσοδα και ολοένα μεγαλύτερες ανάγκες πρόνοιας και υγείας πρόκειται να γίνει ένα έντονο πολιτικό ζήτημα τα επόμενα χρόνια, προειδοποιούν οι αναλυτές.

Με αυτόν τον προβληματισμό και την προοπτική μιας δεύτερης θητείας για τον δύσπιστο απέναντι στο ΝΑΤΟ Ντόναλντ Τραμπ, οι 27 ηγέτες της ΕΕ ξεκίνησαν στα τέλη Μαρτίου δύσκολες συζητήσεις για το πώς να χρηματοδοτήσουν μια σημαντική αναμόρφωση του αμυντικού τους τομέα, διατηρώντας παράλληλα την παροχή βοήθειας προς το Κίεβο.

Τα σχόλια του Τραμπ που δημιούργησαν αμφιβολίες σχετικά με τη βοήθεια των ΗΠΑ προς την Ευρώπη σε περίπτωση πολέμου ενέτειναν αυτές τις συνομιλίες.

Πάντως, είναι διάχυτη η εκτίμηση ότι παρόλες τις ανησυχίες, τα μέλη του ΝΑΤΟ είναι απίθανο να συμφωνήσουν σε μια αύξηση του ποσοστού του ΑΠΕ τους για στρατιωτικές δαπάνες στο 4%, όταν ακόμα για το 2% που συμφωνήθηκε πέρσι υπήρξαν διαφωνίες.

Οι επενδυτές

Για τους επενδυτές, από την άλλη, η πιο ελκυστική επιλογή θα ήταν να επεκταθεί η έκδοση ομολόγων του ευρώ με από κοινού υποστήριξη που χρηματοδότησε το σχέδιο ανάκαμψης της ΕΕ μετά την πανδημία. Ένα τέτοιο σχέδιο θα επωφεληθεί από το ενδιαφέρον για περισσότερους ευρωπαϊκούς τίτλους με αξιολόγηση ΑΑΑ και θα αποτρέψει μεμονωμένες χώρες από τη μεγαλύτερη επιβάρυνση.

Παρόλα αυτά, μια παρατεταμένη περίοδος υψηλότερων επιτοκίων που τώρα φαίνεται πιθανή θα μπορούσε να αυξήσει το κόστος εξυπηρέτησης του χρέους και να περιορίσει τις επιλογές των δημόσιων οικονομικών, ειδικά εάν συνδυάζεται με σημαντικά υψηλότερες αμυντικές δαπάνες.

Και εάν οι κυβερνήσεις παρακάμψουν τις πολιτικά σκληρές αποφάσεις, το μόνο που θα καταφέρουν θα είναι να σιγουρέψουν το κόστος δανεισμού θα παραμείνει υψηλό, σύμφωνα με τον Christopher Smart, πρώην ανώτερο στέλεχος οικονομικής πολιτικής στο Υπουργείο Οικονομικών των ΗΠΑ και στον Λευκό Οίκο.

Εξοπλισμοί – κοινωνικές δαπάνες: 1-0

«Ζούμε σε έναν κόσμο όπου οι πολιτικοί προτάσσουν τις δαπάνες για εξοπλισμούς έναντι των κοινωνικών πολιτικών» είπε ο Smart, ο οποίος είναι τώρα διευθύνων συνεργάτης του Arbroath Group. «Επομένως, δεν ξέρω αν αυτό θα οδηγήσει σε δύσκολες επιλογές ή απλώς θα οδηγήσει σε μεγαλύτερο χρέος, το οποίο θα ανεβάσει τα επιτόκια».

Αυτός ο προβληματισμός βρίσκεται και πίσω από την αντίθεση που εκφράζουν εύρωστες οικονομίες στην κοινή έκδοση ομολόγων. Για παράδειγμα, ο γερμανός καγκελάριος Όλαφ Σολτς, τον περασμένο μήνα, δεν απέκλεισε κατηγορηματικά την έκδοση κοινών ομολόγων, αλλά δεν έδειξε και ιδιαίτερο ενθουσιασμό. «Δεν είμαστε τόσο μεγάλοι θαυμαστές τέτοιων ιδεών», είπε στους δημοσιογράφους.

Στο φόντο τέτοιων συζητήσεων βρίσκεται το σχέδιο του ΝΑΤΟ να πραγματοποιήσει μια από τις μεγαλύτερες αναθεωρήσεις της άμυνάς του από το τέλος του Ψυχρού Πολέμου.

«Χρειάζονται επειγόντως περισσότερα», είπε η Oana Lungescu, αναλύτρια στο thinktank RUSI με έδρα το Λονδίνο και πρώην εκπρόσωπος του ΝΑΤΟ.

«Σκεφτείτε τους επενδυτές σας»

Η συμμαχία πρέπει να καλύψει μακροχρόνια κενά όπως η αεράμυνα, να αναπληρώσει τα αποθέματα όπλων και πυρομαχικών και να συνεχίσει να επενδύει σε νέες τεχνολογίες για να διατηρήσει το πλεονέκτημά της έναντι της Ρωσίας, είπε η ίδια. Η Ουκρανία θα χρειαστεί επίσης συνεχή υποστήριξη καθώς βρίσκεται στον τρίτο χρόνο πολέμου με τη Ρωσία.

Και παρόλο που όλα αυτά συνεπάγονται ένα σημαντικό κόστος που οι πολιτικοί ηγέτες μόλις που έχουν αρχίσει να υπολογίζουν, είναι πιθανώς ακόμα καλύτερη επιλογή από το να μην το αναλάβουν τα κράτη, σύμφωνα με τον αναλυτή Johnson του MIT.

Όπως ο ίδιος λέει, οι πολιτικές ηγεσίες θα πρέπει να ζυγίσουν καλά το κόστος ανάμεσα στην αύξηση των εξοπλιστικών δαπανών και στο ενδεχόμενο να μην το κάνουν. «Τι σημαίνει αυτό για τη χώρα σας, την οικονομία σας και για τους επενδυτές;», είπε με νόημα.

Ακολουθήστε τον ot.grστο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, στον ot.gr

Latest News

Πρόσφατα Άρθρα Διεθνή