Η τιμή του φυσικού αερίου αυξάνεται με εκθετικό ρυθμό και για την ώρα ανεξέλεγκτα. Κάθε βαρέλι πετρέλαιο κοστίζει πλέον πάνω από 80 δολάρια, ενώ αρκετοί προβλέπουν ότι θα φτάσει τα 100 ως το τέλος του έτους. Η δε χρήση γαιάνθρακα, πέρα από επιβλαβής για το περιβάλλον, καθίσταται σταδιακά και οικονομικά ασύμφορη, καθώς τα δικαιώματα εκπομπής στα «χρηματιστήρια ρύπων» ακριβαίνουν διαρκώς.

Την ίδια στιγμή, η ανάπτυξη και εκμετάλλευση των ανανεώσιμων και φιλικών προς τη φύση μορφών ενέργειας αποδεικνύεται μια επίσης δαπανηρή υπόθεση. Τόσο για τους κρατικούς προϋπολογισμούς όσο και για εκείνους των νοικοκυριών, που καλούνται πρακτικά να χρηματοδοτήσουν την «πράσινη μετάβαση».

Η Γαλλία και οι άλλοι

Με βάση όλα αυτά, μπορεί κανείς να δώσει κάποιες εύλογες απαντήσεις στα ερωτήματα που αφορούν στις μεγάλες και δυσβάσταχτες αυξήσεις στα καύσιμα και τους λογαριασμούς στις χώρες που χρησιμοποιούν τις παραπάνω πρώτες ύλες. Δεν συμβαίνει το ίδιο, όμως, με την περίπτωση της Γαλλίας.

Όπως ίσως θα γνωρίζουν πολλοί, η χώρα παράγει σχεδόν το 70% της ηλεκτρικής ενέργειας που καταναλώνει από πυρηνικούς αντιδραστήρες, οι οποίοι χρησιμοποιούν πρώτη ύλη της οποίας το κόστος δεν έχει μεταβληθεί ιδιαιτέρως. Μαζί δε με τις ανανεώσιμες πηγές, (ηλιακή, αιολική κ.λπ), το παραπάνω ποσοστό φτάνει ή και ξεπερνά το 90%. Κάτι που σημαίνει, πολύ απλά, ότι το μερίδιο του φυσικού αερίου, του πετρελαίου και του γαιάνθρακα στο ενεργειακό της «χαρτοφυλάκιο» είναι μικρότερο από 10%.

«Το ερώτημα προκύπτει αντικειμενικά: Γιατί η Γαλλία υποφέρει σήμερα από τις τιμές της ηλεκτρικής ενέργειας, όπως και οι γειτονικές της χώρες, ενώ οι αυξήσεις οφείλονται κυρίως στην έκρηξη της τιμής του αερίου;», αναρωτιέται η le Monde, σε σχετική της ανάλυση που δημοσιεύτηκε στις 27 Σεπτεμβρίου.

Ο λόγος στην «αγορά»

Η ίδια σπεύδει να δώσει και την απάντηση στο παραπάνω ερώτημα που θέτει: «Η αγορά». Όπως εξηγεί στην εφημερίδα ο Ζακ Περσμπουά, καθηγητής οικονομικών στο πανεπιστήμιο του Μονπελιέ και ειδικός σε θέματα ενέργειας, «οι τιμές στην αγορά λιανικής της Γαλλίας σχετίζονται με εκείνες των γειτονικών χωρών, εξαιτίας της διασύνδεσης των δικτύων διανομής».

«Με άλλα λόγια, οι τιμές εξαρτώνται από το κόστος που προκύπτει όταν τίθεται σε λειτουργία ακόμη και ο τελευταίος σταθμός παραγωγής ενέργειας προκειμένου να δημιουργήσει το απόθεμα που θα καλύψει τη ζήτηση όταν αυτή φτάνει στα υψηλότερα επίπεδά της στο ηλεκτρικό δίκτυο. Εάν πρόκειται για μια μονάδα που λειτουργεί με πρώτη ύλη τον λιγνίτη (στη Γερμανία, για παράδειγμα) ή το αέριο, οι τιμές του ηλεκτρικού ρεύματος θα αναπροσαρμοστούν κατάλληλα», συμπληρώνει η εφημερίδα.

Άλλο παραγωγή, άλλο διανομή

Στην πράξη, όλα τα παραπάνω σημαίνουν ότι υπάρχει αυτονόμηση της παραγωγής από την τιμολόγηση – με τη διασυνδεσιμότητα των δικτύων να αποτελεί απλώς την κατάλληλη δικαιολογία. Όταν η «αγορά», δηλαδή, αποφασίζει πως η τιμή πρέπει να αυξηθεί, τότε επιβάλει την απόφασή της παντού και χωρίς εξαιρέσεις.

Η διαδικασία αυτή, προφανώς, ενισχύεται από το γεγονός ότι το δίκτυο στην Ευρώπη έχει σταδιακά και σε μεγάλο βαθμό «απελευθερωθεί» από τα δεσμά των κρατών, κατά συνέπεια και των σχετικών μηχανισμών που μπορούν να θέτουν πλαφόν στις τιμές. Είναι δε από τις περιπτώσεις που οπ μηχανισμός του «ελεύθερου ανταγωνισμού» λειτουργεί αρνητικά – πολύ περισσότερο που συνήθως οι παραγωγοί είναι διαφορετικοί από τους διανομείς.

Αυτός είναι και ο λόγος που η le Monde, στη συγκεκριμένη ανάλυση, φροντίζει να διευκρινίσει: «Η αγορά. Ή καλύτερα τα αδιέξοδά της, τα οποία καθιστούν ολοένα πιο δύσκολο να ληφθούν υπόψη τα συμφέροντα των καταναλωτών-χρηστών και, την ίδια στιγμή, οι ανάγκες που επιβάλει η κλιματική αλλαγή».

Ακολουθήστε τον ot.grστο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, στον ot.gr

Latest News

Πρόσφατα Άρθρα Ενέργεια