Η ψηφιακή εποχή δεν μπορεί να υπάρξει χωρίς αυτά τα μικροσκοπικά «πολυεργαλεία», τα οποία εφοδιάζουν ολοένα περισσότερα προϊόντα. Πρόκειται, πρακτικά, για ένα «πόλεμο για τον έλεγχο του μέλλοντός μας».

«Χωρίς τους μικροεπεξεργαστές (γνωστότερους ως μικροτσίπ), τα έξυπνα τηλέφωνά μας θα ήταν χαζά, τα αυτοκίνητά μας δεν θα μετακινούνταν, τα δίκτυα επικοινωνιών μας δεν θα λειτουργούσαν, κάθε μορφή αυτοματισμού θα ήταν αδιανόητη και η νέα εποχή της τεχνητής νοημοσύνης στην οποία εισερχόμαστε θα παρέμενε υπόθεση των βιβλίων επιστημονικής φαντασίας».

Διαβάστε επίσης: Οι ΗΠΑ «στραγγαλίζουν» τεχνολογικά την Κίνα – Πώς θα απαντήσει το Πεκίνο;

Αυτά έγραφε πρόσφατα στο Project Syndicate ένας από τους πλέον έμπειρους διπλωμάτες της Δύσης, ο Καρλ Μπιλντ, αποτυπώνοντας εύγλωττα τη σημασία αυτών των μικροσκοπικών συσκευών – πάνω από ένα τρισεκατομμύριο παράγονται ετησίως – οι οποίες έχουν μπει για τα καλά στις ζωές μας, έστω και αν είναι ουσιαστικά αόρατες.

Οι πρωταγωνιστές ανεβάζουν ταχύτητα

Συνέχισε δε, τονίζοντας το αυτονόητο: «Ο έλεγχος του σχεδιασμού, της κατασκευής και της αλυσίδας που οδηγεί στην παραγωγή αυτών των ολοένα πιο σημαντικών για τις ζωές μας προϊόντων έχει, κατά συνέπεια, ύψιστη σημασία. Ο νέος πόλεμος των τσιπ είναι ένας πόλεμος για τον έλεγχο του μέλλοντός μας».

Η αλήθεια, μάλιστα, είναι ότι ο πόλεμος αυτός έχει ήδη ξεκινήσει, εκφράζοντας και ταυτόχρονα ενισχύοντας ένα φαινόμενο που ορισμένοι ονομάζουν «τεχνολογικό εθνικισμό».

Είναι κάτι το οποίο θα μπορούσαν να επιβεβαιώσουν Αμερικανοί, Ευρωπαίοι και Κινέζοι, που πλέον δεν κρύβουν ότι έχουν εμπλακεί σε ένα τέτοιο αγώνα δρόμου. Με στόχο τόσο να διασφαλίσουν την αυτάρκειά τους και την ομαλή λειτουργία των βιομηχανιών τους όσο και να πλήξουν τους ανταγωνιστές τους όσο το δυνατόν πιο καίρια.

Οι κυρώσεις των ΗΠΑ και το «made in China 2025»

Υπό αυτό το πρίσμα, η απόφαση την οποία ανακοίνωσε στις αρχές Οκτωβρίου ο Τζο Μπάιντεν, για επιβολή δραστικών περιορισμών στις εξαγωγές προς την Κίνα αμερικανικών ημιαγωγών και της τεχνολογίας για την κατασκευή τους αποτελεί μόνο μία από τις μάχες – έστω κι αν, για την ώρα, θεωρείται από τις πλέον σημαντικές.

Στόχος του προέδρου των Ηνωμένων Πολιτειών είναι να καθυστερήσει, όσο το δυνατόν περισσότερο, τη μετατροπή της Κίνας σε μια σύγχρονη και τεχνολογικά προηγμένη υπερδύναμη, η οποία θα έχει προσαρμόσει τη βιομηχανική της παραγωγή, την επιστημονική έρευνα και τις ένοπλες δυνάμεις της στα δεδομένα της ψηφιακής εποχής.

Αυτό ακριβώς, δηλαδή, που επιδιώκει το φιλόδοξο πρόγραμμα με τίτλο «Made in China 2025», το οποίο εγκρίθηκε το 2015 και περιγράφει το μοντέλο που έχει στο μυαλό του για την Κίνα του 21ου αιώνα ο Σι Τζινπίνγκ.

Στο μυαλό του Σι

Ανάμεσα στα άλλα, ειδικά όσον αφορά τους μικροεπεξεργαστές, ο στόχος που έχει τεθεί είναι οι εγχώριες ανάγκες να καλύπτονται κατά 70% από τους εγχώριους παραγωγούς ως το 2025. Κι αυτό, πρακτικά, σημαίνει πως το Πεκίνο έχει προ πολλού αρχίσει να προετοιμάζεται για να αντιμετωπίσει τι συνέπειες του εμπάργκο που ανακοίνωσε ο Μπάιντεν και βρίσκεται σε πολύ καλύτερη θέση από ό,τι πολλοί θα ανέμεναν ή θα ήλπιζαν.

Για του λόγου το αληθές, οι 19 από τις 20 ταχύτερα αναπτυσσόμενες σήμερα εταιρείες ημιαγωγών διεθνώς είναι κινεζικές, ενώ το Πεκίνο διαθέτει τεράστια ποσά για την ανάπτυξη των κβαντικών υπολογιστών, ένα τομέα στον οποίο η Κίνα εκτιμάται ότι βρίσκεται στο ίδιο επίπεδο με τις ΗΠΑ, αν δεν τις έχει ήδη ξεπεράσει.

Δεν είναι τυχαίο ότι, σύμφωνα με όσα γράφει σε άρθρο της στους New York Times η Κινέζα οικονομολόγος Κέου Γιν, στη διάρκεια της ομιλίας του στο 20ο συνέδριο του ΚΚ που ολοκληρώθηκε πρόσφατα, ο Σι χρησιμοποίησε τη λέξη «τεχνολογία» 40 φορές, υποσχέθηκε ότι η χώρα του «θα κερδίσει τη μάχη στις τεχνολογίες-κλειδιά» και έδωσε μεγάλη έμφαση στην καινοτομία και την επίτευξη της τεχνολογικής αυτάρκειας.

Αυτό, φυσικά, δεν σημαίνει πως τα μέτρα που ανακοινώθηκαν από τον Μπάιντεν δεν θα έχουν συνέπειες. Εξάλλου, η εμπειρία της Huawei είναι ιδιαιτέρως επώδυνη για τους Κινέζους, που είδαν μία από τις «σημαίες» τους να φτάνει στα πρόθυρα της χρεοκοπίας εξαιτίας των κυρώσεων των ΗΠΑ και συνολικά της Δύσης.

Θα «πονέσουν» και οι δύο

Όπως δείχνουν, άλλωστε, τα σχετικά στοιχεία, η αλληλεξάρτηση Κίνας και ΗΠΑ στον τομέα των μικροεπεξεργαστών είναι μεγάλη: Η πρώτη εισήγαγε το 2021 τσιπ αξίας άνω των 400 δις. δολαρίων, με τα μισά σχεδόν να προέρχονται από την άλλη πλευρά του Ειρηνικού. Από την πλευρά τους, οι Αμερικανοί κατασκευαστές βλέπουν το ένα τρίτο περίπου των εσόδων τους να προέρχεται από την κινεζική αγορά.

Ταυτόχρονα, ενώ οι Αμερικανοί έχουν σήμερα προβάδισμα στην παγκόσμια αγορά όσον αφορά στους πιο εξελιγμένους ημιαγωγούς, η Κίνα έχει τα δικά της όπλα, με τα οποία μπορεί να απαντήσει: Εκεί παράγεται μεγάλο μέρος των «συνηθισμένων» μικροτσίπ, τα οποία όμως είναι απολύτως αναγκαία για την παραγωγή των αυτοκινήτων νέας γενιάς (και στις ΗΠΑ), ενώ ελέγχει και τις σπάνιες γαίες.

Έτσι, για την ώρα τουλάχιστον, ουδείς μπορεί να προβλέψει με βεβαιότητα ποιος θα πληγεί περισσότερο και ποιος θα είναι ο τελικός νικητής – εάν μπορεί να υπάρξει νικητής.

«Καμπανάκι» για την Ευρώπη

Το σίγουρο είναι ότι ο «πόλεμος των μικροτσίπ» έχει ήδη ξεκινήσει. Όπως δε σημειώνει η Λάνα Φόροουχαρ στους Financial Times, «το μόνο πράγμα που είναι χειρότερο από την εθελοτυφλία είναι το να μην είναι κανείς προετοιμασμένος για την πραγματικότητα».

Η διαπίστωση αυτή μοιάζει να αφορά περισσότερο από όλους την ΕΕ, η οποία μπαίνει καθυστερημένη στον πόλεμο. Μόλις φέτος, άλλωστε, εγκρίθηκε η αποκαλούμενη Ευρωπαϊκή Πράξη για τους Μικροεπεξεργαστές, ενώ το μερίδιο των Ευρωπαίων κατασκευαστών στην παγκόσμια αγορά ανέρχεται σήμερα μόλις στο 10%.

Ακολουθήστε τον ot.grστο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, στον ot.gr

Latest News

Πρόσφατα Άρθρα Διεθνή