Η Fed των ΗΠΑ σκοπεύει να κάνει κάτι που δεν έχει καταφέρει ξανά: να μειώσει κατά πολύ τον πληθωρισμό, χωρίς η ανεργία να φτάσει σε υψηλά επίπεδα.

Στελέχη της κεντρικής τράπεζας πιστεύουν ότι κάτι τέτοιο είναι εφικτό, με τις επικείμενες αυξήσεις των επιτοκίων, οι οποίες καθυστερούν την αύξηση της ζήτησης όσο χρειάζεται για να χαλαρώσει η υπερθερμαινόμενη οικονομία. Ωστόσο, ακόμα και ένας από τους στενότερους συμμάχους της Fed, η υπουργός Οικονομικών των ΗΠΑ, Τζάνετ Γιέλεν, διαβλέπει τον κίνδυνο αποτυχίας. «Κάτι τέτοιο χρειάζεται επιδεξιότητα και καλή τύχη», δήλωσε δημοσίως ο πρώην πρόεδρος της Fed, στην Ουάσιγκτον, την περασμένη εβδομάδα.

Κατά τη διάρκεια των τελευταίων 80 ετών, η Fed δεν έχει μειώσει ποτέ τον πληθωρισμό τόσο πολύ όσο σήμερα, κατά 4 ποσοστιαίες μονάδες – χωρίς να προκαλέσει ύφεση. Σε αυτή την περίπτωση, η κεντρική τράπεζα θα χρειαστεί μια σειρά παραγόντων που δεν θα ελέγχει η ίδια, ώστε να σταθεί τυχερή.

Ωστόσο, βάσει των ιστορικών δεδομένων υπάρχουν λόγοι οι αξιωματούχοι της Fed να είναι αισιόδοξοι, αλλά και προσεκτικοί. Σε επτά διαφορετικές περιπτώσεις, κατά τη διάρκεια των τελευταίων 80 ετών, ο πληθωρισμός έχει μειωθεί τόσο όσο η τράπεζα επιθυμεί, επιφέροντας κάθε φορά διαφορετικά αποτελέσματα. Τα στοιχεία δείχνουν ότι το επιθυμητό σενάριο είναι θεωρητικά δυνατό, παρόλο που ο κίνδυνος αποτυχίας είναι υψηλός, ειδικά επειδή η τράπεζα κυνηγάει έναν πληθωρισμό που ήδη υπάρχει, αντί να αντιμετωπίζει το πρόβλημα πριν προκύψει, όπως είχε κάνει στο παρελθόν.

Αν η Fed θέλει να προχωρήσει το έργο της με ασφάλεια, η αγορά εργασίας είναι το κλειδί. Συνήθως, κατά τη διάρκεια μιας ύφεσης, η ανεργία αυξάνεται απότομα. Το ποσοστό ανεργίας βρίσκεται στο 3,6%, ποσοστό εξαιρετικά χαμηλό, ενώ η ζήτηση για εργαζόμενους είναι τόσο έντονη που οι εταιρείες διαθέτουν εκατομμύρια κενές θέσεις εργασίας.

Οι αξιωματούχοι της Fed λένε ότι μπορούν να περιορίσουν αυτή τη ζήτηση, αναγκάζοντας τους εργοδότες να περιορίσουν τις κενές θέσεις εργασίας, χωρίς να απολύσουν τους υπάρχοντες εργαζόμενους, και να περιορίσουν τον πληθωρισμό χωρίς ύφεση – αυτό που οι οικονομολόγοι θα ανέφεραν ως «ήπια προσγείωση».

«Κανείς δεν περιμένει η επίτευξη μιας ήπιας προσγείωσης να είναι απλή στην παρούσα φάση – πολύ λίγα είναι αυτά που είναι ξεκάθαρα προς το παρόν», δήλωσε ο πρόεδρος της Fed, Τζερόμ Πάουελ, τον προηγούμενο μήνα. Η κεντρική τράπεζα, συνέχισε ο ίδιος, αντιμετωπίζει ένα «δύσκολο έργο».

Σενάρια προσγείωσης

Στις αρχές του 1980, οι ΗΠΑ βίωσαν μια κλασική σκληρή προσγείωση, όπως την αποκαλούν οι οικονομολόγοι – πέφτοντας σε βαθιά ύφεση με διψήφιο ποσοστό ανεργίας, αφού η Fed ώθησε το επιτόκιο αναφοράς της σε σχεδόν 20%, ώστε να καταφέρει να τιθασεύσει τον υψηλό πληθωρισμό, ο οποίος, εδώ και μία δεκαετία, κυμαίνεται σε υψηλά επίπεδα.

Οι ΗΠΑ είχαν λιγότερο σοβαρές, αλλά ανώμαλες προσγειώσεις, κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1950, οι οποίες χαρακτηρίζονται από σύντομες αυξήσεις του πληθωρισμού και ύφεση. Κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου, το ποσοστό ανεργίας σπάνια άγγιζε πολύ υψηλά επίπεδα, ακόμη κι όταν η οικονομική παραγωγή συρρικνωνόταν.

Η δεκαετία του 1970 χαρακτηρίζεται από αποτυχημένες προσγειώσεις, όταν ο πληθωρισμός μειώθηκε σημαντικά και, στη συνέχεια, παρασύρθηκε υψηλότερα, ταλαιπωρημένος από εξωτερικούς κλυδωνισμούς, όπως το εμπάργκο πετρελαίου του ΟΠΕΚ και διάφορα λάθη πολιτικής, όπως π.χ. οι δισταγμοί της κεντρικής τράπεζας να αυξήσει επιθετικά τα επιτόκια.

Μοτίβα προσγείωσης

Έχουν σημειωθεί, ωστόσο, και ήπιες προσγειώσεις στην οικονομία των ΗΠΑ, σχετικά πιο πρόσφατα, το 1994. Ο πρόεδρος της Fed, Άλαν Γκρίνσπαν, αύξησε απότομα τα επιτόκια στο 6%, τον Φεβρουάριο του 1995, από το 3% ένα χρόνο νωρίτερα, και το ποσοστό ανεργίας συνέχισε να μειώνεται. Σε αντίθεση με το 1994, ωστόσο, η Fed, σήμερα, προσπαθεί να μειώσει τον πληθωρισμό, ο οποίος είναι ήδη πολύ υψηλός, αντί να τον εμποδίσει να αυξηθεί, όπως έκανε, τότε, ο Γκρινσπαν.

Αξιωματούχοι της Fed έχουν αναφέρει ότι, παρόλο που επιδιώκουν ομαλή προσγείωση, θα αυξήσουν τα επιτόκια όσο χρειάζεται για να μειώσουν τον πληθωρισμό, ακόμα κι αν αυτό έχει ως αποτέλεσμα την ύφεση.

«Αυτό που σκέφτομαι για την Fed, αυτή τη στιγμή, είναι ότι ο στόχος της είναι να ακολουθήσει μία πολιτική σαν αυτή του 1994. Ωστόσο, οι πολίτες δεν είναι, σήμερα, φοβισμένοι, όπως ήταν τότε εξαιτίας της πολιτικής του 1980, ή τουλάχιστον τόσο φοβισμένοι όσο πίστευα ότι θα ήταν», δήλωσε ο Τζον Τούρεκ, ιδρυτής της εταιρείας έρευνας πολιτικής JST Advisors.

Η ελπίδα της Fed

Ακόμη και πριν την εισβολή της Μόσχας στην Ουκρανία, τον Φεβρουάριο, ο Πάουελ προετοίμαζε το έδαφος για μια πιο επιθετική σειρά αυξήσεων επιτοκίων, εξαιτίας ανησυχιών υπερθέρμανσης της αγοράς εργασίας. Ο πόλεμος και τα νέα περιοριστικά μέτρα κατά του κορωνοϊού στην Κίνα, τα οποία έχουν αυξήσει τις τιμές, ενώ διαταράσσουν περαιτέρω τις εφοδιαστικές αλυσίδες, έχουν κάνει τη ζωή δυσκολότερη για τη Fed.

Οι τιμές καταναλωτή αυξήθηκαν κατά 6,4%, τον Φεβρουάριο, σε σύγκριση με έναν χρόνο πριν, σύμφωνα με το προτιμώμενο μέτρο της Fed, τον δείκτη τιμών των προσωπικών καταναλωτικών δαπανών του Υπουργείου Εμπορίου. Οι βασικές τιμές, οι οποίες αποκλείουν τις διακυμάνσεις των τιμών των τροφίμων και της ενέργειας, αυξήθηκαν κατά 5,4%. Αυτές οι ενδείξεις ήταν οι υψηλότερες εντός περίπου τεσσάρων δεκαετιών.

Η ζήτηση αυξήθηκε από τα χαμηλά επιτόκια και τα 6,4 τρισεκατομμύρια δολάρια κυβερνητικού δανεισμού και δαπανών από τότε που ξέσπασε ο κορωνοϊός. Οι επιχειρήσεις και τα νοικοκυριά ξόδεψαν τα χρήματα ταχύτερα από τους ρυθμούς προσφοράς αγαθών και υπηρεσιών μιας οικονομίας που μαστίζεται από πανδημία και, στη συνέχεια, οι τιμές εκτοξεύτηκαν στα ύψη.

«Έχουμε επενδύσει σημαντικά στην επεκτατική πολιτική, με καλές προθέσεις, αλλά προβλέψιμα αποτελέσματα», δήλωσε ο Ρόμπερτ Χολ, καθηγητής Πανεπιστημίου του Στάνφορντ που διευθύνει την επιτροπή του Εθνικού Γραφείου Οικονομικών Ερευνών, που ορίζει χρονολογικά τις αρχές και το τέλος των επεκτάσεων.

Η Fed αύξησε τα επιτόκια από σχεδόν μηδέν, τον περασμένο μήνα, κατά ένα τέταρτο της ποσοστιαίας μονάδας και σημείωσε μία σειρά αυξήσεων τη φετινή και την επόμενη χρονιά. Οι αυξήσεις των επιτοκίων αποσκοπούν στην επιβράδυνση της ζήτησης με τον περιορισμό του δανεισμού των καταναλωτών και των επιχειρήσεων.

Στο σενάριο που χάραξαν οι αξιωματούχοι της Fed, το επιτόκιο αναφοράς τους πρόκειται να αυξηθεί σε περίπου 2,75%, μέχρι το τέλος του επόμενου έτους, λίγο περισσότερο, δηλαδή, από τις εκτιμήσεις ενός επιτοκίου το οποίο δεν ωθεί αλλά ούτε επιβραδύνει την ανάπτυξη.

Προβλέπουν ότι ο πληθωρισμός θα μειωθεί ελαφρώς σε περισσότερο από 2%, έως το 2024, σπάνια μείωση κατά 4 ποσοστιαίες μονάδες, σε λιγότερο από τρία χρόνια. Βλέπουν την οικονομική παραγωγή να αυξάνεται με ρυθμό μεταξύ 2% και 3%, ενώ η ανεργία παραμένει σε ποσοστά χαμηλότερα του 4%.

«Αυτό το σενάριο μου φαίνεται απίθανο», δήλωσε η Έλεν Μιντ, η οποία αποσύρθηκε από την Fed, τον περασμένο Αύγουστο, όπου διατελούσε ως ανώτερος σύμβουλος πολιτικής. «Δεν υπάρχουν πολλές πιθανότητες να συμβεί αυτό, χωρίς κάποια ανώμαλη προσγείωση».

Ο Τζον Τέιλορ, οικονομολόγος στο Πανεπιστήμιο του Στάνφορντ, ο οποίος είναι ο συγγραφέας ενός σημαντικού κανόνα που καθορίζει την πολιτική με το όνομα «κανόνας Taylor», αναφέρει ότι, βάσει του κανόνα αυτού η Fed, αυτή τη στιγμή, πρέπει να ορίσει επιτόκια στο 5%. Επειδή η Fed είναι απίθανο να αυξήσει τόσο δραματικά τα επιτόκιά της, εντός ενός έτους, ανέφερε ότι οι αξιωματούχοι θα πρέπει να αυξήσουν τα επιτόκια στο 3%, μέχρι τον Δεκέμβριο, και έπειτα να συνεχίσουν και με άλλες αυξήσεις των επιτοκίων, εκτός εάν μειωθεί ο πληθωρισμός.

«Δεν είναι η μόνη φορά στην ιστορία που έχουν μείνει πίσω. Εντούτοις, αυτή τη φορά έχουμε μείνει εντυπωσιακά πίσω», δήλωσε ο Τέιλορ. «Πρέπει να καλύψουν τη διαφορά και να το κάνουν με συστηματικό και κατανοητό τρόπο.»

Διόρθωση ανισορροπιών

Η επιτυχία της Fed θα εξαρτηθεί από διάφορους παράγοντες που δεν ελέγχει η ίδια. Αυτοί αφορούν το εάν ο παγκόσμιος ενεργειακός εφοδιασμός ανακάμπτει από το σοκ της εισβολής της Ρωσίας στην Ουκρανία, μειώνοντας, έτσι, τις τιμές της ενέργειας· από το εάν οι περιθωριοποιημένοι εργαζόμενοι των ΗΠΑ επανενταχθούν στο εργατικό δυναμικό, μειώνοντας, έτσι, την έλλειψη εργατικού δυναμικού και τις μισθολογικές πιέσεις· από το εάν, τελικά, τα κινεζικά εργοστάσια θα ανοίξουν παρά τις νέες δυσκολίες εξαιτίας του κορωνοϊού, αντιμετωπίζοντας έτσι εμπόδια στις εφοδιαστικές αλυσίδες· και από το εάν, τελικά, ο κορωνοϊός υποχωρήσει οριστικά στις ΗΠΑ, θέτοντας, έτσι, τέλος και σε άλλες οικονομικές διαταραχές που σχετίζονται με την πανδημία, όπως, π.χ., το κλείσιμο  των επιχειρήσεων.

Η δουλειά της Fed θα είναι ευκολότερη, εάν χαλαρώσουν οι περιορισμοί στον εφοδιασμό. Ειδάλλως, η κεντρική τράπεζα θα πρέπει να ωθήσει τα επιτόκια υψηλότερα, ώστε να περιορίσει τη ζήτηση, με κίνδυνο την πρόκληση μεγαλύτερης ζημίας στην οικονομία.

Πολλά από αυτά συνοψίζονται στην αγορά εργασίας.

Τον Φεβρουάριο, οι εταιρείες στις ΗΠΑ ανέφεραν 11,3 εκατομμύρια κενές θέσεις εργασίας, τέσσερα εκατομμύρια περισσότερες από ό,τι πριν την πανδημία, αριθμός που ακόμη και τότε αποτελούσε αριθμό ρεκόρ. Οι νέες αυτές θέσεις εργασίας σημαίνουν ότι οι επιχειρήσεις ανταγωνίζονται για τους λιγοστούς εργαζόμενους πλειοδοτώντας μισθούς, γεγονός που τις πιέζει να αυξήσουν τις τιμές, για να διατηρήσουν τα κέρδη τους ισχυρά.

Μέρος αυτού του χάσματος οφειλόταν στην έλλειψη εργαζομένων. Το ποσοστό συμμετοχής του εργατικού δυναμικού των ΗΠΑ, στο 62,4%, τον Μάρτιο, ήταν ακόμα μια ποσοστιαία μονάδα κάτω από τα προπανδημικά επίπεδα, πράγμα που σημαίνει ότι λιγότεροι εργαζόμενοι ψάχνουν για θέσεις εργασίας.

Η αναντιστοιχία προκλήθηκε, επίσης, από προσλήψεις με γνώμονα τη ζήτηση από εργοδότες. Από τον Φεβρουάριο, οι συνολικές θέσεις εργασίας (κενές και μη) έχουν υπερβεί το συνολικό αριθμό των εργαζομένων κατά το μεγαλύτερο περιθώριο από το Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, σύμφωνα με ανάλυση της Goldman Sachs.

Οι αναλυτές της Goldman εκτιμούν ότι η Fed μπορεί να επιτύχει τον στόχο μείωσης του πληθωρισμού και επιβράδυνσης των ανοδικών μισθολογικών πιέσεων, μειώνοντας τις θέσεις εργασίας κατά περίπου 2,5 εκατομμύρια.

Εάν τα ποσοστά συμμετοχής του εργατικού δυναμικού επανέλθουν στα προπανδημικά επίπεδα, αυτό θα προσθέσει περίπου ένα εκατομμύριο εργαζόμενους, εκτιμά η Goldman, καθιστώντας το έργο της Fed για την άμβλυνση των ανισορροπιών προσφοράς και ζήτησης στην αγορά εργασίας κάπως ευκολότερο.

Τις τελευταίες εβδομάδες, αξιωματούχοι της Fed έχουν επικεντρωθεί στη λογική αυτή.

«Οι επιχειρήσεις έχουν το περιθώριο να μειώσουν τον αριθμό των θέσεων εργασίας», δήλωσε η Λίελ Μπρέιναρντ, κυβερνήτης της Fed που περιμένει την έγκριση της Γερουσίας για να γίνει αντιπρόεδρος της Fed, σε συνέντευξή της στην εφημερίδα The Wall Street Journal, την περασμένη εβδομάδα. «Θεωρώ ότι αυτό συνάδει τόσο με τη μείωση του πληθωρισμού όσο και με τη διατήρηση της ανάκαμψης.»

Η οπτική από το Γκίλμπερ

Ο Tad Peelen, συνιδιοκτήτης μίας αλυσίδας εστιατορίων στο Γκίλμπερ της Αριζόνα, βιώνει και ο ίδιος την πολυπλοκότητα αυτών των αναντιστοιχιών προσφοράς και ζήτησης. Για μήνες δυσκολευόταν να προμηθευτεί προϊόντα, όπως ποτήρια από πλαστικό αφρό, και δεν μπορούσε να τα πάρει μέσω των κανονικών καναλιών προμηθευτών. Για λίγο πίστευε ότι το πρόβλημα ήταν οι διαταραχές της παραγωγής που σχετίζονται με τον κορωνοϊό. Θεωρεί, όμως, ότι το ζήτημα αυτό έχει αλλάξει τους τελευταίους 12 μήνες. Σήμερα, πιστεύει ότι πολλοί προμηθευτές δεν διαθέτουν εμπορεύματα επειδή υπάρχουν πολλοί ανταγωνιστές στον τομέα του.

Τα προβλήματά του, ωστόσο, δεν περιορίζονται μόνο στα ποτήρια.

«Είχαμε όλοι καταλήξει στο ότι δεν υπήρχαν πολλοί εργαζόμενοι να διαλέξουμε, αλλά η δεξαμενή των εργαζομένων, οι οποίοι είναι έτοιμοι να πάνε να εργαστούν σε εστιατόρια είναι το ίδιο μέγεθος ή και μεγαλύτερο ακόμη σε σχέση με τα προπανδημικά επίπεδα», προσέθεσε ο ίδιος. «Ο λόγος που αντιμετωπίζουμε όλες αυτές τις δυσκολίες είναι επειδή ανοίγουν πάρα πολλά εστιατόρια. Αυτό βγάζει νόημα.»

Ανέφερε ότι θα επικροτούσε μια μέτρια επιβράδυνση, η οποία θα αποτελούσε ευκαιρία να δώσει στους εργαζομένους του ένα διάλειμμα, ενώ ενδέχεται επίσης να επιβραδύνει τις αυξήσεις του κόστους για τις προμήθειες.

Παραλληλισμοί με τη δεκαετία του 1950

Η έρευνα του Χολ απέδειξε ότι η ανεργία ακολούθησε προβλέψιμα πρότυπα κατά τη διάρκεια και μετά την ύφεση για αρκετές δεκαετίες – απότομες αυξήσεις του ποσοστού ανεργίας κατά τη διάρκεια της ύφεσης και στη συνέχεια αργές, σταθερές μειώσεις κατά τη διάρκεια των επεκτάσεων, ένα πρότυπο που κράτησε από τη δεκαετία του 1960 μέχρι το 2020.

Η πανδημία ανακάτεψε αυτά τα μοτίβα, με το σενάριο της αργής παρακμής να αντικαθίσταται από εκπληκτικά γρήγορη πτώση. Το ποσοστό ανεργίας αυξήθηκε, κατά τη διάρκεια της πανδημίας, από 3,5% τον Φεβρουάριο του 2020 σε σχεδόν 15% δύο μήνες αργότερα και, στη συνέχεια, υποχώρησε, σε 3,6% τον Μάρτιο.

Είπε ότι τα μοτίβα που βλέπει σήμερα στην ανεργία μοιάζουν περισσότερο με αυτά της δεκαετίας του 1950, όταν λέει ότι υπήρχε «υψηλότερη αστάθεια στα πάντα».

Οι ΗΠΑ φέρουν μια άλλη οικονομική ομοιότητα με τις δεκαετίες του 1940 και του 1950, η οποία παρήγαγε ανώμαλες προσγειώσεις. Όπως τότε, διανύει έναν κύκλο παραγκωνισμού της δημοσιονομικής πολιτικής.

Μεταξύ 2020 και 2021, οι ομοσπονδιακές δαπάνες αυξήθηκαν από 21% του ακαθάριστου εγχώριου προϊόντος σε 31% του ακαθάριστου εγχώριου προϊόντος και προβλέπεται από το Γραφείο Διαχείρισης και Προϋπολογισμού του Λευκού Οίκου να επανέλθουν στο 24% του ΑΕΠ, το 2022, και σε λιγότερο από 23% του ΑΕΠ, το 2023. Αυτές είναι οι μεγαλύτερες διακυμάνσεις στις ομοσπονδιακές δαπάνες από τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, μια περίοδο που η Fed διατήρησε, επίσης, τα επιτόκια χαμηλά, για να υποστηρίξει την οικονομία της, η οποία είχε ήδη πληχθεί από την ύφεση και την πολεμική προσπάθεια.

Σε σύγκριση με σήμερα, το ποσοστό ανεργίας ήταν λιγότερο ασταθές, κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1950, καθώς η Fed προσπάθησε να σταθεροποιήσει τον πληθωρισμό, ο οποίος άγγιξε κατά μέσο όρο το 4,5% και ξεπέρασε το 7% μόνο για δύο μήνες καθ’όλη τη διάρκεια της δεκαετίας.

Η κα Μπρέιναρντ είπε ότι η μείωση των δημοσιονομικών κινήτρων θα βοηθούσε, αυτή τη φορά, να περιοριστεί η ζήτηση.

Υπάρχει ένας άλλος παραλληλισμός που δίνει κάποια ελπίδα στην Fed να καταφέρει το έργο της, χωρίς η ανεργία να αγγίξει υψηλά επίπεδα: η Ιαπωνία. Κατά κανόνα, η Ιαπωνία έχει βιώσει επτά υφέσεις, από τα μέσα της δεκαετίας του 1990, και το ποσοστό ανεργίας της δεν ξεπέρασε ποτέ το 5%. Η γήρανση του εργατικού δυναμικού σήμαινε ότι ακόμη και όταν η οικονομική παραγωγή συρρικνώθηκε, δεν υπήρχαν πολλοί άνθρωποι που ήθελαν δουλειά και δεν μπορούσαν να βρουν.

Προς το παρόν, οι αξιωματούχοι της Fed συμφωνούν ότι θα πρέπει να επιδιώξουν να αυξήσουν τα επιτόκια γρήγορα σε ένα επίπεδο που δεν παρέχει πλέον κίνητρα. Ενδέχεται να εγκρίνουν την αύξησή τους κατά μισό τοις εκατό, στη συνάντησή τους, τον επόμενο μήνα, και, πιθανότατα, ξανά τον Ιούνιο. Η Fed δεν έχει προβεί σε τόσο μεγάλη αύξηση των επιτοκίων από το 2000.

Μεταφράστηκε στα Ελληνικά από τον Οικονομικό Ταχυδρόμο

Πρόσφατα Άρθρα