Σε πείσμα μιας προσπάθειας να παρουσιαστεί η τρέχουσα κρίση στις κατασκευαστικές εταιρείες στην Κίνα ως κάτι παρόμοιο με την κρίση της στεγαστικής πίστης στις ΗΠΑ, που οδήγησε στην παγκόσμια οικονομική κρίση του 2008, μια πιο προσεκτική ματιά δείχνει ότι τα πράγματα είναι αρκετά διαφορετικά.
Κίνα: Απειλείται με νέα κρίση ακινήτων
Καταρχάς, παρά το μέγεθος των εταιρειών που ασχολούνται με την μαζική κατασκευή κατοικιών και σήμερα αντιμετωπίζουν σοβαρά προβλήματα, συμπεριλαμβανομένης της υπερχρέωσής τους, στην περίπτωση της Κίνας απουσιάζουν τα στοιχεία που έκαναν την κρίση της στεγαστικής πίστης μια συστημική κρίση.
Η Κίνα δεν διαθέτει στεγαστικά δάνεια ανάλογα με τα διαβόητα αμερικανικά subprime, δηλαδή δάνεια σε δανειολήπτες που εμφανώς δεν είχαν εξαρχής τα εχέγγυα για να πάρουν δάνειο, αλλά οι τράπεζες θεωρούσαν ότι αυτό το ρίσκο μπορούσαν μετά να το διαχειριστούν με επάλληλους κύκλους τιτλοποίησης. Ούτε στην Κίνα υπάρχουν ενυπόθηκα δάνεια με απαίτηση προκαταβολής μόλις 5%. Ούτε χορηγούνται στην Κίνα στεγαστικά δάνεια με ελλιπή τεκμηρίωση – τα λεγόμενα liar loans. Δηλαδή, απουσιάζουν βασικά στοιχεία που πυροδότησαν την κρίση των στεγαστικών δανείων το 2008.
Η ιδιαιτερότητα της κινεζικής «φούσκας ακινήτων»
Τα προβλήματα με τον κατασκευαστικό – στεγαστικό κλάδο στην Κίνα είναι διαφορετικά. Όταν πάρθηκε η απόφαση, ήδη από τη δεκαετία του 1980 για εγκατάλειψη της προηγούμενης εκδοχής «σοσιαλιστικής οικοδόμησης» και προκρίθηκε μια εκδοχή ταχείας καπιταλιστικές ανάπτυξης, αυτό πυροδότησε για μία από τις μεγαλύτερες εσωτερικές μεταναστεύσεις στην παγκόσμια ιστορία, καθώς σχεδόν 700 εκατομμύρια Κινέζοι μετακινήθηκαν από την αγροτική ενδοχώρα προς τις πόλεις.
Όμως, αυτοί οι άνθρωποι έπρεπε να βρουν και κάπου να μείνουν. Αυτό σήμαινε τη μεγαλύτερη τέτοια έκρηξη κατασκευής οικιών στην ιστορία. Όμως, ακριβώς επειδή το Κινεζικό Κομμουνιστικό Κόμμα είχε σαφώς πάρει την επιλογή ως προς αυτό το ζήτημα να επιμείνει στον «καπιταλιστικό δρόμο», αυτό δεν έγινε με όρους ενός τεράστιου προγράμματος κοινωνικής κατοικίας.
Αντιθέτως, προκρίθηκε η «αντιγραφή» ενός μοντέλου ανάλογου με τη Δύση, δηλαδή διαμόρφωση πολύ μεγάλων ιδιωτικών κατασκευαστικών ομίλων που στηρίζονται στον γενναίο δανεισμό που είχαν από τις τράπεζες για να μπορέσουν να κατασκευάσουν αυτόν τον τεράστιο όγκο κατοικιών.
Ταυτόχρονα, αυτό γέννησε μια σημαντική πηγή εσόδων για τις τοπικές κυβερνήσεις, που μπορούσαν να έχουν μια σταθερή πηγή εισοδήματος μέσα από πωλήσεις εκτάσεων που είχαν, ενώ γύρω από αυτές τις συναλλαγές υπήρξαν και πρακτικές διαφθοράς.
Όλα αυτά διαμόρφωσαν μια μεγάλη «φούσκα ακινήτων» και περίπου το ένα τέταρτο του ΑΕΠ της Κίνας αφορούσε το real estate, με αρκετά κεφάλαια να εισρέουν εκεί.
Η απόφαση της κινεζικής κυβέρνησης να «σφίξει τα λουριά»
Απέναντι σε αυτή την πραγματικότητα η ηγεσία του κυβερνώντος Κινεζικού Κομμουνιστικού Κόμματος αποφάσισε να ήδη από το 2020 να ακολουθεί μια περιοριστική πολιτική απέναντι στον κατασκευαστικό τομέα και την αγορά ακινήτων, ουσιαστικά αποκόπτοντας τις μεγάλες εταιρείες από την απεριόριστη πρόσβαση σε δανεισμό που είχαν και που είχε οδηγήσει και σε κάθε λογής ανολοκλήρωτα πρότζεκτ.
Αυτό άσκησε μεγάλη πίεση στις μεγάλες εταιρείες που εμπλέκονται στην κατασκευή στεγαστικών έργων, όπως την Evergrade κα την Country Gardens, με αποτέλεσμα να μην μπορούν να αποπληρώσουν ορισμένα από τα ομόλογα και άλλα οχήματα δανεισμού είχαν χρησιμοποιήσει.
Ούτως ή άλλως τον τόνο τον είχε δώσει ο ίδιος ο Σι Τζινπίνγκ όταν είχε δηλώσει ότι «τα σπίτια είναι για να κατοικούνται, όχι για να γίνεται κερδοσκοπία».
Ουσιαστικά, με αυτόν τον τρόπο η κεντρική κυβέρνηση και η ηγεσία του ΚΚΚ στέλνουν το μήνυμα ότι οι καιροί έχουν αλλάξει και πλέον θα υπάρχει πολύ πιο κεντρικός έλεγχος σε τέτοιες χρηματοδοτήσεις.
Αυτό δεν αφορά μόνο τις ίδιες τις εταιρείες του κατασκευαστικού – στεγαστικού κλάδου αλλά και τις τοπικές κυβερνήσεις.
Σε όλα αυτά μετράει και ένας υπολογισμός που φαίνεται ότι κάνει η κεντρική κυβέρνηση στο Πεκίνο ως προς το πιο θα μπορούσε να είναι το συνολικό κόστος από το ενδεχόμενο μαζικών χρεοκοπιών στον μεγάλο όγκο δανειακών χρηματοδοτήσεων που έχουν γίνει μέσω τοπικών κυβερνήσεων. Ακόμη και εάν αναλάβει η κεντρική κυβέρνηση των εξυπηρέτηση αυτών των χρηματοδοτήσεων το κόστος δεν θα είναι τεράστιο, την ώρα που η αξία των κρατικής ιδιοκτησίας επιχειρήσεων που ανήκουν στις τοπικές κυβερνήσεις είναι αρκετά υψηλή, ώστε ακόμη και εάν υποθέσει κανείς μια μερική απαξίωση να εξακολουθούν να αντισταθμίσουν το χρέος. Επιπλέον, τα ενυπόθηκα δάνεια στην Κίνα καλύπτουν μικρότερο ποσοστό της αξίας κάθε ακινήτου, σε αντίθεση με τις ΗΠΑ όπου κάλυπτα κατά μέσο όσο περίπου το 80% της αξίας του ακινήτου.
Όλα αυτά παραπέμπουν σε ένα πραγματικό κόστος που, όμως, δεν θα πυροδοτήσει μια συστημική κρίση ή οικονομική κρίση, ανάλογη με αυτή του 2008.
Ένας πολιτικός σχεδιασμός
Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι στον βραχύ χρόνο όλα αυτά θα έχουν πραγματικό οικονομικό κόστος. Το γεγονός ότι υπάρχει μια υποχώρηση στις τιμές των ακινήτων στην Κίνα το τελευταίο διάστημα, στοιχείο που καθαυτό σημαίνει υποχώρηση της στεγαστικής φούσκας και ταιριάζει στο «κοινωνικό προφίλ» της κινεζικής ηγεσίας, σημαίνει ότι οι εταιρείες του κατασκευαστικού – στεγαστικού κλάδου θα δεχτούν ακόμη μεγαλύτερη πίεση καθώς το χρέος τους είναι μεγάλο και τα έσοδα τους περιορίζονται.
Την ίδια ώρα η πίεση μεταφέρεται και στον τραπεζικό κλάδο. Οι τράπεζες προσφέρουν δανειακές λύσεις στις τοπικές κυβερνήσεις με μεγαλύτερη διάρκεια αποπληρωμής για να μπορέσουν να βοηθήσουν την κατάσταση, κάτι που όμως περιορίζει και τα περιθώρια κέρδους τους. Αυτό αντανακλάται και στην υποχώρηση των μετοχών τους.
Ωστόσο, θα ήταν μάλλον υπερβολή να πούμε, σε αυτό το στάδιο τουλάχιστον, ότι αυτό θα μετατραπεί σε αφετηρία μιας μεγάλης κρίσης, παρότι έχει και διεθνή αντίκτυπο καθώς ένα μέρος αυτού του χρέους είναι και εκτός συνόρων.
Ωστόσο, την ίδια στιγμή είναι σαφές το πολιτικό αποτύπωμα των κινήσεων της κεντρικής κυβέρνησης που προσπαθεί να διαμορφώσει ένα πιο αυστηρό πλαίσιο σε έναν τομέα που μέχρι τώρα τον είχε αφήσει να αναπτύσσεται με όρους αμιγώς ελεύθερης αγοράς και δη με χαρακτηριστικά «φούσκας».
Την προσπάθεια της ηγεσίας Σι Τζινπίνγκ να αλλάξει τους κανόνες του παιχνιδιού σε μια κατεύθυνση μεγαλύτερου ελέγχου την είχαμε δει άλλωστε και σε σχέση με την πίεση που ασκήθηκε σε εταιρείες του τεχνολογικού κλάδου, για να μην κινούνται αυτόνομα σε σχέση με τον όποιο κεντρικό σχεδιασμό ή να μην υπερεκτιμούν την πραγματική ισχύ τους, κάτι που διαπίστωσε μάλλον οδυνηρά ο Τζακ Μα της Alibaba.
Βεβαίως την ίδια στιγμή υπάρχουν όρια στο πώς σκέφτεται την νέα εποχή ενός μεγαλύτερου «ελέγχου» στην οικονομία η ηγεσίας του ΚΚΚ. Παρ’ όλες τις συζητήσεις για την αλλαγή κατεύθυνσης στον κατασκευαστικό – στεγαστικό κλάδο, για παράδειγμα, δεν έχει π.χ. τεθεί ζήτημα στροφής προς μεγάλα προγράμματα δημόσιας κατοικίας.