Αυτά που ζητά η Ουκρανία από τους Ευρωπαίους είναι πολύ απλά στην κατανόησή τους και η ηγεσία της μοιάζει να τα θεωρεί περίπου αυτονόητα. Επειδή όμως ορισμένοι Ευρωπαίοι, κυρίως οι Γερμανοί και οι Γάλλοι, διστάζουν και προβάλλουν ενστάσεις, το Κίεβο είναι έτοιμο να βάλει στη «μαύρη λίστα» του κάποιους ηγέτες, όπως ο Εμανουέλ Μακρόν και ο Όλαφ Σολτς – αν δεν τους έχει ήδη… επικηρύξει πολιτικά.
Ποια είναι, όμως, αυτά τα αιτήματα; Πρώτον, να διακόψουν άμεσα οι Ευρωπαίοι κάθε επικοινωνία με τον Βλαντιμίρ Πούτιν, όπως και κάθε οικονομική και εμπορική σχέση με τη Ρωσία, μαζί και τις εισαγωγές πετρελαίου και φυσικού αερίου από αυτήν, αδιαφορώντας για το κόστος και τις συνέπειες που θα έχουν. Το μήνυμα του Βολοντίμιρ Ζελένσκι και των συνεργατών του είναι σαφές: Εμείς πολεμάμε και έχουμε χιλιάδες νεκρούς, εσείς γιατί να μην «πονέσετε» λίγο για να μας συμπαρασταθείτε;
Δεύτερον, οι «27» να εφοδιάσουν τον ουκρανικό στρατό με ό,τι πιο αποτελεσματικό διαθέτουν στα οπλοστάσιά τους: Με πυραύλους, τανκς και πυροβόλα, με αεροπλάνα και αντιαεροπορικά, με ραντάρ και ηλεκτρονικά μέσα. Το καλύτερο δε θα ήταν να του διασφαλίσουν μια ζώνη απαγόρευσης πτήσεων, έτσι ώστε να ακυρωθεί η συντριπτική αεροπορική υπεροχή της Ρωσίας – έστω κι αν αυτό μπορεί να σημάνει απευθείας σύγκρουση μαζί της.
Τρίτον, να ανοίξουν άνευ όρων και χωρίς καθυστέρηση τις πύλες της ΕΕ στην Ουκρανία. Μαζί δε με αυτό, να παραχωρήσουν μια λευκή επιταγή στην κυβέρνησή της, η οποία θα μπορεί να συμπληρώσει ελεύθερα το ποσό που θα είναι σε θέση να αντλήσει από τα ταμεία των Βρυξελλών – χωρίς, βεβαίως, κανενός είδους να αναλάβει κάποια υποχρέωση να επιστρέψει τα χρήματα, όταν σταματήσει ο πόλεμος.
Κήρυξη πολέμου
Αν το καλοσκεφτεί κανείς, αυτό που ζητά το Κίεβο και ο Ζελένσκι δεν είναι τίποτε περισσότεροι και τίποτα λιγότερο από το να κηρύξει η ΕΕ πόλεμο στη Ρωσία – έστω κι αν δεν στείλει τους στρατιώτες της (παρά μόνο τους μισθοφόρους εθελοντές) να πολεμήσουν, να πεθάνουν ή να συλληφθούν στα πεδία των μαχών.
Το πρόβλημα είναι πως Γερμανοί και Γάλλοι δεν δείχνουν ιδιαιτέρως πρόθυμοι να κάνουν κάτι τέτοιο, έστω κι αν συνεχίζουν να καταδικάζουν απερίφραστα τη ρωσική εισβολή, επαναλαμβάνουν σε όλους τους τόνους ότι στηρίζουν την Ουκρανία, την ανεξαρτησία της και την εδαφική της ακεραιότητα, ενώ τάσσονται και υπέρ της διεύρυνσης του ΝΑΤΟ με τις δύο σκανδιναβικές χώρες, Φινλανδία και Σουηδία. Ορισμένες φορές, μάλιστα, μοιάζουν να… εκνευρίζονται με τη στάση των Ηνωμένων Πολιτειών και τις ασφυκτικές πιέσεις που αυτές ασκούν, θεωρώντας ότι το κάνουν εκ του ασφαλούς, χωρίς να διακινδυνεύουν τίποτα – σε αντίθεση με την Ευρώπη, που μπορεί να χάσει πάρα πολλά.
Στην πράξη, λοιπόν, οι σχέσεις του Κίεβο με το Βερολίνο και το Παρίσι μοιάζουν να είναι από τυπικές ως και ψυχρές. Επιδεινώνονται δε περαιτέρω εξαιτίας της άρνησης των Γερμανών να δεχτούν την άμεση διακοπή της ροής ρωσικών ορυκτών καυσίμων προς τη χώρα τους και συνολικά την ΕΕ, αλλά ακόμη και να συζητήσουν την υπόθεση του αγωγού Nord Stream 1, ο οποίος προϋπήρχε του Nord Stream 2 και λειτουργεί στο φουλ.
Ο ανεπιθύμητος Στάινμαϊερ και ο Σολτς
Το κακό κλίμα κατέστη, άλλωστε, πασιφανές με την υπόθεση του «εμπάργκο» στην επίσκεψη του προέδρου της Γερμανίας, Φρανκ-Βάλτερ Σταϊνμάιερ στην ουκρανική πρωτεύουσα. Με βασικό επιχείρημα ότι ο Σταϊνμάιερ, ως στενός συνεργάτης του πρώην καγκελαρίου και νυν εταίρου του Πούτιν, Γκέρχαρντ Σρέντερ, συνέβαλε αποφασιστικά στο να «αποθρασυνθεί» η Μόσχα και να θεωρήσει ότι μπορεί να εισβάλει στην Ουκρανία χωρίς να υποστεί σοβαρές συνέπειες.
Η στάση αυτή προκάλεσε, όπως ήταν αναμενόμενο, την έντονη αντίδραση του Σολτς. Παρά δε το γεγονός ότι ο Ζελένσκι ισχυρίζεται πλέον ότι υπάρχει ανοιχτή πρόσκληση τόσο γι’ αυτόν όσο και για τον πρόεδρο της δημοκρατίας, ο Γερμανός καγκελάριος συνεχίζει να διαμηνύει πως θα μεταβεί στην Ουκρανία μόνο εάν υπάρχει κάτι ουσιαστικό που πρέπει να συζητηθεί δια ζώσης – κάτι που, προφανώς, θεωρεί ότι δεν συμβαίνει τώρα.
Ο Μακρόν και οι αναγκαίες «παραχωρήσεις»
Η κατάσταση δεν είναι καλύτερη ούτε στην περίπτωση της Γαλλίας. Ειδικά εάν ισχύουν όσα ισχυρίστηκε ο Ζελένσκι μιλώντας στο ιταλικό δίκτυο της RAI, ο Μακρόν του έχει ζητήσει να κάνει υποχωρήσεις προκειμένου να δοθεί στον Πούτιν μια αξιοπρεπής διέξοδος από τον πόλεμο.
Παρά τη διάψευση που ήρθε από την πλευρά του Μεγάρου των Ηλυσίων, η αλήθεια είναι ότι ο Μακρόν έχει αφήσει επανειλημμένως να εννοηθεί πως στόχος δεν πρέπει να είναι η συντριβή της Ρωσίας. Η Ευρώπη «δεν πρέπει ποτέ να ενδώσει στον πειρασμό της ταπείνωσης ή το πνεύμα της εκδίκησης», είχε πει άλλωστε στην ομιλία του ενώπιον της Ευρωβουλής, κατά την τελετή λήξης των εργασιών της Διάσκεψης για το Μέλλον της Ευρώπης – αναφερόμενος προφανώς στη Ρωσία και τον πόλεμο στην Ουκρανία.
Οι Ευρωπαίοι σκέφτονται διαφορετικά
Οι Ευρωπαίοι, βλέπετε, με βάση την οδυνηρή εμπειρία δύο παγκοσμίων πολέμων και εκατομμυρίων νεκρών στο έδαφός τους, θα ήθελαν να αποφύγουν τα σφάλματα του παρελθόντος. Αυτά που, εάν επαναληφθούν στην (υποθετική, για την ώρα) περίπτωση που η Ρωσία ηττηθεί, θα κάνουν τον επόμενο και ακόμη μεγαλύτερο πόλεμο να μοιάζει σχεδόν βέβαιος.
Ταυτόχρονα, έχοντας πλήρη επίγνωση του γεγονότος ότι ο διαρκώς οξυνόμενος διεθνής οικονομικός ανταγωνισμός δεν τους δίνει την πολυτέλεια να χάσουν έδαφος, αντιδρούν και μόνο στην ιδέα μιας ύφεσης που μπορεί να προκληθεί εξαιτίας Ουκρανίας. Πολύ περισσότερο καθώς αυτή μπορεί να οδηγήσει και σε επικίνδυνες – και επίσης ανεπιθύμητες για τους κυβερνώντες – κοινωνικές αναταράξεις.
Γι’ αυτό, ανάμεσα σε άλλα, δίνουν προτεραιότητα στο να τελειώσει όσο πιο γρήγορα γίνεται ο πόλεμος και όχι να συντριβεί η Ρωσία ή να ανατραπεί ο Πούτιν. Με στόχο να περιοριστεί, όσο είναι πλέον δυνατό, η ζημιά που έχει προκληθεί και να μείνει ανοιχτό ένα «παράθυρο» συνεργασίας για το μέλλον.
Οι ρωγμές που εκμεταλλεύεται ο Πούτιν
Οι Ουκρανοί και ο Ζελένσκι, όμως, δεν σκέφτονται με τον ίδιο τρόπο. Ούτε οι Αμερικανοί και ο Μπάιντεν, που αποτελούν το μεγαλύτερό τους στήριγμα – και φυσικά ούτε ο Μπόρις Τζόνσον. Οι προτεραιότητές τους είναι διαφορετικές και, για τον λόγο αυτό, κάτω από την επιφανειακή ενότητα και αρμονία, υπάρχουν πολλές ρωγμές.
Όσο για τον Πούτιν, είναι επαρκώς ικανός και έμπειρος για να καταλαβαίνει πού βρίσκεται ο «αδύναμος κρίκος» της Δύσης. Έτσι, ενώ από τη μία διαπραγματεύεται τα περί του πολέμου σχεδόν αποκλειστικά με τις ΗΠΑ, φροντίζει διαρκώς να συντηρεί και να ενισχύει τις αμφιβολίες και τα ερωτήματα των Ευρωπαίων.
Το «παιχνίδι» μοιάζει να μπαίνει στην πιο κρίσιμη και επικίνδυνη φάση του. Τόσο στον πόλεμο όσο και εντός της ΕΕ, όπου μοιάζει να κυοφορείται ένας νέος «εμφύλιος», που θα κρίνει το μέλλον της.