Αγώνα δρόμου προκειμένου να βρεθούν ειδικά πλοία για την εισαγωγή και αποθήκευση ποσοτήτων ενέργειας – και ειδικά φυσικού αερίου – έχει ξεκινήσει η Ευρώπη μετά και τη συμφωνία της ΕΕ με τις ΗΠΑ. Οι ευρωπαϊκές χώρες καταβάλλουν αυτό το διάστημα μεγάλη προσπάθεια για να μειώσουν την εξάρτησή τους από τη ρωσική ενέργεια και για τον λόγο αυτόν αναζητούν κάθε διαθέσιμο τέτοιο τρόπο ώστε να αυξήσουν την επάρκειά τους.

Μετά την εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία στα τέλη Φεβρουαρίου χώρες όπως η Γερμανία, η Ιταλία και η Ολλανδία καταβάλλουν προσπάθειες για να εξασφαλίσουν ειδικά πλοία αποθήκευσης και επεξεργασίας φυσικού αερίου, γνωστά ως FSRU. Αυτά τα ειδικά τάνκερ έχουν εναλλάκτες θερμότητας που χρησιμοποιούν θαλασσινό νερό για να μετατρέψουν το καύσιμο ξανά σε αέριο.

Τα συγκεκριμένα πλοία αποτελούν τον πιο σύντομο τρόπο για να σταματήσει η Ευρώπη να εξαρτάται από αγωγούς που μεταφέρουν μεγάλες ποσότητες φυσικού αερίου από τη Ρωσία, σύμφωνα με δημοσίευμα των «Φαϊνάνσιαλ Τάιμς». Και πάλι όμως η υιοθέτησή τους σε μεγάλο βαθμό από χώρες όπως η Γερμανία δεν αναμένεται να γίνει πριν από το 2024, για τεχνικούς κυρίως λόγους και για λόγους προσφοράς τέτοιων ειδικών τάνκερ.

Οι σταθμοί (τέρμιναλ) για LNG στην ξηρά χρειάζονται περίπου πέντε χρόνια για να κατασκευαστούν και το κόστος τους θεωρείται μεγάλο. Τα FSRU είναι πιο φθηνά και μπορούν να χρησιμοποιηθούν πιο γρήγορα. Βέβαια κι εκεί τα πράγματα δεν είναι ρόδινα καθώς και αυτά μπορεί να χρειαστούν κάποια χρόνια για να γίνουν πλήρως λειτουργικά. Επίσης τα προβλήματα στην παγκόσμια εφοδιαστική αλυσίδα απειλούν με επιπλέον καθυστερήσεις.

Η ζήτηση για FSRU είναι πλέον μεγάλη με το κόστος για τις ναυλώσεις τους να έχει αυξηθεί κατά τουλάχιστον 50% από το ξέσπασμα του πολέμου στην Ουκρανία και διαμορφώνεται πλέον μεταξύ 150.000 και 180.000 δολαρίων την ημέρα, σύμφωνα με πηγές του κλάδου που επικαλούνται οι «Φαϊνάνσιαλ Τάιμς». Η εταιρεία Rystad Energy υπολογίζει ότι πλέον κοστίζει από 40 έως 60 εκατομμύρια δολάρια ετησίως για να ναυλώσει κανείς ένα FSRU. Μέχρι την ξαφνική πρόσφατη αύξηση της ζήτησης, η αγορά FRSU είχε δεχθεί πλήγμα από πλεονάζουσα παραγωγική ικανότητα. Δεν είχε νόημα να κατασκευαστεί ένα νέο FSRU εδώ και πολύ καιρό, ανέφεραν στελέχη ναυτιλιακών εταιρειών στους «Φαϊνάνσιαλ Τάιμς». Αυτό σημαίνει ότι πλέον μπορεί να χρειαστεί μέχρι το 2027 για να παραδοθεί μια νέα τέτοια μονάδα.

Ο στόχος. Στόχος της ΕΕ είναι να μειωθεί η εξάρτηση από το ρωσικό φυσικό αέριο κατά δύο τρίτα μέχρι το τέλος του έτους που διανύουμε. Για τον λόγο αυτόν οι χώρες της ΕΕ σχεδιάζουν να εισάγουν επιπλέον ποσότητες 50 δισ. κυβικών μέτρων υγροποιημένου φυσικού αερίου (LNG) κάθε χρόνο. Ενα από τα μεγάλα ερωτήματα που κυριαρχούν αυτό το διάστημα είναι το πώς θα δημιουργηθούν νέες υποδομές ώστε να διευκολύνεται η μεταφορά και αποθήκευση του LNG, σημειώνουν οι «Φαϊνάνσιαλ Τάιμς». Ενα άλλο μεγάλο ερώτημα επίσης είναι εάν υπάρχει αρκετή παραγωγή σε LNG παγκοσμίως για να καλυφθούν οι ανάγκες της Ευρώπης σε περίπτωση που κλείσουν οι κάνουλες από τη Ρωσία.

Η Ευρώπη, αναφέρει η βρετανική εφημερίδα, έχει τις υποδομές για να επεξεργαστεί (επανυγροποιήσει) περίπου 170 δισ. κυβικά μέτρα LNG, αλλά αυτές βρίσκονται κυρίως στην Ιβηρική Χερσόνησο. Το πρόβλημα είναι ότι εκεί δεν υπάρχει επαρκές δίκτυο αγωγών για να μεταφερθούν στη συνέχεια τέτοιες ποσότητες προς τη Βόρεια Ευρώπη. Ο αυξανόμενος ανταγωνισμός για LNG και FSRU αναμένεται ότι θα επηρεάσει αρνητικά τις προσπάθειες που γίνονται σε παγκόσμια βάση κατά της κλιματικής αλλαγής, καθώς μπορεί να επωφεληθεί μεν η Ευρώπη, αλλά θα πληγούν πιο φτωχές χώρες όπως η Βραζιλία και ο Παναμάς που αναμένεται να στραφούν σε πιο βρώμικα καύσιμα.

Ακολουθήστε τον ot.grστο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, στον ot.gr

Latest News

Πρόσφατα Άρθρα Ναυτιλία
ΟΛΘ Α.Ε.: Αυξημένες επιδόσεις το 2023 με ρεκόρ διακίνησης εμπορευματοκιβωτίων
Επιχειρήσεις |

Αυξημένες επιδόσεις το 2023 για τον ΟΛΘ - Σε «ΜΕΤΚΑ - ΤΕΚΑΛ» το έργο του 6ου προβλήτα

Στον τερματικό σταθμό εμπορευματοκιβωτίων, σημειώθηκε αύξηση άνω του 12% (στα € 59,8 εκατ.), ενώ στους τομείς εκμετάλλευσης χώρων και επιβατικής κίνησης σημειώθηκαν αυξήσεις 18,2% και 31,3% αντίστοιχα