Η δημοσίευση της έκθεσης για τις θέσεις εργασίας του Ιουλίου, η οποία κατέρριψε τις προσδοκίες των οικονομολόγων και έδειξε ότι δημιουργήθηκαν περισσότερες από μισό εκατομμύριο νέες θέσεις εργασίας κατά τη διάρκεια του μήνα, αποτέλεσε ευχάριστη είδηση για τους Αμερικανούς που επέστρεψαν στις θέσεις εργασίας τους, αλλά και για τους εργοδότες στους οποίους δόθηκε η δυνατότητα να ξεκινήσουν και πάλι νέες προσλήψεις. Παράλληλα, όμως, αποτελεί ανησυχητικό σημάδι για την προσπάθεια της Fed των ΗΠΑ να τιθασεύσει τον πληθωρισμό.

Η εν λόγω έκθεση δείχνει, σε γενικές γραμμές, ότι οι τέσσερις αυξήσεις των επιτοκίων της Fed, τη φετινή χρονιά, δεν έχουν καταφέρει ακόμη να περιορίσουν την αχαλίνωτη ζήτηση εργασίας. Μέσα στην έκθεση, υπάρχουν, επίσης, δύο στοιχεία που δείχνουν ότι η Fed θα πρέπει να γίνει ακόμη πιο επιθετική, δεδομένου του ότι η αγορά εργασίας ετοιμάζεται να αυξήσει τον πληθωρισμό μακροπρόθεσμα. Tα δύο αυτά στοιχεία είναι η ραγδαία αύξηση των μισθών και «στασιμότητα» στη συμμετοχή του εργατικού δυναμικού.

Το πρώτο (ραγδαία αύξηση μισθών) δείχνει ότι, καθώς η ζήτηση εργατικού δυναμικού δεν παρουσιάζει κάποια μείωση, οι εργοδότες αυξάνουν τις αμοιβές, ώστε να μπορέσουν να προσελκύσουν νέες προσλήψεις, ενώ, παράλληλα ορίζουν υψηλότερες αμοιβές, συνυπολογίζοντας σε αυτές το αυξημένο κόστος ζωής. Σύμφωνα με τα τελευταία στοιχεία του Υπουργείου Εργασίας, οι μέσες ωριαίες αποδοχές για όλους τους εργαζόμενους αυξήθηκαν κατά 0,5%, τον Ιούλιο, σηματοδοτώντας, έτσι, τον τρίτο συνεχόμενο μήνα επιτάχυνσης της αύξησης των μισθών.

«Σαφώς και υπάρχει μία θετική συσχέτιση μεταξύ τιμών και μισθών», αναφέρει η Aneta Markowska, επικεφαλής οικονομολόγος της Jefferies.

Οι αριθμοί του Ιουλίου είναι υψηλοί  σε σημείο που εντείνουν τις ανησυχίες σχετικά με τη δημιουργία ενός σπιράλ μισθών-τιμών ή ενός περιβάλλοντος στο οποίο οι αυξανόμενες τιμές ωθούν τους εργαζόμενους να ζητούν υψηλότερους μισθούς, αναγκάζοντας, έτσι, τους εργοδότες να αυξήσουν τις τιμές, ώστε να μπορέσουν να καλύψουν το υψηλότερο κόστος εργασίας. Τους τελευταίους μήνες, ορισμένοι οικονομολόγοι υποστήριξαν ότι, επειδή οι αποδοχές, παρά την ταχεία αύξησή τους, δεν συνάδουν με τον συνολικό πληθωρισμό, δεν υπήρχε λόγος ανησυχίας για την πρόκληση κάποιου σπιράλ, επειδή οι εργαζόμενοι δεν είχαν σαφώς τη δύναμη να αντισταθμίσουν τις αυξήσεις τιμών.

Εντούτοις, αυτό πιθανότατα άλλαξε αυτόν τον μήνα, καθώς ο ρυθμός αλλαγής των τιμών καταναλωτή θεωρείται ότι επιβραδύνθηκε σημαντικά, εν μέσω της πτώσης των τιμών ενέργειας και άλλων βασικών αγαθών. Αυτό ίσως να σημαίνει ότι οι μισθοί αυξάνονται, σήμερα, σε πραγματικούς όρους – πιθανότατα αυξάνοντας το κατώτατο όριο λίγο χαμηλότερα από τον συνολικό δείκτη τιμών καταναλωτή. Ο κίνδυνος, σήμερα, είναι ότι ένα αναδυόμενο σπιράλ θα μπορούσε να οδηγήσει σε παγιωμένο πληθωρισμό, ο οποίος θα κυμαίνεται σε υψηλότερα επίπεδα από τον στόχο της Fed για 2%, ακόμη και μετά την επαναφορά των τιμών των βασικών εμπορευμάτων σε κανονικά επίπεδα και τη μείωση των πιέσεων που ασκούνται στις εφοδιαστικές αλυσίδες.

Η Markowska εκτιμά ότι η αγορά εργασίας είναι υπεύθυνη για περίπου 4 ποσοστιαίες μονάδες του πληθωρισμού. «Δεν φαίνεται, όμως, να χαλαρώνει ο πληθωρισμός», συνεχίζει η ίδια, «σε αντίθεση με αυτό που επιθυμεί η Fed».

Το δεύτερο στοιχείο, για τον Ιούλιο, το υποδεικνύει τις κινήσεις της Fed είναι το ποσοστό συμμετοχής του εργατικού δυναμικού. Το ποσοστό των Αμερικανών που είτε εργάζονται είτε αναζητούν νέα θέση εργασίας μειώθηκε, τον Ιούλιο, στο 62,1% – σημαντικά χαμηλότερο από τα προπανδημικά επίπεδα τα οποία ανέρχονταν σε 63,4% και 0,3 ποσοστιαίες μονάδες χαμηλότερα από το αντίστοιχο επίπεδό τους τον Μάρτιο του φετινού έτους.

Δεν υπάρχει κάποια συγκεκριμένη εξήγηση σχετικά με το τι είναι αυτό που κρατάει την προσφορά εργασίας τόσο περιορισμένη. Και αυτό ενώ οι οικονομολόγοι αναμένουν, εδώ και καιρό την αύξησή της, καθώς τα νοικοκυριά έχουν ήδη ξεκινήσει να ξοδεύουν όσες αποταμιεύσεις είχαν στην άκρη και ενώ το κόστος ζωής αλλά και τα προσωπικά χρέη  των καταναλωτών αυξάνονται σημαντικά. Δεν υπάρχει ακόμη, όμως, κάποια ένδειξη ότι εκατομμύρια εργαζόμενοι αναζητούν να επιστρέψουν στο εργατικό δυναμικό, μετά το πέρας της πανδημίας. Ο συνδυασμός της συνταξιοδότησης των baby boomers, της μείωσης της καθαρής μετανάστευσης και των εκτιμώμενων 2 έως 4 εκατομμυρίων Αμερικανών που παραμένουν εκτός εργασίας εξαιτίας long Covid, επιβαρύνει τη συνολική συμμετοχή – αυξάνοντας, έτσι, τις πληθωριστικές πιέσεις.

Όσο περισσότερο η προσφορά εργασίας παραμένει περιορισμένη, τόσο περισσότερο θα ασκούνται πιέσεις για αυξήσεις των μισθών και τόσο περισσότερο θα αναγκάζεται η Fed να δρα όλο και πιο επιθετικά, ώστε να καταφέρει να περιορίσει τη ζήτηση εργασίας.

«Με σκοπό να μειωθούν οι πιέσεις, θα ήταν προτιμότερο να αυξηθεί η προσφορά εργασίας παρά να περιοριστεί η ζήτηση για εργαζόμενους, καθώς το πρώτο θα συμβάλλει περισσότερο στην ανάπτυξη», έγραψαν, την Παρασκευή, οικονομολόγοι της Wells Fargo Sarah House και Michael Pugliese μετά τη δημοσίευση των εν λόγω δεδομένων.

Η αισιόδοξη άποψη για την έκθεση του Ιουλίου είναι ότι η αύξηση των προσλήψεων, παρά τη σύσφιξη της νομισματικής πολιτικής, σημαίνει ότι η αγορά εργασίας θα είναι σε θέση να αντέξει τις περαιτέρω αυξήσεις των επιτοκίων και να θωρακίσει την οικονομία από οποιαδήποτε ύφεση. Ωστόσο, όσο περισσότερα πρέπει να κάνει η Fed, ώστε να μπορέσει να επαναφέρει την προσφορά και τη ζήτηση εργασίας σε αρμονία, τόσο περισσότερες είναι οι πιθανότητες να ωθήσει την οικονομία σε ύφεση.

«Είναι ωραίο να βλέπουμε να αυξάνονται οι θέσεις εργασίας, αλλά είναι, παράλληλα, και τρομακτικό, ιδιαίτερα αν σκεφτούμε το μέγεθος της αναπροσαρμογής που μπορεί να έχουμε μπροστά μας», έγραψε στο Twitter, την Παρασκευή, ο οικονομολόγος του Χάρβαρντ, Τζέισον Φέρμαν, κορυφαίος οικονομικός σύμβουλος του πρώην Αμερικανού προέδρου Ομπάμα. «Δεν είναι και το ιδανικό».

Μεταφράστηκε στα Ελληνικά από τον Οικονομικό Ταχυδρόμο