Φαινομενικά το γεγονός ότι η ελληνική οικονομία «έτρεξε» στο τρίτο τρίμηνο του 2023 με ετήσιο ρυθμό ανάπτυξης 2,1% ήταν ένα καλό νέο. Αρκεί να αναλογιστούμε ότι τα στοιχεία της Eurostat και για την ΕΕ και για την Ευρωζώνη έδειξαν σε ετήσιο επίπεδο (σύγκριση με το αντίστοιχο τρίμηνο του 2022) καθαρή στασιμότητα: μεταβολή 0%.

Ελληνική οικονομία: Τι σημαίνει η αναβάθμιση από τη Fitch

Μάλιστα η Ελλάδα τα πάει καλύτερα από χώρες όπως η Γερμανία που σε ετήσια βάση είχε υποχώρηση -0.4%, τη Γαλλία που καταγράφει ένα αναιμικό 0.6% ή την Ιταλία που κατέγραψε ετήσιο ρυθμό μόλις 0,1%.

Όμως, μια πιο προσεκτική ματιά δείχνει ότι τα πράγματα είναι πιο σύνθετα και καταγράφεται μια σαφής επιβράδυνση των ρυθμών ανάπτυξης.

Καταρχάς η μεταβολή σε σχέση με το προηγούμενο τρίμηνο του 2023 ήταν στον περίπου τον ευρωπαϊκό μέσο όρο της μηδενικής μεταβολής, αφού ήταν μόλις 0,02%. Απλώς απέφυγε το αρνητικό πρόσημο (-0,1%) που ήταν ο ρυθμός στην Ευρωζώνη.

Στην ελληνική περίπτωση, όμως, το ενδιαφέρον είναι ότι σε επίπεδο μεταβολής από τρίμηνο σε τρίμηνο πρόκειται για τη χαμηλότερη επίδοση από το τρίο τρίμηνο του 2020 που ήταν ακολούθησε τα βαθιά αρνητικά αποτέλεσμα πρώτου και δεύτερου τριμήνου του 2020 (κορύφωση της πανδημικής ύφεσης).

Αλλά και σε επίπεδο ετήσιου ρυθμού μόνο το πρώτο τρίμηνο της χρονιάς ήταν χειρότερο (τότε ο ετήσιος ρυθμός ήταν 1,9%).

Πώς προκύπτει η επιβράδυνση;

Έχει ενδιαφέρον να δούμε πώς αυτό αναλύεται σε επιμέρους στοιχεία.

Καταρχάς υπάρχει μια επιβράδυνση στην κατανάλωση. Σε ετήσια βάση αυξήθηκε με 1% που είναι το χαμηλότερο επίπεδο της διετίας. Αυτό αφορά τόσο την κατανάλωση των νοικοκυριών και μη κερδοσκοπικών ιδρυμάτων που αφορούν νοικοκυριά, όπου είχαμε ετήσια αύξηση 1%, συνεχίζοντας τους χαμηλούς ρυθμούς αύξησης σε όλο το 2023 (1,8% και 1.5% στα δύο προηγούμενα τρίμηνα) και σίγουρα πολύ πίσω από την εντυπωσιακή αύξηση των δύο ετών που προηγήθηκαν (που αποτύπωναν και την έξοδο από την πανδημική ύφεση). Σε αυτό προστέθηκε και η συρρίκνωση σε ετήσια βάση της καταναλωτικής δαπάνης της γενικής κυβέρνησης που υποχώρησε στο 0,%.

Σημαντική αύξηση υπήρξε και στον ακαθάριστο σχηματισμό πάγιου κεφαλαίου που είναι ο δείκτης που αντιστοιχεί κατεξοχήν σε αυτό που θεωρούμε επένδυση.

Σε ετήσια βάση κινήθηκε στο 4,9% πολύ κάτω από το χαμηλότερο της διετίας που ήταν 8,2%. Μάλιστα είναι χαρακτηριστικό ότι σε επίπεδο ρυθμού αύξησης από τρίμηνο σε τρίμηνο και τα τρία τρίμηνα του 2023 έχουν αρνητικό πρόσημο (-0,3%, -0,3% και τώρα -1,7%).

Αντίστοιχα αναιμική ήταν η αύξηση των εξαγωγών (1% σε ετήσια βάση) που συνδυάστηκε μάλιστα με υψηλότερο ρυθμό αύξησης των εισαγωγών 2,9%. Μάλιστα, εάν πάμε σε τριμηνιαίες μεταβολές ήταν το δεύτερο συνεχόμενο τρίμηνο με υποχώρηση των εξαγωγών (-1,7% και -0,7% αντίστοιχα).

Η εικόνα αυτή έχει σαφέστατα χαρακτηριστικά μιας ορισμένης επιβράδυνσης τόσο από τη μεριά των νοικοκυριών όσο και από τη μεριά των επιχειρήσεων.

Προφανώς και θα πρέπει να περιμένουμε και τα στοιχεία για το τρέχον τρίμηνο για να έχουμε μια πλήρη εικόνα, αλλά όλα αυτά παραπέμπουν σε μια ολοένα και πιο επιφυλακτική στάση απέναντι στις οικονομικές εξελίξεις από όλους τους παράγοντες της οικονομίας.

Υπάρχει ο αντίλογος βέβαια ότι η ελληνική οικονομία παραμένει πιο δυναμική από άλλες ευρωπαϊκές. Για το σύνολο του 9μηνου Ιανουαρίου-Σεπτεμβρίου του 2023 ο πραγματικός ρυθμός ανάπτυξης είναι στο 2,2%, ο 6ος υψηλότερος στην Ευρώπη και την Ευρωζώνη, η σύγκριση με τα προ πανδημίας επίπεδα (9μηνο Ιανουαρίου-Σεπτεμβρίου 2019) αποτυπώνει αύξηση στο πραγματικό ΑΕΠ 5,8% ενώ ο μέσος όρος της Ευρωζώνης είναι 3,3%.

Όμως, την ίδια στιγμή δεν μπορεί κανείς παρά να υπογραμμίσει ότι στο τρίτο τρίμηνο του 2023 η επιβράδυνση αποτυπώνεται, με τον έναν ή τον άλλο τρόπο σε όλες τις παραμέτρους της οικονομικής  ανάπτυξης: στην ιδιωτική και δημόσια κατανάλωση, στην επένδυση και στις εξαγωγές.

Σημείο καμπής;

Και το κρίσιμο ερώτημα είναι εάν αυτή η επιβράδυνση είναι αποτέλεσμα κάποιων εξωγενών παραγόντων (με τον τρόπο ιδίως που τα τελευταία δύο χρόνια αποδίδουμε στις γεωπολιτικές αντιπαραθέσεις έναν ιδιαίτερα επιδραστικό ρόλο) ή εάν, στην πραγματικότητα, βλέπουμε την εξάντληση της αναπτυξιακής δυναμικής που ακολούθησε το τέλος της μνημονιακής περιόδου – πλην προφανώς της πρώτης φάσης της πανδημίας.

Ακόμη περισσότερο το ερώτημα είναι εάν αυτή  η επιβράδυνση δείχνει ότι οι βασικοί τομείς που έχουν μέχρι τώρα παρουσιαστεί ως ατμομηχανές ενός νέου αναπτυξιακού υποδείγματος, όπως είναι για παράδειγμα ο τουρισμός ή η ευρύτερη επένδυση στο real estate, μπορούν όντως να αποτελέσουν τη βάση μιας νέας αναπτυξιακής δυναμικής, ή εάν χρειάζεται μια πιο ουσιαστική στροφή προς κλάδους με υψηλότερη προστιθέμενη αξία και τελικά εξαγωγικό προσανατολισμό;

Αντίστοιχα, η συγκράτηση στην αύξηση της κατανάλωσης αποτυπώνει μια αυξημένη οικονομική ανασφάλεια και απαισιοδοξία για την ατομική και συλλογική οικονομική κατάσταση που άλλωστε είναι και στοιχείο που διαπιστώνουμε και σε όλες τις δημοσκοπήσεις το τελευταίο διάστημα.

Και βέβαια το ευρύτερο διεθνές κλίμα όπου στον πόλεμο στην Ουκρανία προστέθηκε η νέα ανάφλεξη στη Μέση Ανατολή, είναι λογικό να συμβάλει περισσότερο σε ένα κλίμα ανασφάλειας και επιφύλαξης.

Σε σχέση το πλήγμα από τις φετινές φυσικές καταστροφές, ιδίως στην αγροτική παραγωγή, μένει να δούμε πώς θα επηρεάσει μεσοπρόθεσμα τις δυναμικές της οικονομίας.

Εάν σε αυτό προσθέσουμε ότι μπορεί να υπάρχει η προσμονή για τα κονδύλια του Ταμείου Ανάκαμψης, όμως την ίδια στιγμή υπάρχει πίεση από την ΕΕ για επιστροφή σε μεγαλύτερη δημοσιονομική πειθαρχία, όλα αυτά παραπέμπουν σε ένα οικονομικό περιβάλλον ολοένα και πιο δύσκολο που θα δοκιμάσει και τις αντοχές της τρέχουσας αναπτυξιακής δυναμικής στη χώρα μας.

Πηγή: in.gr

Ακολουθήστε τον ot.grστο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, στον ot.gr

Latest News

Πρόσφατα Άρθρα Experts
Κατώτατος μισθός, συλλογικές συμβάσεις και συντάξεις
Experts |

Κατώτατος μισθός, συλλογικές συμβάσεις και συντάξεις

Mε διαφορετικούς όρους κρατικής παρέμβασης παρατείνεται η μνημονιακή κατάργηση (Φεβρουάριος 2012) της Εθνικής Γενικής Συλλογικής Σύμβασης Εργασίας (ΕΓΣΣΕ) που καθόριζε στην Ελλάδα επί δεκαετίες τον κατώτατο μισθό