Ο  καγκελάριος Όλαφ Σολτς υποσχέθηκε τον Φεβρουάριο να μεταμορφώσει τη Γερμανία ως απάντηση στην εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία. Έξι μήνες μετά από αυτό το Zeitenwende –σημείο καμπής– πηγαίνει καλύτερα από ό,τι πολλοί περίμεναν, αν και όχι τόσο καλά όσο ήλπιζαν ορισμένοι.

Στις 27 Φεβρουαρίου, τρεις ημέρες μετά την έναρξη της εισβολής του Βλαντιμίρ Πούτιν στην Ουκρανία, ο κ. Σολτς στην ομιλία του προς τους νομοθέτες, η οποία προκάλεσε αίσθηση, ανακοίνωσε τρεις μεταρρυθμίσεις. Πρώτον, το Βερολίνο θα επανεπενδύσει στον στρατό του για να εκπληρώσει τον στόχο του Οργανισμού Βορειοατλαντικής Συνθήκης να δαπανά το 2% του Ακαθάριστου Εγχώριου Προϊόντος στην άμυνα, και συγκεκριμένα θα χρησιμοποιήσει τα χρήματα για την αναβάθμιση εξοπλισμού όπως μαχητικά αεροσκάφη. Δεύτερον, η Γερμανία θα αντιμετωπίσει την ενεργειακή πολιτική ως ζήτημα εθνικής ασφάλειας και θα απογαλακτιστεί από το ρωσικό φυσικό αέριο. Τρίτον, το Βερολίνο δεν θα επιδιώκει πλέον άφρονα διπλωματία, απλά και μόνο για χάρη της διπλωματίας, ειδικά με τους απανταχού απολυταρχικούς ηγέτες.

Όσο ουσιαστικές κι αν ήταν αυτές οι δεσμεύσεις, η εφαρμογή τους θα απαιτούσε πολύ μεγαλύτερες αλλαγές στη γερμανική δημόσια, επιχειρηματική και πολιτική κουλτούρα. Η οικοδόμηση  υποστήριξης ψηφοφόρων για τόσο ριζικές αλλαγές απαιτεί συνολική επανεκτίμηση των συμφερόντων της Γερμανίας και του ρόλου της στον κόσμο. Παραδόξως, η Γερμανία έχει αρχίσει να τις πραγματοποιεί.

Η πιο σημαντική εξέλιξη είναι κάτι που δεν έχει γίνει. Οι συνεχώς αυξανόμενες τιμές ενέργειας ως αποτέλεσμα του ρωσικού ενεργειακού εκβιασμού και η προοπτική ενός κρύου, σκοτεινού χειμώνα δεν προκαλούν προβληματισμούς στους Γερμανούς σχετικά με το εάν όλη αυτή η φασαρία για την Ουκρανία αξίζει όσα θα υποφέρουν. Περίπου το 70% των ερωτηθέντων σε δημοσκόπηση που έγινε τον περασμένο μήνα, για λογαριασμό του δημόσιου ραδιοτηλεοπτικού σταθμού ZDF, απήντησε ότι η Γερμανία πρέπει να συνεχίσει να στηρίζει την Ουκρανία. Αυτή η υποστήριξη μπορεί να μειωθεί όσο πλησιάζει ο χειμώνας, αλλά εξ αιτίας του κ. Πούτιν αυτό είναι λιγότερο πιθανό.

Η καταλυτική στιγμή ήταν η κυκλοφορία, στις αρχές Απριλίου, φωτογραφιών που αποτέλεσαν “γροθιά στο στομάχι” και απεικονίζουν τις ρωσικές θηριωδίες στην πόλη Μπούτσα. Το ξέσπασμα πολέμου σε ευρωπαϊκό έδαφος, ακολουθούμενο από σοκαριστικές αποδείξεις της βαρβαρότητας της σύγκρουσης, φαίνεται να έχει προβληματίσει τους Γερμανούς ψηφοφόρους ώστε να επανυπολογίσουν τη σχέση κόστους-οφέλους όσον αφορά τον ρόλο τους στον κόσμο.

Ως μέρος αυτού, η Γερμανία φαίνεται να επανεξετάζει σοβαρά τον τρόπο με τον οποίο ζυγίζει τα εμπορικά της συμφέροντα. Η ενεργειακή εξάρτηση από τη Ρωσία δεν είναι καν το μισό αυτών που πρέπει να ληφθούν υπόψη. Πέρα από τα καύσιμα, η εμπορική σχέση της Γερμανίας με τη Ρωσία δεν είναι ουσιαστική. Η επιβολή κυρώσεων στη Μόσχα εξακολουθεί να βλάπτει οικονομικά τη Γερμανία, αλλά με μόλις 26,6 δισεκατομμύρια ευρώ πέρυσι, οι γερμανικές εξαγωγές στη Ρωσία είναι ίσες με εκείνες προς στη Σουηδία.

Το μεγαλύτερο ερώτημα αφορά την Κίνα, με την οποία πραγματοποιούνται 104 δισ. ευρώ σε ετήσιες εξαγωγές και 142 δισ. ευρώ σε εισαγωγές. Εδώ αρχίζει να φαίνεται ότι η εισβολή στην Ουκρανία προκάλεσε αλλαγές στη Γερμανία όσον αφορά το πλαίσιο σχετικά με διαπραγματεύσεις με αυταρχικούς ηγέτες.

Για δεκαετίες, η Γερμανία αντιμετώπιζε το εμπόριο ως διπλωματικό εργαλείο που αντιπροσώπευε ο όρος Wandel durch Handel — «αλλαγή μέσω του εμπορίου». Όλο και περισσότερο, ωστόσο, υπάρχει συνειδητοποίηση ότι το εμπόριο μπορεί να καταστεί στρατηγική ευπάθεια εάν οι εταιρείες και οι πολιτικοί είναι απρόσεκτοι. Δεν υπάρχει πρόθεση για άμεση απεμπλοκή από την Κίνα, ούτε πρέπει να υπάρχει. Αλλά οι Γερμανοί αρχίζουν να καταλαβαίνουν ότι πρέπει να προετοιμαστούν τώρα για αποχώρηση, αντί να εκπλαγούν αργότερα, σε περίπτωση που τα γεγονότα, όπως μια κινεζική εισβολή στην Ταϊβάν, το απαιτήσουν.

Όσον αφορά την πολιτική σκηνή, εμφανές χαρακτηριστικό της καμπής του κ. Σολτς είναι το πόσο απών ήταν ο ίδιος. Δεν εξελέγη πέρυσι για τον ρόλο του ηγέτη εν καιρώ πολέμου και δεν έχει προσαρμοστεί σε αυτό τον ρόλο. Το στυλ του που βασίζεται στη συναίνεση και στην ηγεσία από τα παρασκήνια έχει αφήσει κενό στο οποίο θα έπρεπε να βρίσκεται ο καγκελάριος. Είναι απών από σοβαρές συζητήσεις χάραξης πολιτικής, ειδικά για την ενέργεια και το μέλλον των αμφιλεγόμενων εναπομεινάντων πυρηνικών σταθμών της χώρας, αφήνοντας το Βερολίνο χωρίς τιμονιέρη.

Και πάλι, τόσο ισχυρός είναι ο πολιτιστικός και οικονομικός άνεμος που σαρώνει τη Γερμανία που ο πολιτικός μετασχηματισμός βρίσκεται σε εξέλιξη ακόμη και ελλείψει ηγεσίας. Οι δύο πιο δημοφιλείς πολιτικοί στην δυσκίνητη κυβέρνηση συνασπισμού του κ. Σόλτς τυγχάνει να είναι και οι πιο επιθετικοί απέναντι στη Ρωσία, στη Κίνα και σε άλλες εξωτερικές υποθέσεις – η υπουργός Εξωτερικών Αναλένα Μπέρμποκ και ο υπουργός Οικονομικών Υποθέσεων και Δράσης για το κλίμα Ρόμπερτ Χάμπεκ, αμφότεροι του Πράσινου Κόμματος. Η συνεχιζόμενη αποδοχή του κ. Χάμπεκ είναι αξιοσημείωτο επίτευγμα, δεδομένου ότι σε αυτόν έχει ανατεθεί το επώδυνο έργο να εξηγήσει στους ψηφοφόρους του πώς η έλλειψη ρωσικής ενέργειας θα εξαθλιώσει άπαντες τον ερχόμενο χειμώνα.

Βοηθά το γεγονός ότι οι ψηφοφόροι ήρθαν αντιμέτωποι με μια σειρά από αποκαλυπτικά σκάνδαλα που αφορούσαν τη ρωσική επιρροή στην πολιτική της Γερμανίας. Αυτό περιλαμβάνει την αναθέρμανση της συζήτησης για τους επιχειρηματικούς δεσμούς του πρώην καγκελαρίου Γκέρχαρντ Σρέντερ με το Κρεμλίνο και ένα σκάνδαλο χρηματοδότησης με υποτιθέμενους δεσμούς μεταξύ των Ρώσων ιδιοκτητών του αγωγού φυσικού αερίου Nord Stream 2 και της κυβέρνησης του βορειοανατολικού κρατιδίου Μεκλεμβούργου-Δυτικής Πομερανίας. Νέα πολιτικά ζητήματα  έχουν επίσης τεθεί προς συζήτηση, όπως το αν η Γερμανία θα πρέπει επιτέλους να εξορύξει το δικό της σχιστολιθικό αέριο.

Εν τω μεταξύ, η αντιπολιτευόμενη Χριστιανοδημοκρατική Ένωση αποφάσισε ότι υπάρχει πολιτικό κέρδος στο να αποποιηθεί την κληρονομιά της πρώην καγκελαρίου Άνγκελα Μέρκελ, η οποία ήταν υπεύθυνη για πολλές από τις καταστροφικές οικονομικές, ενεργειακές και εξωτερικές πολιτικές που τώρα καταρρέουν. Υπό τον νέο ηγέτη του, Φρίντριχ Μερτς, το CDU επανήλθε στην παραδοσιακή «γερακίσια» του πολιτική. Ο κ. Μερτς ήταν ιδιαίτερα επιθετικός επιμένοντας ότι ο αυξημένος στρατιωτικός προϋπολογισμός του κ. Σολτς πρέπει να δαπανηθεί σε στρατιωτικό εξοπλισμό και όχι σε ανοησίες ήπιας ισχύος, όπως η βοήθεια προς το εξωτερικό. Οι ψηφοφόροι ανταποκρίνονται θετικά. Το CDU συχνά προηγείται των Σοσιαλδημοκρατών του κ. Σολτς στις δημοσκοπήσεις και μάλιστα με διαφορά που συνεχώς μεγαλώνει.

Είναι σχεδόν σίγουρο ότι ο κ. Σόλτς δεν προέβλεψε τις δυνάμεις που απελευθέρωσε στις 27 Φεβρουαρίου — πολλές από τις οποίες μπορεί τώρα να είναι μη αναστρέψιμες και μερικές από τις οποίες θέτουν σε κίνδυνο το πολιτικό του μέλλον. Δεν πειράζει. Υποσχέθηκε αλλαγή πορείας, και αυτό είναι που έκανε η Γερμανία, ακόμα κι αν θα χρειαστούν χρόνια για να μάθουμε ακριβώς ποια μορφή πήρε τελικά η στροφή αυτή.

Μεταφράστηκε στα Ελληνικά από τον Οικονομικό Ταχυδρόμο

Πρόσφατα Άρθρα